Ο φόβος και το όνειρο
Ο Γιάννης Ντεντόπουλος αφήνει στηνάκρη τα αγωνιστικά δεδομένα, κάνει βουτιά στο υποσυνείδητο της παρέας του final four της Μαδρίτης και προσδιορίζει, με ψυχολογικούς όρους, το μεγάλο πλεονέκτημα που έχουν Ολυμπιακός και Φενέρμπαχτσε απέναντι στα φαβορί.
Μάθαμε λοιπόν τα ζευγάρια των ημιτελικών και αρχίσαμε να μετράμε αντίστροφα, μέχρι να φτάσουμε στο μεγάλο ραντεβού της Μαδρίτης. Δεν χρειάζεται καν δεύτερη ματιά για συνειδητοποιήσει κανείς ότι τελικά μας προέκυψε ένα final four γεμάτο ίντριγκες, στοιχήματα και ερωτηματικά.
Εκ των προτέρων, υπάρχουν δυο τρόποι να το προσεγγίσει κανείς. Ο εξής ένας: έχει αποδειχθεί στο διηνεκές, ότι το πιο σημαντικό σε όλη αυτή την διαδικασία, δεν είναι το τί έχει να κερδίσει κανείς αλλά το τι έχει να χάσει…
Εμμέσως πλην σαφώς το προσέγγισε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ένας από τους τόσους Έλληνες που θα δώσουν το παρών, ο άμεσος συνεργάτης του Δημήτρη Ιτούδη στον πάγκο της ΤΣΣΚΑ, ο Ανδρέας Πιστιόλης, ο οποίος έχει εμπειρία γιατί στο παρελθόν έχει βρεθεί στην πλευρά των νικητών ως μέλος του προπονητικού επιτελείου του Παναθηναϊκού, επί Ομπράντοβιτς: "Η διαφορά που προσπαθούμε να περάσουμε φέτος στην ομάδα είναι ότι στο μυαλό μας δεν πρέπει να είναι ο φόβος της ήττας , ο οποίος φάνηκε να επικρατεί την προηγούμενα χρόνια, αλλά η επιθυμία της νίκης". Υπάρχει άραγε πιο καθηλωτικό και παραμορφωτικό αίσθημα από τον φόβο, ειδικά όταν αυτός περιπλανιέται στο ασυνείδητο; Ο Πλάτων τον είχε περιγράψει ως "την ψυχική ταραχή που προκαλείται από την αναμονή του κακού".
Κάπως έτσι αποτυπώνεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, η βεβαιότητα ότι η το αγωνιστικό κομμάτι είναι μόνο ένα μικρό μέρος ενός όγκου δουλειάς που οφείλει να κάνει μια ομάδα για να ισχυριστεί ότι πήγε επαρκώς προετοιμασμένη να δώσει το καλύτερο που μπορεί.
Κι αν εξετάσουμε τί έχει να χάσει η καθεμία από τις τέσσερις ομάδες που θα βρεθούν στη Μαδρίτη, αυτόματα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο ο Ολυμπιακός και η Φενέρμπαχτσε έχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι των (πρώτων) αντιπάλων τους, δηλαδή την ΤΣΣΚΑ και την Ρεάλ Μαδρίτης.
Σκεφτείτε πόσο μεγάλη πίεση οφείλει να αντέξει η η Ρεαλ Μ., μετά από δυο σερί χαμένους τελικούς στο Λονδίνο και το Μιλάνο, στους οποίους εμφανίστηκε ως το φαβορί και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Και πόσο πιο έντονη γίνεται με δεδομένο ότι αυτή τη φορά παίζει στην έδρα της. Πόσο ζόρικα είναι τα πράγματα για τον Πάμπλο Λάσο, την στιγμή που απέναντί του θα βρεθεί μια ομάδα πρωτάρα, αλλά με προπονητή τον πολυνίκη Ομπράντοβιτς, ο οποίος είχε οδηγήσει την «βασίλισσα» στο πρώτο και τελευταίο τρόπαιό της τα χρόνια των final four,ακριβώς πριν μια εικοσαετία (1995, Σαραγόσα κόντρα στον Ολυμπιακό).
Αντίθετα, η Φενέρ, απαλλάχθηκε από το μεγάλο βάρος να φτάσει επιτέλους σε ένα final four, μετά από τόσες αποτυχίες και τόσο μεγάλη σπατάλη. Μου θυμίζει την απελευθέρωση που ένιωσε η Εθνική Ελλάδας στο Eurobasket του 2005 όταν κατάφερε να ξεπεράσει το ψυχολογικό φράγμα του προημιτελικού, στο οποίο σκόνταψε τόσες και τόσες φορές πριν.
Αναλογιστείτε πόσο μεγάλη ευθύνη έχει αναλάβει ο Δημήτρης Ιτούδης, να διαχειριστεί την επένδυση των 42 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία εμπλουτίστηκε στην πορεία με έναν σταρ- ρολίστα πολυτελείας όπως ο Αντρέι Κιριλένκο, που βίωσε στο πετσί του την ταπείνωση της Κωνσταντινούπολης και διψάει για εξιλέωση. Στην πρώτη του απόπειρα ως πρώτος προπονητής θα επιχειρήσει να πετύχει ό,τι δεν κατάφεραν, με ανάλογες προϋποθέσεις ο Γιόνας Καζλάουσκας και δις ο πολύς Ετόρε Μεσίνα.
Αντίθετα ο Ολυμπιακός μπορεί να νιώθει ήδη πετυχημένος από την στιγμή που ολοκλήρωσε μια ακόμη εξαιρετική πορεία αποκλείοντας με μειονέκτημα έδρας την Μπαρτσελόνα. Κακά τα ψέματα, ξεπερνάει κάθε προσδοκία και μόνο η πιθανότητα να κατακτήσει την τρίτη κούπα του μέσα σε τέσσερις σεζόν και μάλιστα ξεκινώντας σε όλες από την θέση του αουτσάιντερ και με το μικρότερο μπάτζετ απ’ όλους, όπως συνέβη στην Πόλη και το Λονδίνο.