Προπονητές με φρέντο καπουτσίνο
Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για το σύνηθες φαινόμενο του καλοκαιριού. Να μη μας αρέσει η επιλογή των παικτών για την Εθνική Ομάδα μπάσκετ. Ούτε το ...'87 είχαμε συμφωνήσει!
Ο καθένας από εμάς κρύβει ένα προπονητή μέσα του, ο οποίος μάλιστα είναι και ο καλύτερος όλων. Κανονικών και μη. Και αυτών, που βγάζουν το ψωμί τους από το επάγγελμα του προπονητή και εκείνων των καφενείων, των εστιατορίων και –φυσικά- των δημοσιογραφικών γραφείων.
Με αυτό το δεδομένο, ο καθένας από μας θεωρεί ότι η … δική του δωδεκάδα εν όψει προολυμπιακού τουρνουά θα ήταν σαφώς καλύτερη από εκείνη που επέλεξε ο Φώτης Κατσικάρης. Ευτυχώς, ή δυστυχώς, όμως, ο αρμόδιος να επιλέξει παραμένει ο εκάστοτε ομοσπονδιακός προπονητής.
Δεν μου προκαλεί καμιά έκπληξη η πλημμυρίδα σχολίων είτε στα κοινωνικά δίκτυα, είτε στον ηλεκτρονικό και γραπτό Τύπο. Αυτοί που δεν κλήθηκαν είναι … σαφώς καλύτεροι από εκείνους που θα παίξουν στο τουρνουά. Δεν υπάρχει περίπτωση να μη μας ξινίσει, να μη μας αρέσει μια επιλογή. Αν έτσι υποτιμούμε αυτούς που θα παίξουν είναι άλλο θέμα. Σημασία έχει να πούμε τη γνώμη μας, να πετάξουμε την παρόλα μας. Σάμπως πληρώνουμε εφορία;
Στα 30χρόνια και κάτι ψιλά, που ασχολούμαι με το επάγγελμα (του δημοσιογράφου, όχι του… κόουτς), δεν έχει περάσει ποτέ και κανένα τουρνουά που να μην υπήρχε κριτική για τις κλήσεις του προπονητή της εθνικής ομάδας. Δεν υπήρξε ποτέ Εθνική Ομάδα, ή μεγάλη διοργάνωση μπάσκετ, που να μη γκρινιάξαμε, στραβουμουτσουνιάσαμε και απορήσαμε από τις επιλογές των εθνικών κόουτς.
Ακόμη και το 1987, καλή ώρα μέρες που είναι και συμπληρώνονται αισίως 29 χρόνια, πριν μπει η ομάδα για το θαύμα του Ευρωμπάσκετ, ο Κώστας Πολίτης είχε ακούσει διάφορα για την τελική επιλογή της δωδεκάδας. Το γνωστό γιατί αυτός και όχι ο άλλος, είναι ένα διαχρονικό ερώτημα-επιχείρημα, που διαπνέει πύρινα άρθρα αλλά και καφενειακές αναλύσεις τη διαδρομή του μπάσκετ (και νομίζω οποιουδήποτε ομαδικού αθλήματος).
Και εμμονές και λάθη
Προφανώς και οι προπονητές κάνουν λάθη, έχουν εμμονές, αδικούν, ευνοούν κλπ, κλπ. Είναι, όμως, αυτοί που … καλώς ή κακώς αποφασίζουν. Κι αυτό ακριβώς είναι που δεν εννοούμε στην όποια κριτική διατυπώνουμε, σε κάθε κλήση. Ότι για να φτάσει σε 12-16 ονόματα, ένας προπονητής (και οι συνεργάτες του) εξετάζει πολλά δεδομένα που εμείς δεν λαμβάνουμε υπόψη ακόμη κι αν του χρειάζεται ένας παίκτης, για ένα τουρνουά.
Το 1992 στη Μούρθια, ο Ευθύμης Κιουμορτζόγλου είχε διαλέξει τον Χρήστο Τσέκο, που έγινε διεθνής, μόνο και μόνο επειδή μπορούσε να σπρώξει τον … Γκιόργκε Μουρεσάν. Ο θηριώδης Ρουμάνος (2.31) πριν πάει στο ΝΒΑ, ήταν ένα «κρυφό» εμπόδιο για την Εθνική και ο Ευθύμης έδωσε τη φανέλα με το εθνόσημο στον «γεροδεμένο» σέντερ του ΠΑΟΚ. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και χωρίς τον Τσέκο η Εθνική θα κέρδιζε τη Ρουμανία του Μουρεσάν, με ή χωρίς τον Χρηστάρα θα έχανε τόσο από τη Γερμανία του Ντέντλεφ Σρεμπφ, όσο και από την Κροατία του μακαρίτη Ντράζεν...
Άλλες φορές μετανιώνουν οι ίδιοι οι προπονητές για τις επιλογές τους και όταν … παραγραφεί το αδίκημα, μαρτυρούν μόνοι τους. Έχει μείνει στην ιστορία μια συνέντευξη του Κώστα Πολίτη στο «Τρίποντο» όταν δήλωνε πως «το μεγάλο μου λάθος ήταν ο Γκάλης». Τι εννοούσε; Ότι περίμενε τον Γκάλη να μπει καθυστερημένα στην προετοιμασία για το προολυμπιακό του 1988, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να πάει η Εθνική χωρίς αυτόν στη διαδικασία πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς της Σεούλ. Φαντάζεστε, όμως, την Εθνική Ομάδα χωρίς τον Γκάλη, ένα χρόνο μετά από τον άθλο του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας; Τώρα μας φαίνεται σχεδόν αδιανόητο (και πράγματι θα ήταν) ωστόσο τότε η συμμετοχή του Νικ στην Εθνική Ομάδα ήταν πράγματι ένα … ατέρμονο καλοκαιρινό σίριαλ.
Πολλές φορές μια λάθος επιλογή την αναδεικνύει μια συγκυρία. Ένας τραυματισμός. Το 2013 στη Λιθουανία το διάστρεμμα του Σπανούλη, ανέδειξε την αστοχία του Τρινκιέρι που είχε διαλέξει δωδεκάδα με τρία γκαρντ και τέταρτο τον Μπράμο, που όταν χρειάστηκε να κατεβάσει την μπάλα, την έχασε ... με την πρώτη.
Βλέποντας πιο μακριά
Άλλες φορές, οι προπονητές με τις επιλογές τους, βλέπουν πιο μακριά. Παίρνουν την ευθύνη να γυρίσουν σελίδα, αναλαμβάνοντας και το ρίσκο. Το 2004 ο Παναγιώτης Γιαννάκης, αποφάσισε να φτιάξει μια ομάδα με βάση τα δικά του «θέλω». Αποφάσισε να βάλει στην άκρη τους τότε τριαντάρηδες (κράτησε στην ομάδα μόνο Παπανικολάου και Αλβέρτη) και άνοιξε την πόρτα για τη νέα γενιά του ελληνικού μπάσκετ.
O «δράκος» έβλεπε λίγο πιο μπροστά από όλους που σχεδόν έσκιζαν τα ιμάτιά τους, αναρωτώμενοι
-
Πως μπορούν να παίξουν στην ίδια ομάδα Διαμαντίδης και Παπαλουκάς
-
Τι … θέση έχει στην Εθνική, ο Σπανούλης (21 ετών τότε) που έπαιζε στο Μαρούσι υπό τις οδηγίες του Γιαννάκη…
Ένα χρόνο αργότερα, ο Γιαννάκης (με ακόμη πιο νεανική ομάδα) οδηγούσε την εθνική ομάδα στην κατάκτηση του δεύτερου χρυσού μεταλλίου, μέσα στο Βελιγράδι.
Κι εδώ ερχόμαστε στο πιο λεπτό σημείο. Όλοι και όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα. Ο Γιαννάκης δικαιώθηκε γιατί η ομάδα πήρε το χρυσό, οπότε ακόμη και αυτοί που έλεγαν το μακρύ τους και το κοντό τους, πριν από τους αγώνες, πριν από την προετοιμασία, σώπασαν.
Δεν είναι παράλογο, πολύ περισσότερο πρωτότυπο, να κριτικάρει κανείς τις επιλογές του Κατσικάρη. Είναι χόμπι να κάνουμε τον ειδικό χωρίς να γνωρίζουμε, χωρίς να βλέπουμε δυο πιθαμές πιο μπροστά, χωρίς καν να κάνουμε τον κόπο να ρωτήσουμε γιατί εκείνος και όχι ο άλλος.
Θα μου πείτε, ακόμη κι αν ο ομοσπονδιακός τεχνικός, αιτιολογήσει αναλυτικά τις κλήσεις του, απαντώντας σε μια προς μια σε απορίες και ερωτήσεις, θα αλλάξουμε γνώμη. Όχι, βέβαια. Εμείς πάντα ξέρουμε καλύτερα. Κι είμαστε και οι καλύτεροι προπονητές. Πιάσε ένα φρέντο σκέτο…