Η χαρά του φόνου, στην κοινωνία του μίσους
Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης γράφει για την Ελλάδα που μεγαλώνει μέσα στο μίσος και έναν λαό που αντί να αντιδρα, τρέφεται μόνο με τις δικές του σάρκες.
Δεν φτάνει να λες ότι θέλεις. Κάποια στιγμή πρέπει να βρίσκεις τον τρόπο να το αποδείξεις στην πράξη. Δεν φτάνει να λες πως θέλεις ισονομία, αξιοκρατία, δημοκρατία, δικαιοσύνη. Πρέπει να είσαι έτοιμος να υποστείς το τίμημα μια οργανωμένης κοινωνίας.
Για την Ελλάδα, όπως αυτή διαμορφώθηκε ως κοινωνία από την ίδρυση του ελληνικού (λέγε με έτσι για ξεκάρφωμα) κράτους για να εμφανίσει τον νεόπλουτο, ασεβή και υπερφίαλο εαυτό της (που δεν πατούσε πάνω σε κανένα πραγματικό στοιχείο υπεροχής) τα τελευταία είκοσι χρόνια, η οργάνωση είναι πραγματικά ένα «τίμημα». Βαρύ και ασήκωτο…
Τι σχέση έχουν μια, δύο…δέκα δολοφονίες, «πολιτικές» ή «αθλητικές» με το αν η κοινωνία σου είναι οργανωμένη πάνω στα πρότυπα που ο πυρήνας της Ευρώπης έχει κατακτήσει από καιρό; Μήπως δεν έχουμε φόνους, από τρομοκρατικές οργανώσεις, ή απλά «μίσους» εκεί; Έχουμε. Η διαφορά μας, με αυτό που δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε αλλά να παρατηρούμε, όχι ως μάγκες Ελληνες απέναντι στους κουτόφραγκους, αλλά ως εν δυνάμει ευρωπαίοι πολίτες, είναι τι μας λέει το μέσα μας, μετά από τέτοια περιστατικά.
Πιθανόν την αλήθεια να μην την λες ούτε στον καθρέφτη σου, γιατί φοβάσαι την οριστική αποκτήνωση. Ας την πει άλλος λοιπόν που δεν έχει λόγο να μην βγάλει στη σέντρα εσένα για να κρυφτεί –ίσως- από τον εαυτό του…
Χιλιάδες χάρηκαν όταν πήγε μαχαιρωμένος ο Φύσσας. Το «κουμούνι». Ντροπή να το λέμε ε; Λίγοι το φώναξαν κιόλας στα social media. Οι πιο πολλοί κρατήθηκαν, αλλά είπαν: «Να μην έβριζε τη Χρυσή Αυγή ο φίλος των Πακιστανών». Άλλοι τόσοι πάνω, κάτω (μπορεί και περισσότεροι) δεν κούνησαν ούτε βλέφαρο από συγκίνηση, ή έστω σοκ, με τους δύο νεκρούς της «άλλης πλευράς», χθες το βράδυ. Ακόμα και αν δεν ξέρουν τι χέρι τους έφαγε (επισήμως) αυτοί (οι πολλοί) είπαν: «Δύο φασίστες λιγότεροι».
Δίκαιο ή άδικο; Θα το βρεις ανάλογα με το που είσαι σκαρφαλωμένος και βλέπεις τα πράγματα. Όπως τότε στη Λαυρίου που ο Φιλόπουλος ήταν το «χουλιγκάνι» που «πήγαινε γυρεύοντας». Θα βρεις δικαιολογία, ανάλογα με το χρώμα του νεκρού για το αν καλώς ή κακώς πήγε στον άλλο κόσμο. Όταν ζεις στη χώρα του «ας κερδίσω και με γκολ οφσάϊντ στο 90’» στο «κωλοποδόσφαιρο» η δικαιοσύνη είναι αφρικάνα πόρνη του εικοσάρικου στους δρόμους, πέριξ του δημαρχείου.
Δεν είμαι στη μέση. Έχω θέση. Το χέρι με το μαχαίρι στο Κερατσίνι και με το πιστόλι στο Ηράκλειο για εμένα δεν έχει διαφορά. Δεν πάει αυτός που ρίχνει το βόλι ή τη φαλτσετιά να λέει ότι πιστεύει σε κάποιο σκοπό. Είναι τσουλάκι του μίσους.
Και αυτή η πατρίδα χρόνια τώρα μεγαλώνει μέσα στο μίσος. Ταϊζει τα παιδιά της άπειρες δόσεις από αυτό το φαρμάκι που της τρώει τα σωθικά. Κάποια από αυτά τα θυσιάζει κιόλας στο βωμό αυτού του πραγματικού θεού της.
Οι κουτόφραγκοι όταν έζησαν κύματα βίας και τρομοκρατίας και στάθηκαν αμήχανοι (στην πλειοψηφία τους) πάνω από τους νεκρούς τους, κατάφεραν να βγουν στο δρόμο, να πουν «δεν πάει άλλο». Τουλάχιστον να τα έχουν καλά με τη συνείδησή τους. Να βγάλουν το «γαμώτο» από μέσα τους.
Αυτή η χώρα όμως, ο λαός της, ζει βιώνοντας μια περίοδο μετάβασης σε κατάσταση ζόμπι. Έχει το βλέμμα στο κενό και δεν αντιδρά μόνο τρέφεται με σάρκες. Το ακόμα χειρότερο είναι πως είναι οι δικές του…