OPINIONS

Έτσι, μάλιστα!

Έτσι, μάλιστα!

Ο Γιάννης Ντεντόπουλος αναλύει πώς οι δυο Βασίληδες, ο Χαραλαμπόπουλος και ο Καββαδάς, άρπαξαν τις ουσιαστικές ευκαιρίες που τους έδωσαν οι προπονητές τους και πλέον νομιμοποιούνται να διεκδικούν περισσότερο χρόνο συμμετοχής.

Συμφωνώ απόλυτα με όσους υποστηρίζουν ότι "η πιο υπερτιμημένη αρετή είναι η αντικειμενικότητα". Συμφωνώ επίσης με μια φράση που είχα διαβάσει και περιέγραφε την δουλειά του δημοσιογράφου λέγοντας: "στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν γράφει την αλήθεια, αλλά αυτά που ξέρει".

Στο μυαλό μου είναι ξεκάθαρο ότι τα πάντα στη ζωή, αλλά και στον Αθλητισμό, ξεκινάνε από την οπτική γωνία που τα βλέπει ο καθένας. Δοκιμάστε ένα απλό πείραμα: δέκα άνθρωποι να κοιτάξουν την θέα από το ίδιο ακριβώς παράθυρο. Μετά από λίγο, ρωτήστε τους τί παρατήρησαν και τί τους έκανε εντύπωση. Είμαι βέβαιος ότι θα πάρετε δέκα διαφορετικές απόψεις για την ίδια ακριβώς εικόνα. Ο καθένας περνάει τα ερεθίσματα που δέχεται μέσα από τον δικό του επεξεργαστή που έχει διαμορφωθεί από τα γονίδια και τα βιώματά του.

Υπό αυτή την έννοια, δεν ξέρω αν είναι "απωθημένο" ή από "χαρακτήρα", παραδέχομαι ότι είμαι πολύ ευμενής όταν έρχεται η στιγμή να περιγράφω ή να αποτιμήσω την δουλειά ενός προπονητή. Ίσως επειδή με ενοχλεί να νιώθω ότι είναι το πρώτο και το εύκολο θύμα, ειδικά από τους "προπονητές" της εξέδρας και του πληκτρολογίου. Σε δεύτερο επίπεδο, αν υπάρχει σε εξέλιξη μια φανερή ή υφέρπουσα "αντιδικία" του προπονητή με έναν παίκτη, όποιος κι αν είναι αυτός, ξεκινάω με αφετηρία την πεποίθηση ότι "πιθανότατα ο προπονητής έχει δίκιο". Κάτι σαν το τεκμήριο της αθωότητας: "ο καθένας είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου".

Με δεδομένο ότι για να φτάσει ένας προπονητής να κουτσάρει μια ομάδα υψηλού επιπέδου είναι από δύσκολο έως αδύνατον το έχει καταφέρει με μέσον, δεχόμαστε ότι τουλάχιστον είναι δοκιμασμένος. Ως εκ τούτου στο μυαλό μου ισχύουν τρεις βασικές αρχές.

Η πρώτη είναι ότι "ο χειρότερος προπονητής, ξέρει περισσότερα από τον καλύτερο δημοσιογράφο και μόνο γιατί ζει την ομάδα και τους παίκτες του σε καθημερινή βάση και συνεπώς έχει μεγαλύτερη βάση δεδομένων για να τους κρίνει".

Η δεύτερη είναι ότι "ο προπονητής θέλει να νικάει και ο παίκτης να παίζει". Μη μου πείτε ότι δεν υπάρχουν μουτρωμένοι παίκτες, ακόμη και μετά από μεγάλες νίκες γιατί πίστευαν ότι δικαιούντο μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής ή γιατί κοιτώντας τα στατιστικά τους είναι θυμωμένοι;

Και τρίτο ότι "ο προπονητής, ακριβώς επειδή είναι ένας και έχει να διαχειριστεί περίπου δεκαπέντε άτομα που κρίνουν πρώτα με το "εγώ", δεν πληρώνει μόνο τα -όποια- δικά του λάθη, αλλά και τα (ατομικά) λάθη των παικτών του. Συμβαίνει και το αντίθετο αλλά σε πολύ μικρότερο ποσοστό".

Τις προάλλες συζητάγαμε ότι για να ενταχθεί ένας νεαρός παίκτης στο ενεργό rotation μιας ομάδας επιπέδου Euroleague, όπως ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, έχει να περάσει δυο στάδια: το στάδιο της εκπαίδευσης, όπου ο χρόνος, ο τρόπος και οι συνθήκες χρησιμοποίησης του είναι απόλυτα ελεγχόμενες από τον coach ώστε να υπάρξει η ομαλότερη και επωφελέστερη προσαρμογή στο ανώτερο επίπεδο και το στάδιο της ευκαιρίας, στην διάρκεια του οποίου η μεταχείρισή του (πρέπει να) είναι ίδια με των υπόλοιπων πιο έμπειρων συμπαικτών του, οπότε ο χρόνος συμμετοχής του δεν εξαρτάται μόνο από τον προπονητή, αλλά κι από τον ίδιο. Είναι η περίοδος που καλείται με την απόδοσή του να κάνει το ένα λεπτό, δύο, τα δυο να τα κάνει τρία και πάει λέγοντας.

Την εβδομάδα που τελειώνει, χωρίς TOP-16, αισθάνθηκα ότι δυο παίκτες των "αιωνίων" αξιοποίησαν τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν. Και δεν μιλάω για τρίλεπτα και πεντάλεπτα σε τελειωμένα παιχνίδια. Μιλάω για ενεργή παρουσία σε σημαντικές φάσεις αγώνων που είχαν ακόμη ψωμί. Κατά σύμπτωση πρόκειται για δύο Βασίληδες, οι οποίοι τα κατάφεραν παίζοντας κόντρα στην ΑΕΚ.

Ο ένας ήταν ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, του Παναθηναϊκου, τον οποίο ο Ιβάνοβιτς έστειλε στο παρκέ όταν τίποτα δεν είχε κριθεί, γιατί περίμενε από αυτόν μια ώριμη και ουσιαστική παρουσία. Ο "μικρός" ήταν πειστικότατος. Το ίδιο συνέβη τρεις μέρες αργότερα με τον Βασίλη Καββαδά, ο οποίος πήρε από τον Σφαιρόπουλο δεύτερη συνεχόμενη ευκαιρία, μετά από εκείνη που είχε στο Νόβγκοροντ κόντρα στην Νίζνι, για να σπρώξει τον Παραχούτσκι. Αυτή τη φορά απέναντι στον Μενσά Μπονσού που οργίαζε στην επίθεση. Ο Καββαδάς εξελίχθηκε σε "Χ Factor" μιας αγχώδους νίκης.

Το καλό και με τους δυο είναι ότι έστειλαν στους προπονητές τους ένα θετικό σημάδι, ότι σε αυτή τη φάση είναι ετοιμοπόλεμοι. Ότι μπορούν να τους λύσουν τα χέρια ακόμη και σε δύσκολες καταστάσεις. Ότι είναι έτοιμοι να προσφέρουν πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα περίμεναν από αυτούς μέχρι τώρα. Κι αυτό είναι ένα πολύ καθοριστικό βήμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ