Με σήμα τον… Τελέτοβιτς
Ο Γιάννης Ντεντόπουλος αναλύει την τεράστια αλλαγή δεδομένων που φέρνει ο Ιβάνοβιτς στο αγωνιστικό προφίλ του Παναθηναϊκού και αναζητάει τα κρίσιμα σημεία της. Από το ''σκεπτόμενο μπάσκετ'' στο ''μπάσκετ ρυθμού''. Διαμαντίδης και Φώτσης οι ρυθμιστές.
Μέχρι να φέρει τα πρώτα του αποτελέσματα ο μεταγραφικός μηχανισμός του Παναθηναϊκού, έχουμε την άνεση να συνεχίσουμε την συζήτηση που ξεκινήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα σχετικά με τον Ντούσκο Ιβάνοβιτς. Άλλωστε, μέχρι νεωτέρας, αυτός θα είναι το ''…καινούργιο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω''.
Σε πρώτη φάση αναλύσαμε την σημασία που είχε η ''στρατηγική επιλογή του'' και γιατί ο πολύπειρος Βόσνιος προπονητής θεωρητικά ''είναι η βασική επένδυση'' του Δημήτρη Γιαννακόπουλου.
Σε δεύτερη, ας περάσουμε στο αγωνιστικό σκέλος και ας προετοιμαστούμε γι αυτά που περιμένουμε σε αγωνιστικό επίπεδο, με βάση αυτά που ξέρουμε από την μακρά θητεία του, κυρίως, στο ισπανικό πρωτάθλημα.
Κατ’ αρχάς είναι ξεκάθαρο ότι η προπονητική του φιλοσοφία, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή που είχε συνηθίσει να πορεύεται τα τελευταία 15 χρόνια ο Παναθηναϊκός, είτε υπό τις οδηγίες του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, είτε του Αργύρη Πεδουλάκη και τελευταία του Φραγκίσκου Αλβέρτη. Ο ''Ζοτς'' έθεσε τις βάσεις και δούλεψε πάνω σε ένα στυλ παιχνιδιού, το οποίο έχουμε ταξινομήσει στο μυαλό μας -έστω και καθ’ υπερβολή- ως ''σκεπτόμενο μπάσκετ'', με την έννοια ότι βασίζεται σχεδόν με εμμονή, στον έλεγχο του τέμπο και το διάβασμα των mismatch.
Ο Ιβάνοβιτς, χρόνια τώρα προτιμάει το παιχνίδι ρυθμού, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι πλέον αυτό που έχει αρχίσει να επικρατεί ως τάση τα τελευταία χρόνια , βασίζεται στην ταχύτητα και τα αθλητικά προσόντα και το παρουσίασαν σε υψηλό επίπεδο η Μπαρτσελόνα του Πασκουάλ, η Ρεαλ Μ. του Λάσο, ο Ολυμπιακός του Μπαρτζώκα, η Μακάμπι του Μπλατ, η Βαλένθια του Περάσοβιτς.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Βόσνιος, ξεχωρίζει τα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε παίκτη, τα εμπιστεύεται, τα εξασκεί και τα βελτιώνει και του δίνει την ελευθερία να τα χρησιμοποιήσει ακόμη κι αν χρειαστεί να σπάσει το πρωτόκολλο του παιχνιδιού.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η αγωνιστική συμπεριφορά ενός χαρισματικού ψηλού σουτέρ της Λαμποράλ, του Μίρζα Τελέτοβιτς. Ο νυν άσος των Νετς, μας φαινόταν ότι σούταρε για τρίποντο όποτε και απ’ όπου του κάπνιζε: μετά την πρώτη πάσα, λίγο μετά τη σέντρα , κρύος…. Παρ’ όλα αυτά, αυτή ήταν μια… λογική η οποία ενθαρρυνόταν από τον ίδιο τον προπονητή και δεν προκαλούσε καμία αναστάτωση ή εκνευρισμό στην υπόλοιπη ομάδα. Και φυσικά γέμιζε με αυτοπεποίθηση τον ίδιο τον παίκτη.
Ένα δεύτερο παράδειγμα, ήταν ο Φερνάντο Σαν Εμετέριο. Λένε ότι ο Ιβάνοβιτς είχε υποδείξει την αποδέσμευσή του, γιατί μετά την πρώτη του χρονιά στην Βιτόρια, ο παίκτης δεν είχε δικαιώσει τις προσδοκίες. Για κάποιο λόγο, τελικά ο Σαν Εμετέριο έμεινε στην ομάδα και όχι απλά έγινε απαραίτητος, αλλά αναδείχθηκε MVP της σεζόν 2010-11, φτάνοντας μέχρι και την εθνική ομάδα. Πλέον είναι ο αρχηγός της.
Επίσης, ο Ιβάνοβιτς δεν φοβάται να δουλεύει με νεαρούς παίκτες και δεν στέκεται σε ονόματα. Επίσης έχει συνηθίσει να προσθέτει καινούργιους παίκτες και να τους εντάσσει γρήγορα στο πλάνο του. Δεν το φοβάται ούτε νιώθει ανασφάλεια σε τέτοιες συνθήκες. Αν ρίξουμε μια ματιά στα ρόστερ που έχει διαχειριστεί θα δούμε ότι είναι συνήθως πολυάριθμα. Επίσης, σε αυτόν πιστώνεται η επιλογή και η ανάδειξη άσημων παικτών όπως ο Ερτελ και ο Κοσέρ.
Εννοείται, πως όλη αυτή η λογική έχει τα θετικά , έχει και τα αρνητικά της.
Για παράδειγμα, ο Παναθηναϊκός επί Πεδουλάκη, που το ρόστερ δεν ήταν τόσο πολυτελές όπως ήταν επί Ομπράντοβιτς, ήταν σχεδόν απίθανο να υποστεί βαριές ήττες για τον απλούστατο λόγο ότι το παιχνίδι ήταν υπό απόλυτο έλεγχο. Παράλληλα όμως, με αυτή τη λογική όμως αποκτούσε αυτόματα κι ένα ταβάνι προς τα πάνω: δηλαδή θα ήταν σπάνιο να πετύχει μια μεγάλη εκτός έδρας νίκη.
Έχω την αίσθηση ότι επί Ιβάνοβιτς, θα πρέπει οι φίλοι του Παναθηναϊκού να είναι προετοιμασμένοι και για το ένα (βαριές ήττες) και για το άλλο (μεγάλες νίκες).
Τέλος, υπάρχει ακόμη, ένα μεγάλο ερωτηματικό: Πόσο γρήγορα θα προσαρμοστούν και θα ακολουθήσουν σε αυτό το νέο μονοπάτι, οι δυο παλιοσειρές. Ο Διαμαντίδης και ο Φώτσης, οι οποίοι έχουν συνηθίσει τόσα χρόνια σε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης τόσο της προπόνησης, όσο και του παιχνιδιού. Μάλιστα, δεν σας κρύβω, ότι για μένα, ίσως αυτό να είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της δουλειάς του νέου προπονητή του Παναθηναϊκού.
ΥΓ1: Με αφορμή την απόφαση του Κάρλον Μπράουν να προτιμήσει την μετακίνησή του στην Μπάμπεργκ με γνώμονα, ξεκάθαρα, το χρόνο συμμετοχής του στην ομάδα, θεωρώ ότι ο Ολυμπιακός βγήκε κερδισμένος. Σκεφτείτε να συμφωνούσαν σε όλα και αυτή του την απαίτηση ο Μπράουν να την εξέφραζε ενώ ήταν μέσα στην ομάδα και είχε δίπλα του παίκτες όπως ο Σπανούλης, ο Σλούκας, ο Μάντζαρης ή ο Λαφαγιέτ; Υπό αυτή την έννοια ήταν μια τίμια εξήγηση που απάλλαξε τον Ολυμπιακό από περιπέτειες. Ο Μπράουν και ο κάθε Μπράουν έχει το απόλυτο δικαίωμα να αποφασίζει για την καριέρα του με οποιδήποτε κριτήριο θέλει αυτός.
Είναι ξεκάθαρο και όποιος δεν το καταλαβαίνει ματαιοπονεί, πως το να παίξεις στο επίπεδο της Euroleague, δεν είναι τόσο θέμα ταλέντου ή προσόντων αλλά κυρίως μυαλού. Σε αυτό το επίπεδο, πρέπει να είσαι πνευματικά έτοιμος να δώσεις το maximum μέσα σε μικρό χρόνο. Κι αυτό ο Μπράουν δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν το άντεχε. Το πιο δύσκολο δεν είναι να νικήσεις τον αντίπαλό σου αλλά να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των συμπαικτών σου και τον χρόνο σου , μέσω του εσωτερικού ανταγωνισμού, αν μιλάμε για ομάδες που θέλουν να πρωταγωνιστήσουν και όχι απλά να έχουν μια παρουσία. Αυτή ήταν είναι και θα είναι η μεγαλύτερη διαφορά του Λο από τους περισσότερους Αμερικανούς που κάνουν καριέρα στην Ευρώπη. Πολλές φορές είναι αβάσταχτο το βάσανο να συντονίσεις την μοναδική έγνοια του προπονητή να νικήσει η ομάδα με την ατιθάσευτη επιθυμία του παίκτη να παίζει (όσο πιο πολύ γίνεται).