Ντίνο Ράτζα, ο "Ζορμπάς"!
Λίγες μέρες μετά την είσοδο του Ντίνο Ράτζα στο Hall of Fame, ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για τον αδάμαστο Κροάτη, έναν... Ζορμπά του παγκόσμιου μπάσκετ.
Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν (θα συμπληρωθούν τον ερχόμενο Απρίλιο) η «Ολύμπια Χάλε» του Μονάχου, ζει μαγικές στιγμές. Η Γιουγκοπλάστικα έχει ολοκληρώσει τον θρίαμβό της στο δεύτερο φάιναλ-φορ της ιστορίας κερδίζοντας τη Μακάμπι 75-69 και οι Κροάτες μέσα στον αγωνιστικό χώρο, δεν ξέρουν… πώς να πανηγυρίσουν. Ξαφνικά ακούγεται ο Ζορμπάς του Μίκη, ο αρχηγός Ντούσκο Ιβάνοβιτς αρπάζει όσους βρίσκει και ξεκινάει ένας ξέφρενος, σχεδόν διονυσιακός χορός. Μπροστάρηδες, οι δυο απίστευτοι «twenty something» της ομάδας του Σπλιτ. Ο Ντίνο Ράτζα και ο Τόνι Κούκοτς.
Μια μαγική ιστορία ξεκινάει, μια δοξασμένη καριέρα έρχεται και για τους δυο. Προφανώς, εκείνη τη στιγμή, κανείς από τους δυο δεν μπορούσε να τη φανταστεί. Ειδικά, ο Ντίνο που λίγο πριν από το ξεκίνημα του τελικού, είχε πάρει το λόγο στα αποδυτήρια για να πει: «Παιδιά, το ταξίδι ήταν υπέροχο. Φτάσαμε μέχρι εδώ, ας το απολαύσουμε και αρκεί να μη χάσουμε με … 20 πόντους».
Η ομάδα του όχι μόνο δεν χάνει αλλά νικάει σχεδόν εύκολα τη Μακάμπι, με τον ίδιο να σκοράρει 20π. και να μαζεύει 10 ριμπάουντ. Ανακηρύσσεται MVP του τουρνουά και εκτοξεύει τις μετοχές του στα ύψη, καθώς οι Σέλτικς ερωτεύονται το τρομερό στυλ, τον δυναμισμό του και την παντελή άγνοια κινδύνου με την μπάλα στα χέρια. Ένας … Ζορμπάς του μπάσκετ! Ναι, αν θυμηθεί κανείς τον μπασκετικό βίο και την Πολιτεία του Ντίνο Ράτζα, θα μπορούσε κάλλιστα να τον συγκρίνει με τον ήρωα του Καζαντζάκη.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΚΑΝΕ ΖΑΦΤΙ
Εντάξει, ο 50άρης πλέον Ντίνο Ράτζα, δεν ζει σε κάποια ακρογιαλιά για να χορεύει ελεύθερος συρτάκι, πέρασε όμως στην αθανασία του μπάσκετ, μπαίνοντας στο κλαμπ των κορυφαίων παικτών όλων των εποχών. Στο Hall Of Fame του Σπρίνγκφιλντ. Εκεί, που πριν από λίγες μέρες τον συνόδευσε για την «εισαγωγή του» ο τεράστιος Λάρι Μπερντ. Μεγάλη τιμή κι ας μην έπαιξαν ποτέ μαζί στην φημισμένη ομάδα της Βοστώνης καθώς όταν ο Ράτζα έγινε «Σέλτικ», ο Λάρυ είχε ήδη σταματήσει να παίζει μπάσκετ.
Ο Ράτζα, όμως, πέρασε και στον… σκληρό δίσκο των απανταχού μπασκετόφιλων σαν ένας αδάμαστος μπασκετμπολίστας, που κανείς δεν μπορούσε να τον κάνει ζάφτι. Είτε μέσα, είτε έξω από το γήπεδο.
Ποιος άλλος θα φώναζε από 20 χρονών παιδάκι για τους... μαθητευόμενους μάγους-προπονητές, που έβαζε η Γιουγκοπλάστικα, ποιος θα πλακωνόταν με τους οπαδούς της ομάδας του (ΠΑΟ) αλλά και τον γιο του ιδιοκτήτη; Ποιος θα έριχνε την πετσέτα στα μούτρα του συμπαίκτη του (Φέμερλινγκ) σε τάιμ-άουτ του Ολυμπιακού στο Περιστέρι;
Αλλά και ποιος άλλος θα εμφανιζόταν (σε αγώνα του Παναθηναϊκού) κουτσαίνοντας, ζητώντας φανέλα και σορτσάκι ενώ ήδη είχε αποκλειστεί λόγω τραυματισμού;
Για μας στην Ελλάδα ήταν ευλογία που τον είδαμε να παίζει τρία χρόνια (δυο με τον “πράσινους” και ένα με τους “ερυθρόλευκους”). Ο γίγαντας από το Σπλιτ, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν πρόκειται να ξεχαστεί, δεν πρόκειται να σβήσει. Ειδικά στο μυαλό εκείνων που τα μάτια τους τον είχαν απολαύσει.
"ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΜΑΣ"
Το πρώτο καλάθι του Ράτζα στο γιουγκοσλάβικο πρωτάθλημα σημειώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1985, σε ένα αγώνα της Γιουγκοπλάστικα με την Παρτιζάν. Εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του 80, το καταπληκτικό πρωτάθλημα της γειτονικής χώρας, θεωρούταν όχι άδικα αν όχι το ισχυρότερο, ένα από τα κορυφαία της Ευρώπης.
Η Γιουγκοπλάστικα που πάντα είχε μια υπολογίσιμη ομάδα, ερχόταν με φόρα, για να… αμφισβητήσει τα πρωτεία είτε από την Τσιμπόνα του Ζάγκρεμπ του Ντράζεν Πέτροβιτς, είτε από την Παρτιζάν του Ντίβατς, του Πάσπαλι, του Τζόρτζεβιτς και του Ντανίλοβιτς.
Ο Ντίνο Ράτζα ξεκίνησε να παίζει στην άσημη ΚΚ Dalvin, πριν περάσει την πόρτα της Γκριπάμα, όπως λέγεται η ιστορική Χάλα Γκρίπε, έδρα της μεγάλης ομάδας του Σπλιτ. Ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς ήταν ο πρώτος του προπονητής, που όπως συνήθιζε σε όλες τις ομάδες του, έδειχνε εμπιστοσύνη στα νέα παιδιά. Πόσο μάλλον σε ένα τόσο μεγάλο ταλέντο, όπως ο Ντίνο. Ο Μόκα Σλάβνιτς, πάντως, ήταν αυτός που μίλησε για πρώτη φορά … ανοιχτά για τον Ράτζα: «Θα γίνει ένας απίστευτος παίκτης» σχολίασε και δεν έπεσε έξω. Όπως δεν έπεσε, λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν έλεγε τα ίδια για τον Ντράζεν Πέτροβιτς που τον προπονούσε στο Σίμπενικ.
Μπορεί το 85 να κόβεται από την Εθνική Εφήβων της Γιουγκοσλαβίας, δυο χρόνια αργότερα (στα 20 του) είναι μέλος της εθνικής ανδρών στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Την ώρα που η Ελλάδα θριαμβεύει, οι «πλάβι» που έχουν κάνει μια πλήρη ανανέωση, με τις τολμηρές αποφάσεις του Τσόσιτς, παίρνουν ένα μετάλλιο. Δυο μήνες αργότερα, ο Ράτζα και Κούκοτς πάνε με την Εθνική νέων και σαρώνουν στο Μπόρμιο. Ο Κούκοτς οργιάζει(27π) στον πρώτο αγώνα με τους Αμερικανούς, ο Ντίβατς (21π.) και ο Ράτζα (20π.) κονιορτοποιούν τις ΗΠΑ του Λάρι Μπράουν (και των Γκάρι Πέιτον, Λάρι Τζόνσον, Στέισι Όγκμον) στον τελικό!
Η Γιουγκοπλάστικα παίρνει την σκυτάλη και αφού πρώτα κατακτάει το πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας ξεκινάει την επέλασή της στην Ευρώπη. Δεν ήταν όλα εύκολα. Όταν η διοίκηση της ομάδας επιλέγει τον άγνωστο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς για προπονητή, υπάρχει σφοδρή αντίδραση. Ο Ράτζα σχεδόν προκαλεί ανταρσία, δηλώνοντας: «Δεν είναι δυνατόν να προσλαμβάνονται νέοι προπονητές και να μαθαίνουν να κοουτσάρουν στην πλάτη μας…»
Ο… (φαινομενικά) γαλήνιος Μπόζα δεν δίνει σημασία, προτιμά να «κερδίσει» την εμπιστοσύνη μέσα από τη δουλειά του. Δίνει κίνητρα στους παίκτες του, προσπαθεί να τους κάνει καλύτερους. Εντός Γιουγκοσλαβίας, υπάρχουν δυο τεράστιες αντιπαραθέσεις. Τζόρτζεβιτς εναντίον Πέτροβιτς στα γκαρντ και Ράτζα κόντρα σε Ντίβατς στους σέντερ. Ο Μάλκοβιτς πιάνει μια μέρα τον Ντίνο και του λέει: «Αν θες να γίνεις καλύτερος από τον Ντίβατς, απλά… τρέξε περισσότερο απ’ αυτόν».
Ένα καμπανάκι χτυπάει μέσα στο κεφάλι του. Ο Ράτζα, που δεν έδινε τόσο σημασία στην προπόνηση, αρχίζει και … χτίζει το κορμί του. Το 1990 προσλαμβάνει προσωπικό γυμναστή (Μίρκο Κρουλ) ο οποίος θα μείνει μαζί του δώδεκα χρόνια.
"Η ΓΕΝΙΑ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΝΤΙΠΑΛΟ"
Μέχρι το 1990 έχει κερδίσει τα πάντα. Μόνο το Παγκόσμιο της Αργεντινής του έχει ξεφύγει, καθώς λόγω τραυματισμού έμεινε εκτός αποστολής. Το 1991 ο Ίβκοβιτς τον καλεί ξανά στην Εθνική, η οποία ανακηρύσσεται πρωταθλήτρια Ευρώπης. Είναι η τελευταία φορά που θα δούμε την Εθνική Γιουγκοσλαβίας ενωμένη. Την ομάδα που θα μπορούσε να κοντράρει ακόμη και την ορίτζιναλ ντριμ-τιμ: «Η δική μας η γενιά δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ», σχολίαζε πρόσφατα. Με έπαρση; «Δε νομίζω. Μπήκαμε στο γήπεδο και τα σαρώσαμε όλα. Πήραμε το Ευρωμπάσκετ κερδίζοντας 40 πόντους τους Έλληνες. Στη Ρώμη νικήσαμε με 30 τους Ιταλούς. Γίναμε Παγκόσμιοι Πρωταθλητές, χωρίς εμένα στην Αργεντινή. Η μισή ομάδα ήταν ήδη στο ΝΒΑ. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Όπως και οι τρεις κούπες της Γιουγκοπλάστικα», εξηγούσε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του.
Ο Ράτζα δεν ξεκίνησε να παίζει για τα… λεφτά. Όχι ότι δεν τα σκέφτηκε. «Η οικογένειά μου δεν είχε ποτέ χρήματα. Ανήκε στην εργατική τάξη (σ.σ ο πατέρας του οδηγούσε νταλίκα) και δεν πήγα να παίξω μπάσκετ για να βγάλω χρήματα. Μου έφτανε μια πίτσα και μια κόκα κόλα. Αργότερα όταν νικήσαμε παίκτες που έβγαζαν εκατομμύρια, σκέφτηκα «γιατί όχι κι εγώ». Και … κάπως έτσι, ήρθε το χρήμα στη ζωή μου».
Οι Σέλτικς τον πολιόρκησαν ασφυκτικά το 1989, όταν τον επέλεξαν στο νο 40 του β’ γύρου. Ήδη για το ΝΒΑ βάδιζαν ολοταχώς, Ντίβατς, Πέτροβιτς και Πάσπαλι. Το σίριαλ Ράτζα κράτησε … μήνες, καθώς η υπόθεση έμπλεξε σε δικαστήρια. Η Γιουγκοπλάστικα δεν ήθελε να δώσει τον παίκτη, επικαλούμενη συμβόλαιο μαζί του μέχρι το 1992, ο Μάλκοβιτς ζητούσε επιβολή κανονισμών να μη φεύγουν οι παίκτες μέχρι τα 26 τους και ο Ράτζα, τραβούσε το σκοινί πηγαίνοντας στη Βοστώνη και υπογράφοντας συμβόλαιο ενός έτους.
Οι Σέλτικς υποστήριζαν ότι η Γιουγκοπλάστικα σαν ερασιτεχνικό σωματείο δεν μπορούσε να δεσμεύσει τον παίκτη με συμβόλαιο, ωστόσο οι Πρωταθλητές Ευρώπης, δεν εγκατέλειψαν τη μάχη. Το Δικαστήριο της Μασαχουσέτης απαγόρευσε την συμμετοχή του Ράτζα στο ΝΒΑ και τελικά επήλθε συμβιβασμός. Ο Ντίνο θα επέστρεφε στην Ευρώπη και στο τέλος του 90, θα έπαιρνε το δρόμο για το … ΝΒΑ, με την Γιουγκοπλάστικα να εισπράττει ένα γενναίο ποσό από το κλαμπ της Βοστώνης.
ΒΟΣΤΩΝΗ, ΠΑΡΙΣΙ, ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ
Ο Ράτζα επέστρεψε, πήρε το δεύτερο συνεχόμενο Κύπελλο Πρωταθλητριών με την Γιουγκοπλάστικα στη Σαραγόσα (72-67 την Μπαρτσελόνα στον τελικό) αλλά το καλοκαίρι δεν πήγε στο ΝΒΑ, καθώς βρέθηκε στη Ρώμη. Αν και δήλωνε πιστός στους Σέλτικς, η πρόταση της Μεσατζέρο Ρόμα για συμβόλαιο πέντε ετών έναντι 15-18 εκατομμυρίων δολαρίων δεν ήταν δυνατό να τον αφήσει ασυγκίνητο. Η πενταετία έγινε τριετία, τα 15 εκατομμύρια δεν… μπήκαν ποτέ στο λογαριασμό του, καθώς ο όμιλος Φερούτσι κατέρρευσε.
Ο δρόμος για τη Βοστώνη, ήταν ανοιχτός. Ο Ράτζα έπαιξε τέσσερα χρόνια στη Βοστώνη. Αν το καλοσκεφτεί, μάλλον έκανε λάθος που δεν ... πήγε το 1989, για να προλάβει και τον Λάρι Μπερντ, έστω και στα τελευταία του χρόνια με τους Βοστωνέζους. Ο Κροάτης βρέθηκε στην πρώτη μετά Μπερντ εποχή, πρόλαβε τον τσιφ Ρόμπερτ Πάρις και τον Καναδό Ρίκι Φοξ αλλά βίωσε και ένα σοκ καθώς ο πρώτος σκόρερ της ομάδας και μελλοντικός ηγέτης, Ρέτζι Λιούις, πέθαινε από καρδιακό επεισόδιο!
Στην Βοστώνη ο Ράτζα έμεινε τέσσερα χρόνια, έχοντας 16.7 πόντους και 8.4 ριμπάουντ, αριθμοί ενδεικτικοί της κλάσης του και του τι μπορούσε να κάνει στο ΝΒΑ. Δεν πανηγύρισε κάποιον τίτλο, δεν ήταν οι Σέλτικς πρωταγωνιστές, αλλά στην ιστορία έμεινε σαν ένας από τους καλύτερους Ευρωπαίους που πάτησαν τα αμερικάνικα παρκέ.
Τον Απρίλιο του 96, βρέθηκε στο Παρίσι, για να παρακολουθήσει το φάιναλ-φορ. Ήταν προσκεκλημένος του Παναθηναϊκού, έμεινε στο ξενοδοχείο των “πρασίνων” και ουσιαστικά ... προανήγγειλε τη μεταγραφή του στους “πράσινους” της Αθήνας, λίγο πριν από την κατάκτηση της Ευρωλίγκας, κόντρα στην Μπαρτσελόνα. Η αλήθεια είναι ότι ο Ντίνο ήθελε να μείνει στους Σέλτικς, ωστόσο ο Ρικ Πιτίνο, έχοντας αμφιβολίες αν θα αντέξουν τα γόνατά του, αποφάσισε να τον στείλεισ τη Φιλαντέλφια. Ο Ράτζα δεν πέρασε τα ιατρικά τεστ και βρέθηκε στην Αθήνα.
Η σχέση του με τον Παναθηναϊκό ήταν ταραχώδης. Σχέση λατρείας αλλά και μίσους, καθώς έφτασε στο σημείο να πλακώνεται με τους οπαδούς της ομάδας ενώ είχε και έντονο επεισόδιο με το νεαρό τότε, Δ.Γιαννακόπουλο.
Ήταν όμως πρωταγωνιστής και στους δυο τίτλους που πήραν οι “πράσινοι”, εγκαθιστώντας επί της ουσίας την αυτοκρατορία τους επί ελληνικού εδάφους. Παρότι έχει παίξει πολύ σημαντικά ματς, τελικούς, αγώνες ΝΒΑ, όταν πρόσφατα τον ρώτησαν ποιο είναι το καλύτερο ματς στην καριέρα του, διάλεξε ένα παιχνίδι με τον ΠΑΟ. “Ήταν ο τρίτος τελικός των πλέι-οφ. Παναθηναϊκός-ΠΑΟΚ, στο ΟΑΚΑ. Μετά το ματς πήγα στον Σούμποτιτς και του είπα: “Πάρε την κασέτα του ματς και φτιάξε μια ομ ιλία-σεμινάριο, για το πως παίζει ένας σέντερ καλή άμυνα. Ήμουν ... σε τρομερή κατάσταση. Δεν έβαλα πολλούς πόντους, νομίζω 15-17, τίποτε το ιδιαίτερο. Δεν υπήρχε όμως ούτε ένα σουτ, το οποίο να μην προσπάθησα να το κόψω! Είπα στον Σούμποτιτς να το κρατήσει, γιατί ήταν ο καλύτερος αγώνας της ζωής μου”.
ΠΗΡΑΜΕ ΤΟΝ ΡΑΤΖΑ
Με διάλειμμα ενός χρόνου, ο Ράτζα, γυρίζει ξανά στην Ελλάδα. Ο Σωκράτης Κόκκαλης αποφασισμένος να δώσει χρήμα με ουρά το καλοκαίρι του 2000, ενημερώνει ο ίδιος τους συνεργάτες του για την πρώτη μεταγραφή: “Πήραμε τον Ράτζα” αναφώνησε, ξεσπώντας στο γνωστό γέλιο του. Θρυλείται ότι είπε κάτι ακόμη: “Τον πήραμε γιατί είναι παικταράς, αλλά και επειδή δεν τον ήθελε ο Ιωαννίδης”.
Στα 33 του, ο Ράτζα δίνει ρεσιτάλ και με τον Ολυμπιακό, γράφει ιστορία στη Μαδρίτη καθώς πετυχαίνει το πρώτο καλάθι της σύγχρονης Ευρωλίγκας, αλλά δεν υλοποιεί την προγραμματική του εξαγγελία για επιστροφή των “ερυθρολεύκων” στους τίτλους. Προλαβαίνει και εδώ να κάνει ... μανούρες. Στο ματς με το Περιστέρι, πετάει την πετσέτα του στο πρόσωπο του Πάτρικ Φέμερλινγκ. Έρχεται σε διάσταση με τον Ηλία Ζούρο και ... ευνοεί την άφιξη στο λιμάνι του Λευτέρη Σούμποτιτς. Παίζει με μανία εναντίον του Παναθηναϊκού. Παραμονές ενός τέτοιου ντέρμπι κι ενώ κάνει θεραπεία στους προσαγωγούς του, σηκώνεται πάνω και φωνάζει: “Ρε σεις, τέτοια ματς θέλουν αρχ...”. Κατεβάζει το σορτς και συνεχίζει: “Κι εγώ έχω μεγάλα”! Μπαίνει στο γήπεδο και βάζει σχεδόν 30 πόντους...”.
Μετά τον Ολυμπιακό, θα παίξει άλλα δυο χρόνια (σε Τσιμπόνα και Σπλιτ) και θα σταματήσει σε ηλικία 36 ετών, το 2003.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται ενεργά με τα της κροατικής ομοσπονδίας, μετέχοντας στο συμβούλιο των “ειδικών” μαζί με τον Στόγιαν Βράνκοβιτς και τον Τόνι Κούκοτς. Για μια ακόμη φορά στην καριέρα του, βρέθηκε στη δίνη μιας ... σύγκρουσης, καθώς οι παλαιότεροι τους έκαναν ευθεία επίθεση μετά τις δυο ήττες στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου: “Το ότι το κροατικό μπάσκετ σταμάτησε να βγάζει παίκτες είναι ευθύνη του Στόικο και δική μου; Σας παρακαλώ, αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μου. Δεν είναι δυνατό να επιστρέψουν οι... 70άρηδες”, είπε και πήρε θέση μάχης. Όπως τότε, με την μπάλα στα χέρια και το κεφάλι κάτω. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει σε έφοδο προς το καλάθι, κανείς δεν μπορούσε να τον κόψει, ενώ σηκωνόταν για να σκοράρει με το εντυπωσιακό στυλ...
AP Photo/Charles Krupa