Οι πολλές ζωές του τεράστιου Γιάννη Ιωαννίδη
Πεθαίνουν άνθρωποι σαν τον Γιάννη Ιωαννίδη; Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για τον ξανθό με την τεράστια προσφορά στο ελληνικό μπάσκετ και τις πολλές ζωές που έζησε τόσο έντονα από μικρό παιδάκι...
Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έφτανε η στιγμή που θα έγραφα τη νεκρολογία του Γιάννη Ιωαννίδη. Μου φαινόταν πάντοτε άτρωτος, ανίκητος, ένας άνθρωπος που κοιμόταν ελάχιστα, ποτέ δεν τον άκουσα να λέει "κουράστηκα", τα μάτια του σπίθιζαν, μια αδιάκοπη ενέργεια ξεχείλιζε από μέσα του.
Κι όμως. Η ζωή που τόσο πολύ ο ίδιος μνημόνευε (τα περίφημα αποφθέγματα του, ξεκινούσαν πάντα με την φράση "στη ζωή...") του φέρθηκε με πολύ άδικο τρόπο, στο τέλος. Στην ουσία ο θάνατος του ήταν μια λύτρωση για τον ίδιο και την οικογένεια του, την σύντροφο του Γιούλα που αγάπησε από μικρός και την μονάκριβη κόρη του Θεοδώρα-Ελένη.
Η ασθένεια του τον είχε καταρρακώσει και καθηλώσει μακριά από τη δημοσιότητα, στο σπίτι του στη Βάρη. Αλλά για καθίστε; Πεθαίνουν στ' αλήθεια τέτοιοι άνθρωποι; Αφήστε που ο "ξανθός", εν τέλει, πρόλαβε να ζήσει όχι μία, αλλά πέντε ζωές μαζί.
Ορφάνεψε -από πατέρας- μικρός, ήταν άριστος μαθητής αλλά και ένας αμετανόητος ταραξίας που μόλις έκλεινε τα βιβλία, έβγαινε να παίξει για σπάσει (ή στην καλύτερη περίπτωση, ματώσει) χέρια, πόδια και κεφάλια. Θα μπορούσε να γίνει ένας εξαίρετος επιστήμονας (απόφοιτος της Γεωπονικής σχολής) αν δεν ασχολιόταν με το μπάσκετ.
Από παίκτης, έγινε προπονητής μέσα σε μια νύχτα, πέρασε από τους πάγκους τριών μεγάλων ομάδων (Άρης, Ολυμπιακός, ΑΕΚ) καθοδήγησε την Εθνική Ομάδα σε δυο διαφορετικές εποχές, ενώ όταν εγκατέλειψε τους πάγκους, πέρασε την πόρτα του κοινοβουλίου, έχοντας κερδίσει και τη μάχη των εκλογών. Δεν διανοούταν ποτέ ότι θα χάσει. Ήταν αυτό που μισούσε περισσότερο απ' όλα.
Στην πρώτη του προπόνηση, με τον Άρη, πήγε με πέδιλα και έναν επίδεσμο στο χέρι του, από μια μόλυνση στο δάχτυλο του! Σε δυο-τρεις μήνες είχε πείσει τον Ανέστη Πεταλίδη ότι ο λεπτεπίλεπτος ξανθούλης θα ξεπερνούσε συνομήλικους και μεγαλύτερους στο μπάσκετ κι ας μην είχε πιάσει ποτέ την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του.
Ερωτεύτηκε το μπάσκετ με την πρώτη ματιά. Το άθλημα τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων του χρωστάει πάρα πολλά. Ένα μεγάλο μέρος των επιτυχιών του οφείλονται στη δική του τελειομανία και το πάθος που τον κυρίευε κάθε φορά: Να νικήσει!
Αυτό, που έκανε ο ίδιος σαν παιδί, το ζήτησε αργότερα από τους παίκτες του: "Θέλω να σας δω να πέφτετε κάτω, να σπάζετε χέρια και κεφάλια, αλλά πάνω απ' όλα να νικάτε". Ο τρόπος με τον οποίο παίχθηκε το μπάσκετ στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα και της δικής του φιλοσοφίας. Μη ξεχνάμε ότι ο Ιωαννίδης δημιούργησε δυο δυναστείες, τον Άρη των 80's και τον Ολυμπιακό των 90's, παίρνοντας κάθε φορά την σκυτάλη από τις επιτυχίες της Εθνικής Ομάδας για να τις συνεχίσει σε συλλογικό επίπεδο.
Ναι, δεν αξιώθηκε να κερδίσει ποτέ του το κορυφαίο ευρωπαϊκό Κύπελλο, αν όμως σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι, ο ξανθός και οι ομάδες του έκαναν κορυφαία όσο και συναρπαστικά ταξίδια.
Όταν το 1984 μέσα σε μια εβδομάδα έχασε πρωτάθλημα και Κύπελλο, στο μυαλό του που πάντα δούλευε με χιλιάδες στροφές η μοναδική ιδέα για τη συνύπαρξη Γκάλη και Γιαννάκη, ήταν η διέξοδος προς την αυτοκρατορία. Αυτό το δίδυμο ήταν ο βασικός πυλώνας του Άρη, αλλά όπως αποδείχθηκε και της Εθνικής Ομάδας, αφού και ο εξίσου οραματιστής Κώστας Πολίτης είχε την ίδια αντίληψη.
Για να μεγαλουργήσουν, ωστόσο, με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα οι δυο μύθοι του ελληνικού μπάσκετ, έπρεπε να συνηθίσουν ο ένας τον άλλον κι αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο στο υψηλό επίπεδο του Άρη. Ο Ιωαννίδης κίνησε Θεούς και δαίμονες -όπως κάθε φορά που έβαζε κάτι στο μυαλό του- για να πετύχει τον σκοπό του και παρότι ο Γιαννάκης φαινόταν πιο λογικό να καταλήξει σε Παναθηναϊκό, ή ΑΕΚ με κυβερνητική παρέμβαση από τον ΓΓΑ, Κίμωνα Κουλούρη, ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη.
Πάνω απ' όλα δίκαιος
Ο Ιωαννίδης έκανε τον βίο αβίωτο στους παίκτες του. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να βγάζεις τις ατέλειωτες προετοιμασίες, ή να τον υπομένεις όλο τον χρόνο. Όπως μου είπε όμως κάποτε ο Παναγιώτης Φασούλας όταν πέρασαν τα χρόνια, ήξερες ότι πάνω απ'όλα είχες να κάνει με ένα δίκαιο προπονητή.
Μπορεί να ακροβατούσαν ανάμεσα στην ένταση και στα περίφημα γούρια, ήξερε όμως να ανταποδίδει την πίστη και την υπομονή. Ο ξανθός ήθελε παίκτες-πρωταθλητές. Κι όσοι μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν, έγιναν. Άφησε πίσω του μια μεγάλη παρακαταθήκη αλλά και ένα τεράστιο επίτευγμα. Όπου κι αν πήγε, λατρεύτηκε και αποθεώθηκε από την εξέδρα.
Στον Άρη δεν γινόταν αλλιώς. Ήταν η ίδια του η σάρκα, η ομάδα του. Ο Ολυμπιακός έγινε το δεύτερο σπίτι του, ακόμα και στην ΑΕΚ που δεν έμεινε πολύ, αποθεώθηκε. Είχε παντού πιστούς ακόλουθους και φανατικούς θαυμαστές, που έπιναν νερό στο όνομά του. Η αποχώρηση του από τους "ερυθρόλευκους" προκάλεσε σχεδόν εμφύλιο σπαραγμό στον Ολυμπιακό και ήταν τόσο θορυβώδης που υποδαύλισε ακόμα και την έκδοση μιας αθλητικής εφημερίδας.
Πίσω από τις φωνές και τις εμμονές του
Ο Ιωαννίδης δεν ήταν ένας εύκολος άνθρωπος. Είχε εμμονές, ήταν υπερβολικά προληπτικός, έπρεπε να ξέρεις πρώτα απ' όλα τα χούγια του για να συμβιώσεις ή να συνεργαστείς μαζί του. Απαιτούσε πάντα το καλύτερο δυνατό, σε έφτανε στα άκρα, αλλά περνούσε πάντα το δικό του. Θεωρούσε ότι είχε -σχεδόν- το αλάθητο, έβαζε τις φωνές, τσαντιζόταν.
Αυτός ο δυναμισμός, ο τσαμπουκάς που λάτρευαν να ... μισούν οι αντίπαλοι του, ήταν η μια πλευρά του εαυτού του. Η άλλη ήταν πολύ διαφορετική. Και πάλι ο Ιωαννίδης ήταν, όχι όμως ο εμμονικός με το μπάσκετ, αλλά ένας άνθρωπος που αγαπούσε τις τέχνες - έγινε και σπάνιος συλλέκτης- και είχε ευαισθησίες που κανείς δεν φανταζόταν.
Θα έλεγε κανείς ότι οι φωνές, οι καυγάδες του στα γήπεδα, ήταν κι ένα είδος άμυνας του. Σαν αυτήν που έπαιζαν οι ομάδες του και κανένας αντίπαλος δεν μπορούσε να νικήσει.