Ζούμε... υστερικές στιγμές
Η απαίτηση να είμαστε καλύτεροι απ' όλους, η λατρεία της επιτυχίας, οι κραυγές για την εθνική μπάσκετ και η πραγματικότητα που λέει ότι όλα γίνονται σαν τα μούτρα μας. Γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης.
Είναι κατανοητό ότι αγαπάμε τις εθνικές μας ομάδες. Αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ακριβείς αγαπάμε κυρίως τις νίκες των εθνικών μας ομάδων. Είναι λίγες οι περιπτώσεις που μπορεί να νιώσεις καλύτερα σε μια ήττα απ ότι σε μια ισοπαλία όπως π.χ συνέβη στο τελευταίο ζευγάρι αγώνων της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Αν και πάλι μπορεί η πλειοψηφία να προτιμούσε μια νίκη με 1-0 έστω και με εμφάνιση όπως αυτή κόντρα στην Εσθονία. Απόλυτα αποδεκτό και αυτό. Σε τελική ανάλυση, ο πρωταθλητισμός έχει να κάνει με τα αποτελέσματα. Γι' αυτό εφευρέθηκαν οι βαθμοί και τα μετάλλια. Αλλιώς θα μέναμε μόνο στο θέαμα και στην υποκειμενική κρίση, καθενός από εμάς, γι' αυτό.
Είμαστε οπαδοί της νίκης λοιπόν. Αν κάποιος σηκώσει το χέρι και πει “Εγώ δεν είμαι” τον κατατάσσουμε στην ισχνή μειοψηφία με την επισήμανση μάλιστα ότι αν μια ομάδα (εθνική εν προκειμένω) παρουσιάζει φανταστικό θέαμα αλλά αποτυγχάνει στο στόχο της, τότε μάλλον ούτε ο ίδιος θα συνέχιζε να παρακολουθεί την προσπάθειά της.
Με τις εθνικές ομάδες υπάρχουν και ακόμα δύο επισημάνσεις που κάνουν το θέμα πιο ιδιαίτερο. Η πρώτη είναι έχουν όλοι λόγο πάνω σε αυτή σε αντίθεση με τους συλλόγους. Εδώ οι “οπαδοί” είναι όλοι του ιδίου χρώματος οπότε ο όγκος των αντιδράσεων είναι ακόμα μεγαλύτερος. Χώρια που ασχολούνται και οι λιγότερο σχετικοί, οπότε το πράγμα μπερδεύεται περισσότερο. Η δεύτερη ότι (απανταχού της γης) η επιτυχία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος κάθε χώρας είναι, σε μεγάλο βαθμό και έκφραση υπεροχής έναντι άλλων εθνών. Είναι το “κατουράμε μακρύτερα” που δεν μπορούμε (ευτυχώς!) να το εκφράσουμε στο πεδίο μια πραγματικής μάχης και το φωνάζουμε σε μια παραλλαγή του. Αυτό συμβαίνει από τότε που ανακαλύφθηκε ο αθλητισμός με όποια μορφή και αν είχαν, τότε, τα έθνη και τα κράτη. Απλά το επισημαίνουμε ακόμα μια φορά. Η χαρά μας δηλαδή για τις εθνικές ομάδες (ή γενικότερα με τις “εθνικές” επιτυχίες στον αθλητισμό) δεν έχει να κάνει με τη χαρά του αθλητισμού, αλλά με την ικανοποίηση που φέρνει η επιτυχία. Κατά καιρούς ο Έλληνας έχει γεμίσει στάδια για να πανηγυρίσει για αθλήματα που δεν γνωρίζει ούτε με πόσους παίκτες παίζονται, απλά και μόνο γιατί μια ομάδα έφτασε στη διάκριση.
Για να μην παρεξηγηθώ δεν είναι κακό να χαιρόμαστε. Μας χρειάζεται. Αυτή η προσέγγιση άλλωστε δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Με τη διαφορά ότι αλλού συνοδεύεται σε μεγάλο βαθμό (ούτε εκεί απόλυτα) με βαθύτερη αθλητική παιδεία ώστε να μπορείς να κατανοήσεις και την προσπάθεια του αθλητή. Εδώ λίγο πολύ την προσπάθεια την έχουμε γραμμένη, από τον απλό φίλαθλο μέχρι την (εκάστοτε) ηγεσία του τόπου η οποία θα “δεξιωθεί” μόνο τους νικητές, για να πάρει λίγη λάμψη από αυτή των μεταλλίων της.
Όλα τα παραπάνω αιτιολογούν (όχι δικαιολογούν) απόλυτα και τις...υστερικές στιγμές, ημέρες και νύχτες που ζούμε εσχάτως, κυρίως, με την εθνική ομάδα μπάσκετ. Γιατί από αυτή έχουμε μεγαλύτερη απαίτηση να πετυχαίνει πάντα (δηλαδή να παίρνει μετάλλιο όπως το ορίζουν οι περισσότεροι). Μετά την ανάγνωση της σχέσης μας με τον αθλητισμό η αιτιολογία τουλάχιστον υπάρχει. Γιατί μας βλέπουμε πάντα καλύτερους απ' όλους. Γιατί θεωρούμε ότι το υλικό μας είναι φοβερό και τρομερό. Γιατί σε μια έξαρση εθνικιστικής παπαρολογίας κάνουμε λόγο για... ψαράδες Ισλανδούς”, “ξυλοκόπους” Φινλανδούς, άχρωμους και άμπαλους Σλοβένους και... “χαζούς” Γάλλους. Αρχής γενομένης από αυτούς που στις μεταδόσεις και τα γραπτά τους οφείλουν να σέβονται την προσπάθεια κάθε αθλητή και την παρουσία του μέσα στο γήπεδο -δίνοντας το παράδειγμα- αλλά γίνονται πιο γραφικοί από τα σοκάκια της Πλάκας. Σε εμάς τους δημοσιογράφους (τρώγομαι να κάνω σαφή διαχωρισμό αλλά ας το αφήσουμε τώρα).
Δεν θα αναλύσουμε τις αδυναμίες της εθνικής ομάδας μπάσκετ. Είναι σαφείς και καταγεγραμμένες όσον αφορά την ηγεσία της συνολικά, τον προπονητή της και το υλικό της. Αυτές είχε και πριν πάει στον Ελσίνκι. Δεν άλλαξε κάτι στο αεροπλάνο. Είναι όμως άδικο είτε η κριτική για την ομάδα, είτε η υπεράσπισή της να εκπορεύονται από την αντιπάθεια ή τη συμπάθεια που υπάρχει για την ηγεσία της ομοσπονδίας μπάσκετ θολώνοντας την πραγματική εικόνα. Και το λέει αυτό κάποιος που υποστηρίζει (χρόνια τώρα) ότι η θητεία σε μια αθλητική ομοσπονδία πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, άρα δεν τίθεται θέμα υπεράσπισης αυτών που έκαναν τις επιλογές. Το (ολοφάνερο) λάθος της επιλογής Μίσσα χρεώνεται, άλλωστε, στην ΕΟΚ από μόνο του. Αυτόματα! Δεν είναι λόγος όμως να χυδαιολογείς για τον ίδιο τον προπονητή. Αλλά συμβαίνει, είτε γιατί δεν γουστάρεις τον Βασιλακόπουλο, είτε γιατί εκτός από αθλητική παιδεία στερείσαι και παιδείας γενικότερα.
Όσον αφορά τους ίδιους τους διεθνείς πρέπει να γίνει κάτι κατανοητό. Οι παίκτες σε όποιο επίπεδο και αν βρίσκονται είναι σαν τα παιδιά. Γελάστε όσο θέλετε αλλά έτσι είναι. Θέλουν όριο και έλεγχο, όσο ταλέντο και δυνατότητες αν έχουν γιατί γίνονται ανεξέλεγκτοι και επιθετικοί όταν δεν υπάρχει χαλινάρι. Ο ρόλος του προπονητή, ειδικά στην εθνική ομάδα, είναι κυρίως αυτός. Και ας δείχνει τα συστήματα στο πινακάκι ο συνεργάτης του. Μια ομάδα λοιπόν που στερείται σημαντικών όπλων, στα συστήματα, στο σουτ, στην (πραγματική) άμυνα στους ψηλούς και έλεγχο της κατάστασης από τον πάγκο πνίγεται στον εκνευρισμό ακριβώς επειδή δεν έχει βοήθεια έξω από τις γραμμές του γηπέδου. Αυτή η ομάδα έχασε δύο παιχνίδια από αντιπάλους από τους οποίους μπορεί να είχε ηττηθεί (ή έχει ηττηθεί στο πρόσφατο παρελθόν από αυτούς) ούτως ή άλλως.
Θα συμφωνήσω (προσθέτοντας το προσωπικό συναίσθημα σε αυτό της πλειοψηφίας) πως, πρώτη φορά, εθνική ομάδα μπάσκετ με έχει φτάσει τόσο κοντά στο ξενέρωμα. Αυτό όμως έχει να κάνει με την αγωνιστική εικόνα και διάθεση σε μεγάλο μέρος των μέχρι τώρα αγώνων. Όχι στο αίσθημα της...εθνικής προδοσίας επειδή είμαστε οι καλύτεροι του κόσμου και αυτή η ομάδα προδίδει την εθνική μας υπεροχή. Όχι κυρίες και κύριοι δεν είμαστε οι καλύτεροι του κόσμου. Μάλιστα συνολικά σαν συμπεριφορά κοινωνίας πρέπει να είμαστε κάπου κοντά στον πάτο. Γα να λέμε τελικά την αλήθεια αυτή η εθνική ομάδα είναι σε μεγάλο βαθμό εικόνα μας σε αυτή τη διοργάνωση, μέχρι τώρα. Αν πραγματικά βλέπω κάποιον κίνδυνο από αυτή την υπόθεση και το κλίμα που δημιουργείται με τα αήττητα (όπως η βλακεία) πλέον social media είναι όλοι και όλα να γίνουν σαν τα μούτρα μας. Ακόμα και αυτά, που μέχρι τώρα, ξεχώριζαν.