Ο ορός της αλήθειας
Ο Γιάννης Ντεντόπουλος αναλύει «τί περίπτωση ήταν τελικάο φετινός Παναθηναϊκός της Ευρώπης;» και επικαλείται μια πορεία που "μιλάει"από μόνη της.
"Με μια βαριά ήττα στη Μόσχα, ο Εξάστερος Παναθηναϊκός αποχαιρέτησε την φετινή Euroleague". Αυτή είναι η είδηση, όπως θα μπορούσε να αποτυπωθεί ψυχρά από τα site και τις εφημερίδες, χωρίς κριτική, ανάλυση και σχολιασμό.
Από εκεί και πέρα, η συζήτηση που μπορεί να ξεκινήσει εξαρτάται σε ποια λέξη θα διαβάσει κανείς πιο δυνατά: το «βαριά», το «αποχαιρέτησε»; Και το λέω γιατί ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι η γλώσσα είναι ίσως η μόνη που χρειάζεται μετάφραση από «τα ελληνικά, στα… ελληνικά». Ο χρωματισμός της φωνής αρκεί για να αλλάξει όλο το νόημα.
Υπάρχουν φίλοι του Παναθηναϊκού, που χθες το βράδυ, μόλις τελείωσε το παιχνίδι της Μόσχας, ήταν θυμωμένοι μόνο για το «αποχαιρέτησε». Το αποτέλεσμα πάνω απ’ όλα. Προφανώς θα προτιμούσαν η ομάδα τους να μην είχε λάβει καθόλου μέρος στην διοργάνωση, αν δεν ήταν βέβαιο ότι θα κατακτήσει το τρόπαιο. Η περίπτωση, την δεδομένη χρονική περίοδο, να υπάρχουν αντίπαλοι καλύτεροι, ή πιο ικανοί, είτε γιατί έχουν επενδύσει περισσότερα, είτε γιατί αξιοποίησαν καλύτερα τις δυνάμεις τους, δεν χωράει καν στο μυαλό τους.
Υπάρχουν φίλοι του Παναθηναϊκού, που χθες το βράδυ, μόλις τελείωσε το παιχνίδι της Μόσχας, ήταν θυμωμένοι μόνο για το «βαριά». Ο τρόπος σίγουρα παίζει ρόλο. Προφανώς θα προτιμούσαν να είχε χαθεί το τέταρτο παιχνίδι γιατί τότε θα τους έμενε η παρηγοριά ότι η ομάδα τους …έπεσε όρθια και ηρωικά μαχόμενη. Κάποια στιγμή, θα έριχναν κι έναν καντήλι στους διαιτητές και έτσι το κεφάλαιο θα έκλεινε ανώδυνα, μέχρι να περάσει λίγο ο καιρός και να ξεκινήσει το «πανηγύρι των ζουρλών» στους τελικούς των ελληνικών πλέι οφ. Εκεί άλλωστε τα κουκιά του ανταγωνισμού είναι μετρημένα.
Τα στοιχεία μιλούν
Υπάρχουν κι εκείνοι (η πλειοψηφία ελπίζουμε) που διαβάζουν την κατάσταση με ηρεμία και επίγνωση. Αυτοί δηλαδή που έχουν συνειδητοποιήσει ότι η ομάδα τους, έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, από το πρώτο παιχνίδι της χρονιάς, μέχρι το τελευταίο και τελικά πήρε αυτό που της άξιζε, με τα πάνω και τα κάτω της. Για να μην πω περισσότερα από όσα άξιζε, ειδικά από την στιγμή που έσυρε την ΤΣΣΚΑ σε πέμπτο παιχνίδι.
Μην ξεχνάμε ότι, από την πρώτη φάση μέχρι το ΤΟΡ 16, οι «πράσινοι» προκρίθηκαν περνώντας οριακά τον πήχη, δηλαδή ως τέταρτοι από τον εκάστοτε όμιλό τους. Στην διαδρομή αυτή δεν πέτυχαν καμία πραγματικά μεγάλη (κρίνοντας από το όνομα και την ποιότητα αντιπάλου) εκτός έδρας νίκη, που θα άφηνε υποσχέσεις. Συναντήθηκε με την Μακάμπι και την Μπαρτσελόνα, δηλαδή ομάδες που προκρίθηκαν στο φάιναλ φορ, και δεν τις νίκησε ούτε μία φορά. Εν τέλει αποχαιρέτησαν την διοργάνωση με απολογισμό 14 νίκες και 15 ήττες. Αρκούσε άραγε, μόνο το βάρος της φανέλας και ο σεβασμός (ου μην και φόβος) που εμπνέουν στον αντίπαλο, για να περιμένουν κάτι παραπάνω;
Ακόμη κι αν θελήσουμε να κρίνουμε αυτήν την πορεία με γνώμονα την προγραμματική δήλωση του προέδρου, Δημήτρη Γιαννακόπουλου, ο οποίος στο ξεκίνημα της σεζόν ανέβασε το μπάτζετ σε σχέση με πέρυσι (αλλά όχι σε σχέση με τις ομάδες του Παναθηναϊκού μέχρι την τελευταία σεζόν του Ομράντοβιτς) και έθεσε ως στόχο το 7ο αστέρι, στο φινάλε θα πρέπει να σεβαστούμε την εύλογη απόσταση που χωρίζει την «θεωρία» από την «πράξη», ειδικά σε αυτό το επίπεδο του ανταγωνισμού.
Εκτός κι αν μείνουμε στα παιδιαρίσματα του στυλ «αφού τα κατάφερε πέρυσι και πρόπερσι ο Ολυμπιακός…». Συγνώμη, αλλά δεν γίνεται κάθε χρόνο (ως ελληνικό μπάσκετ εννοώ) να τους κοροϊδεύουμε όλους και να καταρρίπτουμε τους νόμους της λογικής. «Καλόμαθε η γριά στα σύκα» όπως εύστοχα είχε επισημάνει ο τότε αρχηγός και νυν προπονητής, Φραγκίσκος Αλβέρτης όταν τον ρώτησαν αν η ομάδα του 2007-08, επειδή είχε ενισχυθεί σημαντικά, θα μπορούσε να πετύχει δεύτερο συνεχόμενο triplecrown.
Πράσινη I.D
Τι περίπτωση ήταν, λοιπόν, ο φετινός Παναθηναϊκός; Ήταν μια πολύ σκληρή και μαχητική ομάδα, που διατήρησε τον περσινό κορμό, με ηγέτη και πάλι τον Δημήτρη Διαμαντίδη, με περισσότερα έμπειρα στελέχη από πέρυσι, που βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην εκπληκτική άμυνά της και στην δύναμη της έδρας. Αν εξαιρέσουμε το στραπάτσο από την Λαμποράλ, που πλήρωσε (προφανώς όμως γι άλλους λόγους) ο Αργύρης Πεδουλάκης, τα παιχνίδια μέσα στο ΟΑΚΑ την βοηθούσαν, σε μεγάλο βαθμό, να δείχνει τον χαρακτήρα της, να ισορροπεί και να ξεπερνάει τις όποιες αναταράξεις.
Ήταν όμως και μια ομάδα με περιορισμένο επιθετικό ρεπερτόριο και ιδέες, που βασίστηκε σε παίκτες που έχουν πια μεγαλώσει (Μπατίστ, Φώτσης, Διαμαντίδης, Κάρι, Λάσμε) ή έχουν ταλαιπωρηθεί (Ούκιτς) και μοιραία δεν έχουν την σπιρτάδα και τις αντοχές του παρελθόντος. Πόσω μάλλον για πέντε ματς σε 11 μέρες με έναν ανώτερο αντίπαλο. Μια ομάδα που βασίστηκε στην «αντίδραση» και όχι στην «δράση» με στόχο να κατεβάζει τον αντίπαλο στον δικό της αργό ρυθμό, για να τον νικήσει. Δεν είχε ψηλό να παίζει με πλάτη στο καλάθι, ούτε πλέι μέικερ που θα μπορούσε να απαλλάξει τον Διαμαντίδη, από το μαρτύριο να παίζει 35 λεπτά στα περισσότερα παιχνίδια. Με αργά πόδια στην περιφέρεια γι αυτό και αναγκαζόταν να παίζει κλειστή άμυνα, αντί να ανοιχτεί στο γήπεδο και να πιέσει την μπάλα. Με δυο νεοαποκτηθέντες Έλληνες διεθνείς (Παππά, Γιάνκοβιτς), οι οποίοι δεν έπεισαν τους δυο προπονητές, ότι ήταν έτοιμοι για τα στάνταρ της Euroleague ώστε να ποντάρουν πάνω τους.
Με λίγα λόγια: μια πολύ καλή και σοβαρή ομάδα, που δεν κατάφερε στην πορεία της σεζόν να γίνει σπουδαία, γιατί μέχρι εκεί την πήγε το υλικό σε συνδυασμό με το στυλ του παιχνιδιού της.
Αγάπη
Από εκεί και πέρα, ο Παναθηναϊκός είναι ένα τεράστιο κλαμπ στην Ευρώπη, το πιο πετυχημένο την τελευταία 20ετία με βάση τα τρόπαια, κι αυτό δεν αλλάζει. Όπως δεν πρόκειται να του τα πάρει κανείς πίσω όλα όσα έχει κατακτήσει ως τώρα, έτσι δεν πρόκειται και να του χαρίσει όσα θέλει να κατακτήσει από εδώ και πέρα. Απλά, είναι υποχρέωσή του να συνειδητοποιήσει ότι από την στιγμή που πλέον δεν έχει την πολυτέλεια να ξοδεύει για να έχει όποιον …αγαπά, μόνος τρόπος για να προχωρήσει, είναι να αγαπά αυτόν που έχει.
ΥΓ: Κατέληξα, γιατί ακόμη κι αυτός ο γνωστός και μη εξαιρετέος Μίλος Τεόντοσιτς, άλλαξε επίπεδο στην ΤΣΣΚΑ με την επιστροφή του: Γιατί όταν είχε την μπάλα και …έκανε τον πλέι μέικερ, αποφάσιζε αν θα πασάρει ή θα σουτάρει μετά από jump stop και όχι εν κινήσει ή στον αέρα, όπως κάνουν τις περισσότερες φορές οι Αμερικανοί στυλ Τζάκσον και κυρίως Πάργκο. Γι αυτούς που υποστηρίζουν ότι είναι παιχνιδάκι να βρεις Αμερικανό πλει μέικερ γι' αυτό το επίπεδο, θυμίζω ότι ο τελευταίος παίρνει 2 εκατομμύρια για να κάθεται στον πάγκο στο πιο κρίσιμο ματς, επειδή δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.