Ούτε ικανό, ούτε αναγκαίο
Ο Γιάννης Ντεντόπουλος κηρύσσει το τέλος της προετοιμασίαςτων ομάδων της Euroleague και την έναρξη της καθεαυτούδιοργάνωσης, εντοπίζοντας τις «πληγές» που έχουν να επουλώσουν Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός στον δρόμο για τηνΜαδρίτη.
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή νιώθω ότι ολοκληρώνεται η περίοδος προετοιμασίας των ομάδων της Euroleague και όχι η πρώτη φάση της. Ουσιαστικά, θεωρώ ότι με το ΤΟΡ16 ξεκινάει το διαγωνιστικό μέρος της διοργάνωσης, με την έννοια ότι, πλέον, κάθε αποτέλεσμα έχει ξεχωριστή βαρύτητα. Κι ενώ μέχρι τώρα στις ομάδες δεν έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη αν τερμάτιζαν στην 1 ή στην 3, στην 2 ή στην 4 θέση, αφού και οι δυο στον ίδιο όμιλο τοποθετούνται, ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί στο τέλος του μαραθωνίου των 14 αγωνιστικών που έχουμε μπροστά μας.
Το πλεονέκτημα έδρας που θα απονεμηθεί μέσα από αυτή την διαδικασία αποτελεί σημαντική υποθήκη πρόκρισης για το final four, αλλά όχι εχέγγυο κατάκτησής του. Για να φρεσκάρουμε και λίγο τα μαθηματικά μας, αυτό το πλεονέκτημα δεν είναι «(ούτε) ικανή, (ούτε) κι αναγκαία συνθήκη» για να στεφθεί μια ομάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης. Μην ξεχνάμε ότι από τις τέσσερις τελευταίες διοργανώσεις (’11,’12,’13 και ’14), μόνο ο Ολυμπιακός του Λονδίνου μπήκε στα play off με πλεονέκτημα έδρας και έφτασε στην κορυφή. Ο Παναθηναϊκός του ’11, ο Ολυμπιακός του ’12 και η Μακάμπι του ’14, χρειάστηκαν break για να κάνουν το αποφασιστικό βήμα.
Εξετάζοντας τα πράγματα μέσα από αυτό το πρίσμα, είναι ξεκάθαρο πως όσα έχουμε δει μέχρι τώρα αφορούσαν περισσότερο τους προπονητές των ομάδων. Να τεστάρουν, να αξιολογήσουν και να αποφασίσουν σε ποιους παίκτες μπορούν να βασιστούν και ποιες αλλαγές μπορούν να κάνουν ώστε οι ομάδες τους να γίνουν ανταγωνιστικότερες.
Οι "πληγές"
Έχω την αίσθηση ότι ο Γιάννης Σφαιρόπουλος στον Ολυμπιακό έχει να λύσει τρία βασικά προβλήματα: το ένα είναι η έλλειψη παιχνιδιού με πλάτη, το δεύτερο είναι η αστοχία του στις βολές , ειδικά από τους ψηλούς που αποτελούν εύκολο στόχο και το τρίτο είναι η διαχείριση των φάουλ μέσα στο παιχνίδι. Για το πρώτο είναι από δύσκολο έως αδύνατο να βρει λύση γιατί η αγορά δεν την προσφέρει. Απλά θα περιμένει τον υγιή Πρίντεζη να του δώσει μια επιπλέον επιλογή που του λείπει αυτή τη στιγμή, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι ο Ντάρντεν σε πολλά κομμάτια του παιχνιδιού βοηθάει περισσότερο, αλλά στο παιχνίδι με πλάτη δεν είναι Περπέρογλου. Οι βολές είναι ένα επικίνδυνο κεφάλαιο. Δεν είναι τόσο απλό όσο πιστεύουν αυτοί που αναρωτιούνται: καλά προπόνηση στις βολές δεν κάνουν;
Γιατί όποιος προπονητής επιχειρήσει να το αντιμετωπίσει με αυτόν τον τρόπο, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι το μόνο που θα καταφέρει είναι να χαλάσει το μυαλό των παικτών του και να τους αυξήσει την ανησυχία, κάθε φορά που επισκέπτονται τις ελεύθερες βολές. Θυμίζω την περίπτωση Σακίλ, αλλά και του Πάσπαλι των δυο τελευταίων του σεζόν στο Ελληνικό πρωτάθλημα. Η ανθρώπινη φύση τείνει να αφομοιώσει και να επιβεβαιώσει αρνητικά χαρακτηριστικά που της αποδίδεις με τη μορφή της κατηγορίας.
Το τρίτο (η διαχείριση των φάουλ) είναι ίσως το μόνο που επιδέχεται παρέμβασης. Υπάρχει ένας απλός κανόνας που λέει ότι: κάθε ομάδα έχει να δώσει τέσσερα φάουλ σε κάθε περίοδο, δηλαδή δεκαέξι σε έναν αγώνα για να γλιτώσει καλάθια. Αν τα διαχειριστεί σωστά, μπορεί να γλιτώσει πάνω –κάτω 30 πόντους από το παθητικό της. Το χειρότερο σενάριο είναι να μην κάνεις φάουλ ενώ πρέπει (βλέπε ματς κυπέλλου με Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ στην τελευταία φάση) και το ακόμη χειρότερο είναι να δέχεσαι γκολ- φάουλ, γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις καταλάβει ότι την ώρα της εκτέλεσης ή κάνεις φάουλ και δεν τρως το καλάθι ή παίζεις τέτοια άμυνα που αναγκάζεις τον αντίπαλο να αστοχήσει.
Για τον Ντούσκο Ιβάνοβιτς και τον Παναθηναϊκό, η βασικότερη "πληγή" εστιάζεται στις θέσεις των ψηλών. Ενώ έχει low post παιχνίδι (Μπατίστα), δυσκολεύεται και να αμυνθεί και να αποκτήσει τον έλεγχο των ριμπάουντ. Πολλές φορές οι αντίπαλοι με ψηλούς μετρίου επιπέδου, αποκτούν τον έλεγχο της κατάστασης και τον αναγκάζουν να αναζητήσει εναλλακτικές πηγές. Εννοείται πως για όλη αυτή την κατάσταση δεν φταίνε μόνο οι ψηλοί, εξάλλου το ριμπάουντ είναι ομαδική υπόθεση, αλλά σίγουρα επηρεάζει και το γεγονός ότι διαθέτει μόνο ένα κλασσικό "τριάρι", τον Βλάντο Γιάνκοβιτς, ο οποίος μοιράζεται το χρόνο με περιφερειακούς (Μπλουμς, Παππάς). Αυτός είναι ίσως και ο βασικότερος λόγος που πολλές φορές οι «πράσινοι» εξαρτώνται περισσότερο από το φυσιολογικό στα ποσοστά με τα οποία σουτάρουν από το τρίποντο. Και αυτή με τη σειρά της είναι μια εξήγηση πίσω από την δυσκολία τους να πετύχουν νίκες εκτός έδρας, ειδικά κόντρα σε πολύ δυνατούς αντιπάλους. Αντιπάλους τους οποίους θα πρέπει να νικήσουν στο ΤΟΡ-16 αν θέλουν να διεκδικήσουν το πλεονέκτημα έδρας, για το οποίο συζητήσαμε παραπάνω.
Το γεγονός ότι οι δυο «αιώνιοι» έχουν αδυναμίες και πάλι δεν είναι απαγορευτικό στις φιλοδοξίες τους. Πολλές φορές έχει αποδειχθεί ότι είναι καλύτερο να είσαι συνειδητοποιημένος για τις πληγές σου, ώστε να τις φροντίζεις και να τις προστατεύεις στη μάχη. Η αίσθηση του άτρωτου, πολλές φορές έχει αποδειχθεί παρελκυστική για τους οργανισμούς που την έφεραν. Δεν ξεχνάμε ότι όλοι φώναζαν ότι η Εθνική του 2005 και 2006 δεν είχε σουτέρ , αλλά με επίγνωση αυτής της «αναπηρίας» έφτασε στην κορυφή.
ΥΓ. Επί της αρχής, ανέκαθεν διαφωνούσα και εξακολουθώ να διαφωνώ με την διαδικασία σύγκρισης δυο κορυφαίων παικτών ομαδικών αθλημάτων, λες και υπάρχει αντικειμενικό μέτρο (μεζούρα, χρονόμετρο) βάσει του οποίου αυτή μπορεί να γίνει. Δεν μπορώ παρά να παραδεχθώ όμως ότι είναι ένα ιντριγκαδόρικο κομμάτι της δημοσιογραφικής λογικής, το οποίο αποτελεί αφορμή ανταλλαγής απόψεων γύρω από τα σπορ. Ειδικά όταν μιλάμε για σταρ όπως ο Τζόρνταν και ο Μπράιαντ, όπως ο Διαμαντίδης και ο Σπανούλης (για να το προσαρμόσω και στα δικά μας μέτρα) η κλάση των οποίων δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, υποστηρίζω ότι η επιλογή είναι καθαρά θέμα γούστου. Ο καθένας προτιμά τον έναν σε σχέση με κάποιον άλλον για απολύτως δικούς του λόγους. "Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα" που λέμε. Από την άλλη όμως τα γούστα, τα κριτήρια αλλά και τα επιχειρήματα που (ο καθένας) επικαλείται για να στηρίξει την επιλογή του, φανερώνουν τον χαρακτήρα του, την αισθητική του, τα απωθημένα του αλλά και την οπτική γωνία από την οποία βλέπει το παιχνίδι. Συνεπώς, το αποτέλεσμα, είναι περισσότερο ενδεικτικό για την προσωπικότητα του υποκειμένου της σύγκρισης, παρά του αντικειμένου.