Ντρίγκι, ντρίγκι Βασίλη μου
Ο Βασίλης Γκούμας, μέσω του Γιάννη Λαμπίρη, θυμάται την εποχή που ο Ντέμης Ρούσος μεσουρανούσε και ο ίδιος πετούσε τα δώρα στον Δούναβη
Ο διεθνούς φήμης Έλληνας καλλιτέχνης, Ντέμης Ρούσος, πέρασε στην αιωνιότητα και ο καλός του φίλος Βασίλης Γκούμας, τον θυμάται με τις καλύτερες αναμνήσεις, τις οποίος και ταξινομεί για λογαριασμό τουSport24.
« Πικράθηκα πολύ μόλις το έμαθα, γιατί δεν ήμουν μόνο φίλος του, αλλά και ένας μεγάλος θαυμαστής του. Τεράστιος καλλιτέχνης αλλά και άνθρωπος. Ξέρεις ήμασταν 16άρηδες τότε στον Πανελλήνιο όλοι οι αθλητές και το βραδάκι πηγαίναμε στο «Ρεφρέν» που ήταν το κορυφαίο κεντράκι της εποχής, Κοδριγκτώνος και Πατησίων και εκεί έδινε ρεσιτάλ ο Ντέμης Ρούσος με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Λουκά Σιδερά με το συγκρότημά τους, το Aphrodite's Child.
Πιο μετά πηγαίναμε δίπλα στο καφενείο το «Δίπορτο» που έμενε ανοιχτά συνέχεια, το είχαν δύο αδέλφια Τριπολιτσιώτες από την Αμερική και έφτιαχναν μέχρι και αυγά τηγανητά !
Αργότερα εμφανίζονταν και στοGreenPark, Μαυρομματαίων και Λεωφ.Αλεξάνδρας. Άλλες εποχές» θυμάται ο Βασίλης Γκούμας, που ήταν φαν του συγκροτήματος αλλά και του Ντέμη Ρούσου προσωπικά.
Το 1974 ο εκ των κορυφαίων Ελλήνων μπασκετμπολιστών, έχει δεχτεί την τιμητική πρόσκληση να αγωνιστεί με τη μεικτή κόσμου στη Βραζιλία και εκεί:
« Να σου μπροστά μου πάλι ο Ντέμης. Πάμε στο περίφημο «Μαρακαζίνιο» για να δούμε το γήπεδο και ακούμε απ’ έξω το «Ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου» που τραγουδούσε ο Ντέμης Ρούσος με τη Μαρινέλα. Είχαν περιοδεία και έκαναν τα δοκιμαστικά τους».
Ένα χρόνο (1975) αργότερα η εθνική ομάδα μπάσκετ, ταξιδεύει στο Βελιγράδι για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και καταλύει στο…περίφημο «HotelJugoslavia» στο οποίο δεν υπάρχει αποστολή που να έχει ταξιδέψει από την Ελλάδα και να μην έχει κάνει έστω μια διαμονή εκεί.
Ο Βασίλης Γκούμας, κατεβαίνοντας κάποια στιγμή στο Λόμπι, βλέπει και πάλι μπροστά τον καλό του φίλο: «Βρε Χαρχάλα, τι κάνεις εδώ» του φώναξε αυθόρμητα, όπως τον έλεγε λόγω του εκκεντρικού του ντυσίματος.
«Ήταν τρομερός, αφού φορούσε κάτι άσπρες μπότες, ένα πουκάμισο και κάτι χαϊμαλιά όπως και καφτάνια και σε εντυπωσίαζε. Είχαμε πάθει πλάκα τότε, βλέποντας από πρώτο χέρι πόσο διάσημος ήταν στο εξωτερικό. Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο γινόταν ο χαμός από τον κόσμο.
Δεν μπόρεσε να έρθει στο μπάσκετ να μας δει, αλλά μου είπε: Βασίλη, θα στείλω μια λιμουζίνα με τον οδηγό να σε πάρει και να σε φέρει στη συναυλία μου. Εκείνη τη μέρα είχαμε ρεπό και του είπα εντάξει. Οι συμπαίκτες μου βγήκαν βόλτα και εγώ περίμενα το αυτοκίνητο μέχρι τις 11 το βράδυ που δεν ήρθε ποτέ.
Την επομένη το μεσημέρι, μπαίνω στο δωμάτιό του, και τον βρήκα να χαλαρώνει με ένα ζεστό αφρόλουτρο. Πάω σιγά σιγά από πίσω και του κάνω πατητή και του λέω: για να μην ξεχνιόμαστε.
Ρε Βασίλη, σε ξέχασα βρε φίλε μου, είχα μπλέξει με τη συναυλία αλλά πήγαμε πολύ καλά μου είπε.
Ήταν άνθρωπος έξω καρδιά, ζεστός, ωραίος και άρχοντας και με τρομερό ρεπερτόριο. Θυμάμαι μετά από χρόνια ήμουν σε ένα μεγάλο δισκοπωλείο με πολλούς ορόφους στη Νέα Υόρκη όταν πήγα να ψάξω σε μια πλευρά κάποια γαλλικά τραγούδια. Έπαθα πλάκα όταν είδα μια τεράστια σειρά με δεκάδεςcdτου Ντέμη.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει» καταλήγει ο αμίμητος Βασίλης Γκούμας, που δεν ήταν δυνατόν να μην του ζητήσουμε, να μας θυμίζει και την αξέχαστη «Σερενάτα του Δούναβη» όπως είχε υπογράψει τότε την ιστορία ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος που μαζί με τον Τάκη Ευσταθίου ήταν εκ των τυχερών συναδέλφων που είχαν ζήσει και αυτές τις εποχές από κοντά:
"Μετά από μια ήττα από την Ολλανδία, όπου είχα δώσει εγώ το προβάδισμα με δύο βολές στην εθνική μ ας, αλλά ένας απίθανος Ολλανδός, παρότι του είχα ρίξει και μία (!) έβαλε καλάθι στη λήξη και κέρδισε και φάουλ.
Γενικά οι διαιτητές εκείνα τα χρόνια μας πήγαιναν κόντρα και μου βγήκαν πολλές αναμνήσεις, όπως εκείνο το περίφημο ματς με την ενιαία μεγάλη Γιουγκοσλαβία στους βαλκανικούς του Σαράγεβο όπου κερδίζαμε ένα πόντο και πέτυχα καλάθι παίρνοντας την εσωτερική και δίνοντας ουσιαστικά τη νίκη στην ομάδα μας, αλλά μου το ακύρωσαν δίνοντας επιθετικό !
Εκείνη την εποχή οι διοικούντες πήγαιναν γεμάτοι δώρα που έδιναν σε επίσημους, διαιτητές αλλά και στον πανίσχυρο Στάνκοβιτς και την Ούρσουλα, που έτσι φρόντιζαν και τις ομάδες μας με καλές κληρώσεις στα κύπελλα Ευρώπης, σε εκείνους του ορισμούς κληρώσεων που έκαναν σε εκείνο το παταράκι στο Μόναχο !
Εμένα δεν με ενδιέφεραν αυτά και τσαντισμένος όπου ήμουν ρώτησα τον φροντιστή μας τον αείμνηστο Πάνο Μεταξά, που είναι τα κονιάκ, οι ξηροί καρποί και τα τσολιαδάκια.
Βασίλη εδώ είναι, μου είπε και μου έδειξε ένα σάκο. Τον πήρα και ανέβηκα στην ταράτσα του ξενοδοχείο, αρχίζοντας να χύνω τα κονιάκ στο Δούναβη και να εκσφεντονίζω τους ξηρούς καρπούς και τα τσολιαδάκια.
Όταν ήρθε η ώρα, οι επίσημοι γυρίζοντας προς τον φροντισή μας του είπαν: «ThePresents» είναι η ώρα, αλλά ο σάκος ήταν άδειος και ο Στάνκοβιτς ακόμα περιμένει…
Φυσικά έφαγα μεγάλη καμπάνα» θυμάται γελώντας ο Βασίλης Γκούμας, πραγματικό περιβόλι εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου, ενώ καμπάνα είχε φάει τότε και ο Ραφτόπουλος.
Πρόσφατα στην κοπή της πίτας των προπονητών ο Γκούμας θύμισε: "Το ελληνικό μπάσκετ υπήρχε από το 1949 και απλά εξελίσεται".
Το έκανε καθώς θυμόταν τις δύσκολες εποχές, όπου έπαιζαν κάτω από αντίξοες συνθήκες, σημειώνοντας επιτυχίες σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο, αν και τα παπούτσια όπως λέει: "Τα παίρναμε να τα φορέσουμε λίγο πριν μπούμε να παίξουμε και τα σημάδια στα πόδια μας κρατούσαν μέρες".
Δύσκολες εποχές, αλλά συνάμα αξέχαστες.