Δημοκρατία αλά καρτ
Χωρίς καμία διάθεση ειρωνείας, ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης σχολιάζει την ανάρτηση - τοποθέτηση του Βασίλη Τσιάρτα και στέκεται στα... social συμβολάκια ενός λαού απαίδευτου, που όταν ζορίζεται επικαλείται τη Δημοκρατία.
Χωρίς καμία διάθεση ειρωνείας (αν και ο πειρασμός είναι μεγάλο εδώ που τα λέμε) το να προκαλείται τσουνάμι αντιδράσεων για μία ανάρτηση πρώην διεθνούς ποδοσφαιριστή για το νομοσχέδιο αλλαγής φύλου είναι σαν να προκαλείται το ίδιο φαινόμενο για άρθρο του υπογράφοντος για την πυρηνική φυσική. Με όποιο τρόπο και αν το γράψουμε είναι σαφές ότι και οι δύο είμαστε άσχετοι με το θέμα.
Η διαφορά είναι αν είμαστε και (λιγάκι) έξυπνοι ώστε, σε ότι γράψουμε, να φαίνεται ότι έχουμε ασχοληθεί και λίγο με το θέμα. Ότι έχουμε διαβάσει δύο πράγματα και δεν είμαστε μπιτ σκράπες. Έτσι, ακόμα και ως άσχετοι, θα βοηθούσαμε στην εξέλιξη της κουβέντας. Αν βέβαια θέλουμε να γίνει κουβέντα.
Δεν με απασχολεί τι είπε ο Βασίλης Τσιάρτας. Από τον κάθε άνθρωπο ξέρεις και τι να περιμένεις ή πολύ απλά δεν είναι ανάγκη να περιμένεις κάτι. Δεν με απασχολεί καν αν υπήρξε πέρα από το κύμα συμπαράστασης, ένα άλλο αποδοχής της άποψής του στο οποίο δεν αναφερόμαστε και πολύ γιατί μας «τρομάζει». Δεν πρέπει (να μας τρομάζει). Αφορά ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας που εδώ και χρόνια αρέσκεται να προσεγγίζει τον μεσαίωνα και να απορρίπτει στην πράξη τη δημοκρατία. Ζει και κινείται γύρω μας εκφράζοντας καθημερινό, χειροπιαστό φασισμό. Το έχω ξαναγράψει. Ο φασισμός δεν είναι μόνο οι trendy Boss στολές του Γ’ Ραιχ και οι λαμπαδηδρομίες που γουστάρουν οι νεοναζί φουσκωτοί και οι πνευματικά ξεφούσκωτοι. Αυτό είναι το…στυλιστικό κομμάτι της υπόθεσης.
Υπάρχει, όμως, το άμεσα αντιδημοκρατικό κομμάτι του διαχωρισμού σε πάρα πολλά πράγματα. Αυτό που θεωρεί αποδεκτό και φυσιολογικό, ότι πρεσβεύει μόνο το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» (σύνθημα που υπηρέτησαν πολιτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά λαμόγια με απόλυτη, για την τσέπη τους, επιτυχία) και τίποτα άλλο από εκεί και πέρα. Κάπου εκεί βρίσκονται, εκατοντάδες Τσιάρτες που μεγάλωσαν με καθεστωτικά βαθιά συντηρητικά στερεότυπα. Αρκετοί από αυτούς δεν θα αρνηθούν (όπως συνέβη ήδη στις σκοτεινές στοές της ιστορίας μας) την επιβολή αυτών των στερεοτύπων με βίαιο τρόπο (αν αυτό προκύψει) για την υπεράσπιση της «παράδοσης». Και για να σας προλάβω, αν το καθεστώς που είχε επικρατήσει ήταν από την άλλη πλευρά θα τα είχαμε από την ανάποδη στο όνομα κάποια άλλη κυρίαρχης ιδεολογίας, με τις δικές της συντηρητικές αγκυλώσεις. Ας μείνουμε όμως σε αυτό που έχουμε βιώσει εδώ. Στην Ελλάδα κατοικούμε.
Ούτε ο Τσιάρτας λοιπόν πρέπει να ενοχλεί, ούτε οι υποστηρικτές του. Αν κάτι ενοχλεί είναι η απαγόρευση να κριτικάρεις ακόμα και να «κράζεις» (κάτι που δικαιολογείται όταν ο άλλος εκφράζει ακραία τη θέση του με σκοπό να προκαλέσει όπως έγινε σε αυτή την περίπτωση) με πρόσχημα τη… δημοκρατία. Ω ναι! Όταν ο υπέρμαχος της φασίζουσας λογικής, αυτός που εκφράζει βαθιά αντιδημοκρατική άποψη σε σχέση με το πώς θα καθορίζει ο κάθε άνθρωπος τον εαυτό του, ζορίζεται από τις αντιδράσεις επικαλείται τη δημοκρατία. Όχι κύριε. Μονά, ζυγά δικά σου δεν γίνεται. Πες εσύ αυτό που θέλεις με την ελευθερία που σου προσφέρει η δημοκρατία αλλά αυτή είναι που επιτρέπει να πεις και ο άλλος τη δικιά του.
Θα μου πείτε ότι έτσι δεν θα τελειώσει ποτέ το «μπινελίκι» μεταξύ μας. Εδώ που τα λέμε πάντα έτσι γινόταν. Από τότε που ανακαλύφθηκε αυτό το (καλύτερο που έχουμε, αλλά σίγουρα όχι τέλειο) πολίτευμα. Ίσως γιατί ο διάλογος θα μπορούσε να οδηγήσει σε λύσεις και εκτόνωση. Αυτό βέβαια γίνεται γιατί δεν υπάρχει διάλογος. Όχι μόνο γιατί η «συζήτηση» εξαντλείται σε ομοβροντίες αναρτήσεων στα social media σε like και άλλα τέτοια συμβολάκια, οργισμένα, δακρυσμένα ή χαρούμενα, αλλά γιατί αφορά σε μεγάλο βαθμό έναν λαό απαίδευτο. Όχι απαραίτητα αγράμματο (αν και αυτό υπάρχει πλέον σε μεγάλο βαθμό από τη στιγμή που ακόμα και οι «υπέρμαχοι» της ελληνικής γλώσσας δυσκολεύονται να βάλουν στη σειρά δύο σωστά ορθογραφημένες λέξεις της) αλλά απαίδευτο. Στερούμενο πραγματικής παιδείας. Γιατί ελάχιστοι διαβάζουν σε μια εποχή που μπορείς να έχεις περισσότερο από ποτέ πρόσβαση στη γνώση. Το 70% αυτών που εμπιστεύονται ένα μέσο ενημέρωσης, κρατάνε έναν τίτλο άντε και 4-5 αράδες από την αρχή του κειμένου. Πολύ εύκολο να σε ταΐσει έτσι ό,τι γουστάρει ο αντίστοιχα απαίδευτος «δημοσιογράφος».
Το πρόβλημά μας λοιπόν δεν είναι ο Τσιάρτας που θα είχε την ίδια άποψη και πριν από 15 χρόνια που δεν είχαμε social media. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι θα πλακωνόμαστε με βάση στερεότυπα και για κάτι που δεν το γνωρίζουμε. Γιατί αν ψηφίσουμε ειλικρινά, για το τι έχουμε μάθει για το νομοσχέδιο αλλαγής φύλου αλλά κυρίως για το τι, αυτό, ρυθμίζει, για όλες τις κατηγορίες συμπολιτών μας που τις αφορά θα διαπιστώσουμε ότι δεν ξέρουμε την τύφλα μας. Και, συγχωρέστε με, αυτό δεν αφορά μόνο τους υποστηρικτές του κάθε Τσιάρτα.