Ο Μπαρτζώκας δεν χρειάζεται γλείψιμο
Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για την ωραία Ελλάδα που αποθεώνει τον Γιώργο Μπαρτζώκα, ξεχνώντας εύκολα, σχόλια, κράξιμο και ισοπέδωση.
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας οδήγησε την Λοκομοτίβ Κουμπάν στο φάιναλ-φορ και την Παρασκευή 13 Μαΐου θα διεκδικήσει την πρόκρισή του στον τελικό στην ρωσική μονομαχία (πρώτη φορά στα χρονικά) με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας.
Θα ακούσετε και θα διαβάσετε πολλά για τον 51χρονο προπονητή, από δω και πέρα. Πόσο καλός κόουτς είναι, τι μπάσκετ του αρέσει και διάφορα άλλα που αίφνης ανακαλύπτονται ότι αποτελούν τεράστια προσόντα του. Το μόνο που δεν χρειάζεται αυτή τη στιγμή ο Μπαρτζώκας είναι το ξεσκόνισμα του ώμου του, το κοινώς λεγόμενο και «γλείψιμο»
Δεν έγινε ξαφνικά σπουδαίος προπονητής. Ήταν και πριν πάει στον Ολυμπιακό, γιατί η δουλειά του σε Ολύμπια Λάρισας, Μαρούσι και Πανιώνιο ήταν και αξιοπρόσεχτη. Όσοι συνεργάστηκαν μαζί του, έχουν να λένε για την αξιοπρέπεια και την σοβαρότητα του χαρακτήρα του. Ένας συγκροτημένος άνθρωπος, με άποψη όχι μόνο για το μπάσκετ. Κι ένας άνθρωπος που λοιδορήθηκε από αυτούς που τώρα τον αποθεώνουν.
Και δεν λοιδορήθηκε γιατί ήταν κακός προπονητής, αλλά επειδή έμοιαζε με τον μίστερ-Μπιν, έκανε γκριμάτσες, δεν έδενε καλά τη γραβάτα του και πολλά άλλα γραφικά, που δεν χρειάζεται να τα θυμίσουμε και να τα απαριθμήσουμε.
Οι αντίπαλοί του το έκαναν εκ συστήματος στον «πόλεμο εντυπώσεων» που συνήθως κυριαρχεί στον ελληνικό αθλητισμό. Οι «δικοί» του, όχι όλοι βέβαια, τον βρήκαν «εύκαιρο».
Ο Μπαρτζώκας δέχθηκε την επίθεση από οπαδούς-«ολυμπιακάρες», αμέσως μετά την ήττα από τον Παναθηναϊκό στο Κύπελλο Ελλάδας, όταν προπηλακίστηκε με ανοίκειες εκφράσεις. Στην Ελλάδα όπου δεν ανέχεται κανείς την ήττα, την ήττα στο ΟΑΚΑ, έπρεπε εκείνο το βράδυ να βρεθεί ο ένοχος. Ο Μπαρτζώκας όπως θα έκανε κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος, πήρε το καπελάκι του και έφυγε από το λιμάνι.
Γύρισε σελίδα στην καριέρα του κλείνοντας βίαια ένα κεφάλαιο σε μια ομάδα της οποίας δεν έκρυψε ότι ήταν οπαδός, κάνοντας ίσως και το πιο βασικό λάθος στην καθοδήγησή της.
Είναι ο κάθε Μπαρτζώκας, που στην Ελλάδα λοιδορείται, στιγματίζεται, γίνεται αντικείμενο χλευασμού στα social media. Την κρεατομηχανή που τα αλέθει όλα χειρότερα και από την τηλεόραση. Θυμηθείτε τα σχόλια και το τι είχε γραφτεί για τον Αργύρη Πεδουλάκη και τα αγγλικά του. Πόσο απαξιώθηκε ο προπονητής του Παναθηναϊκού, τον οποίο … ενάμιση χρόνο μετά η ίδια η ομάδα, τον προσκάλεσε ξανά στις επάλξεις σαν σωτήρα.
Να θυμίσουμε τι λεγόταν το καλοκαίρι για τον Σάσα Τζόρτζεβιτς και που κατέληξε η κοινή γνώμη για τον «Σάλε»; Ή να πάμε λίγο πιο πίσω, στον ανελέητο πόλεμο που είχε δεχθεί ο Παναγιώτης Γιαννάκης, επειδή έκανε το … έγκλημα να δεχθεί την πρόταση του Ολυμπιακού.
Ξαφνικά θεωρήθηκε ακατάλληλος να κοουτσάρει την Εθνική Ομάδα, στο ΟΑΚΑ αφαιρέθηκε η φωτογραφία του με το τρόπαιο του Παρισιού και αίφνης ανακαλύψαμε ότι στον τελικό του 96 «γλίστρησε και έχασε την μπάλα», ενώ μέχρι πρότινος όλοι υποστήριζαν ότι «του είχε γίνει ξεκάθαρο φάουλ». Ο Παναγιώτης, που έγινε «Μπαναότης» από τους ειδήμονες του facebook και του twitter, και των κανονικών ΜΜΕ, άσχετα αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος ξέρει μπάσκετ … όσο όλοι οι υπόλοιποι μαζί.
Αυτή η αρρωστημένη ατμόσφαιρα, είναι λογικό να επηρεάζει και τους ίδιους τους εμπλεκόμενους, ειδικά αν είναι Έλληνες. Οι ξένοι, έχουν και ένα πλεονέκτημα. Δεν διαβάζουν ελληνικά, άρα το κεφάλι τους δεν βομβαρδίζεται και το μυαλό τους «δεν χαλάει» από την εγχώρια γκρίνια, ατέλειωτη μουρμούρα και … ξερολισμό.
Ο Μπαρτζώκας ήταν τελείως διαφορετικός στις αντιδράσεις του, όταν πήγε στον Πειραιά από εκείνον που έφυγε. Και πολύ διαφορετικός είναι στον πάγκο της Λοκομοτίβ. Απαλλαγμένος από την πίεση και το άγχος να μιλήσει στον συνεργάτη του, χωρίς να δεχθεί κριτική από τους ειδικούς.
Στη Ρωσία, άλλωστε, εκτίμησαν περισσότερο τη δουλειά του από το αν «σνιφάρει μαρκαδόρους» όπως τον συνέλαβε να κάνει μια φορά η κάμερα, λες και ποτέ αυτός που το κορόιδευε δεν έχει κάνει την ίδια κίνηση, όχι μία αλλά εκατό φορές.
Στο Κράζνοταρ δεν τον έκραξαν στις ήττες αλλά σήκωσαν πανό που έγραφε στα ελληνικά «ευχαριστώ κόουτς».
Εμείς που με ιδιαίτερη ευκολία αποκαθηλώνουμε προπονητές, παίκτες γράφουμε με ελαφρότητα «έλα μωρέ παίζουν χωρίς σύστημα» ή «δεν πήρε τάιμ-άουτ» ανοίγουμε σαν χάνοι το στόμα, διαπιστώνοντας ότι τελικά ο «μυρωδιάς», ο «άσχετος» και ο «υπερτιμημένος» ενδέχεται να είναι και καλός προπονητής. Να εμπνέει μια ομάδα και τους παίκτες της, τόσο πολύ, που να την οδηγεί στο φάιναλ-φορ της Ευρωλίγκας.
Φυσικά, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να βρούμε το επόμενο θύμα. Να θάψουμε τον … προπονητή των ηττημένων. Και επειδή δεν μας διαβάζει, αυτόν τον Πασκουάλ, έχουμε το ελεύθερο να τον περάσουμε γενεές δεκατέσσερις…