Μασάει η κατσίκα ταραμά;
Με αφορμή την περίπτωση του Λαμάρ Οντομ που θα παίξει με την Λαμποράλ στο ΟΑΚΑ, ο Γιάννης Ντεντόπουλος κάνει μια μίνι αναδρομή και εξηγεί γιατί θεωρεί κατάκτηση των Ευρωπαίων να μην ψαρώνουν πια στα ονόματα που έρχονται από το ΝΒΑ.
Την Παρασκευή, στο παρκέ του ΟΑΚΑ, με την φανέλα της Λαμπράλ Κούτσα, θα εμφανιστεί ένας άλλοτε σούπερ σταρ του ΝΒΑ, ο Λαμάρ Όντομ.
Δημοσιογραφικά και με δεδομένη την προσωπική ιστορία που κουβαλάει, η παρουσία του παρουσιάζει τεράστιο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Μπασκετικά, όχι και τόσο. Και δεν το λέω επειδή ο συγκεκριμένος βρίσκεται σε μια φάση προσωπικής δοκιμασίας και προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια του. Το λέω γιατί έχω την πεποίθηση ότι ακόμη και στα ντουζένια του να ερχόταν, αν δεν ήταν συνειδητοποιημένος και δεν ταίριαζε με τους υπόλοιπους συμπαίκτες του, δύσκολα θα μπορούσε να αλλάξει την μοίρα της ομάδας του Σέρτζιο Σκαριόλο. Όσο γι τις κορώνες του έμπορου- ατζέντη Μίσκο Ραζνιάτοβιτς, που τον πήγε στην Βιτόρια, αυτές τις ακούω βερεσέ.
Το θεωρώ μεγάλη κατάκτηση του Ευρωπαϊκού μπάσκετ, αφού πέρασε πολλές φάσεις και άντλησε τα πλείστα όσα παραδείγματα, να μην ψαρώνει πια, με τα ονόματα που έρχονται από το ΝΒΑ. Για να μην πάω μακριά, θυμίζω την περίπτωση του Τζος Τσίλντρες στον Ολυμπιακό, του Τζόρνταν Φάρμαρ στην Εφές, αλλά κυρίως του Τόνι Ντέλκ στον Παναθηναϊκό. Ακόμη κι αν ανατρέξουμε 18 χρόνια πίσω, τότε που το μπάσκετ ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό, θα θυμηθούμε ότι ο περίφημος Ντομινικ Ουίλκινς, κατάφερε να φανεί πολύτιμος στην πορεία του Παναθηναϊκού για την κατάκτηση του πρώτου ευρωπαϊκού στο Παρίσι, μόλις κατάλαβε πως έπρεπε να παίζει όπως ήθελε ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και όχι όπως προτιμούσε η αφεντιά του. Και πόσο (;) δύσκολο ήταν να πειστούν οι «κολλημένοι» εκείνης της εποχής που κατηγορούσαν τον «Μπόζα» ότι περιόριζε την πληθωρικότητα του «Νικ» παίζοντας αργά, ότι ειδικά τους πρώτους μήνες, ο «human highlight” ήταν ο τελευταίος που έφτανε στην αντίπαλη ρακέτα σε αιφνιδιασμό.
Γι αυτό άλλωστε κι ο Ομπράντοβιτς, μόνο όταν εξαντλούσε τα περιθώρια της ευρωπαϊκής αγοράς και πιεζόταν πολύ, έδινε το ΟΚ να αποκτηθεί παίκτης από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο οποίος δεν είχε πρωθύστερη εμπειρία στην Ευρώπη. Γιατί εδώ το παιχνίδι είναι, καλώς ή κακώς, πολύ διαφορετικό.
Τουλάχιστον, οι σοβαροί προπονητές, ξέρουν ότι δεν παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο τα προσόντα του κάθε παίκτη, όσο η νοοτροπία του και η διάθεση που έχει να τα θέσει στην υπηρεσία της ομάδας. Επίσης η προσαρμοστικότητά του να αναπτύξει την ικανότητά του να διαβάζει την κατάσταση και στην άμυνα και στην επίθεση. Εν τέλει, πιο σημαντικό ατού μιας ομάδας που θέλει να κάνει κάτι σημαντικό και να μην αποτελεί απλά μια ατραξιόν, είναι να έχει ομοιογένεια καλή χημεία και όχι να παρουσιάζει απλά ένα συνονθύλευμα ταλαντούχων παικτών.
Φαντάζομαι ότι αυτό ήταν και το βασικό κριτήριο που χρησιμοποίησε ο προπονητής του Ολυμπιακού, Γιώργος Μπαρτζώκας για να «κόψει» τον Τζαμάριο Μουν. Ένας παίκτης που έδειξε φοβερά επιθετικά προσόντα, ο οποίος εντυπωσίασε στα λίγα παιχνίδια που έπαιξε στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά ήταν απογοητευτικός στο ντεμπούτο του στην Euroleague, μέσα στην Πόλη και κόντρα στην Φενέρ. Εννοείται πως ήταν μια ενσυνείδητη απόφαση η οποία ξεφεύγει από την επιφανειακή προσέγγιση ενός απλού εντυπωσιασμένου φιλάθλου. Και σαφώς εξυπηρετεί μία συγκεκριμένη λογική: να βασιστεί στον Μπρεντ Πέτγουεϊ, ο οποίος, αν και πρωτάρης στο κορυφαίο επίπεδο, συμπεριφέρεται, από την προπόνηση μέχρι το ματς, σαν Ευρωπαίος. Στον Πέτγουεϊ ο οποίος ήταν πολύτιμο μέλος της ομάδας στο εντυπωσιακό της ξεκίνημα με το αήττητο 23-0. Στον Πέτγουεϊ, ο οποίος από την στιγμή που είναι υγιής δεν θέλει χρόνο προσαρμογής. Ο Μουν ήθελε, γεγονός που μαρτυρούσε η εν γένει συμπεριφορά του από την προπόνηση μέχρι το παρκέ. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα δεν υπάρχουν περιθώρια κανείς να περιμένει κανέναν. Έχω την αίσθηση ότι αν ο Σερμαντίνι δεν αποτελούσε μέλος της περσινής ομάδας και συνεπώς θέλει λιγότερο χρόνο για να αντιληφθεί τις απαιτήσεις, ούτε ο Μπέγκιτς θα άλλαζε. Κι ας μιλάμε για δυο σέντερ με τελείως διαφορετικό αγωνιστικό προφίλ.
Τόσες και τόσες φορές αυτό που έκρυβε τις περισσότερες παγίδες και προκαλούσε τις μεγαλύτερες παρεξηγήσεις ήταν το προφανές. Όμως άλλο το προφανές για τον φίλαθλο και άλλο για τον προπονητή.