Πεθαίνει, όπως διάλεξε να ζήσει
Ο Γιάννης Ντεντόπουλος αναλύει το "φαινόμενο ΤΣΣΚΑ", θεωρεί ότι ο Τεόντοσιτς είναι το άλλοθι που τους βολεύει όλους και επιμένει ότι το πρόβλημά της λύνεται μόνο με εγχείρηση.
Από όλα τα ρητά που έχουν κυκλοφορήσει για την αποτυχία, η ΤΣΣΚΑ φαίνεται πως έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει το πιο κυνικό: " το μόνο που μαθαίνεις από τις ήττες, είναι να χάνεις". Κακά τα ψέματα, η ρώσικη αρκούδα, αρχίζει πια να εξελίσσεται σε "καρπαζοεισπράκτορα" των Final Four. Όχι γιατί δεν τα καταφέρνει, αλλά γιατί κάθε χρόνο ξοδεύει και περισσότερα και κάθε φορά επινοεί και διαφορετικούς τρόπους για να χάσει.
Είναι πλέον προφανές ότι το φαινόμενο αυτό δεν αντιμετωπίζεται με μπασκετικούς όρους, αλλά με πνευματικούς και ψυχολογικούς. Αποδεδειγμένα η ΤΣΣΚΑ των φάιναλ φορ δεν χρειάζεται προπονητή, ψυχολόγο χρειάζεται.
Ειλικρινά, αυτός δεν είναι ένας εύσχημος τρόπος για να προσφέρουμε άλλοθι σε έναν άξιο και καταρτισμένο Έλληνα τεχνικό που βρέθηκε φέτος στο τιμόνι της, τον Δημήτρη Ιτούδη. Εκ του αποτελέσματος, μπορείς εύκολα να κρίνεις ή να βρεις αποφάσεις που δεν δικαιώθηκαν σε ματς που μια ομάδα βρίσκεται στο +9 και μέσα σε τρία λεπτά πέφτει σε μαύρη τρύπα.
Το ίδιο είχαμε υποστηρίξει και τότε που το ελληνικό "σταρ-σύστεμ" είχε βαλθεί να ρίξει όλη την ευθύνη για το κάζο της Πόλης στον …Υπνάουσκας, συγνώμη στο Καζλάουσκας, γιατί πάντα υπάρχει η εύκολη λύση, ειδικά όταν έχουμε προεπιλέξει τον εύκολο στόχο. Ακόμη και για τον Μεσίνα, μετά το Λονδίνο και το Μιλάνο, βρήκαμε να πούμε ότι έχει αρχίσει να ξεμωραίνεται και να έχει το μυαλό του στο ΝΒΑ.
Φαντάζομαι ότι έχουν αρχίσει να πείθονται και οι πιο δύσπιστοι ότι το πρόβλημα του συγκεκριμένου κλαμπ, ειδικά όταν έρχεται η στιγμή να διεκδικήσει αυτό που "κυνηγάει" με τόσο πείσμα, είναι συνολικό. Ξεκινάει από τον Βατούτιν, που παραμονές ενός τόσο σημαντικού τελικού υποσχέθηκε να φέρει στην Μόσχα ακόμη και τον Λεμπρόν, αν χρειαστεί και καταλήγει στους παίκτες που αποδεικνύονται λιπόψυχοι γιατί δεν μπορούν να σηκώσουν στις πλάτες τους τα τόσα μηδενικά που αναγράφονται στα συμβόλαιά τους.
Ήδη το νούμερο "3" της ρωσικής κυβέρνησης, έχει ενημερώσει την ηγεσία της ΤΣΣΚΑ ότι πρέπει να συναντηθούν το συντομότερο για να συζητήσουν και να αποφασίσουν ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις τους. Η (νέα) σφαλιάρα από τον Ολυμπιακό του Σπανούλη ήταν πολύ σβουριχτή.
Από την άλλη, όπως έλεγε κι ο Ερνεστ Χέμινγουέι: " ένας άντρας πεθαίνει όπως διάλεξε να ζήσει". Με άλλα λόγια είναι θέμα επιλογών.
Η λογική λέει ότι , για την συγκεκριμένη ομάδα, η "συντηρητική θεραπεία" που επιλέχθηκε ως μέσο επούλωσης των πρώτων τραυμάτων απέτυχε. Η μόνη λύση που της απομένει είναι η "εγχείρηση".
Κι εδώ θα ήταν πολύ εύκολο να σημαδέψει κανείς τον Μίλος Τεόντοσιτς, υπενθυμίζοντας ότι την ίδια διάγνωση για την επιβλαβή παρουσία του είχε κάνει ο Ολυμπιακός, αφού πρώτα πέρασε τα ίδια που περνάει τώρα η ΤΣΣΚΑ. Το θέμα δεν είναι αν είναι καλός παίκτης ή όχι, γιατί επ’ αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία. Το θέμα είναι ότι, δεν είναι φυσιολογικό, ο κάθε προπονητής μιας τόσο ακριβής και γεμάτης ομάδα, να προσαρμόζει το κοουτσάρισμά του με βάση τα ψυχικά τραύματα και τις ιδιορρυθμίες του ενός.
Κατ' επέκταση να κοουτσάρει ένα μάτσο τραυματικές εμπειρίες. Όποιος ήταν στο γήπεδο, κατάλαβε ότι η ΤΣΣΚΑ έχασε το παιχνίδι τότε που ο Σπανούλης έβαλε το πρώτο του τρίποντο και κατέβασε την διαφορά στους 6 πόντους. Λες και όλοι οι Ρώσοι μαζί άκουσαν την ίδια φωνή να τους ψελλίζει: "όχι πάλι". Και ως γνωστόν ο μεγαλύτερος φόβος, είναι ο φόβος του φόβου.
Αρχίζω να πιστεύω ότι τον Μίλος η ΤΣΣΚΑ τον χρειάζεται (έχει άλλα δυο χρόνια συμβόλαιο), για να έχει κάποιον να ρίχνει την ευθύνη όταν αποτυγχάνει. Για να δίνει άλλοθι στους υπόλοιπους. Αν τον διώξει, το έδρανο του φταίχτη θα μείνει κενό.
Το παρελθόν, μας έχει διδάξει ότι η ιστορία πολλών ομάδων έχει αλλάξει όταν πάρθηκαν δύσκολες, αλλά σημαντικές αποφάσεις σχετικά με το ποιους έπρεπε να αποχωριστεί. Κάτι τέτοιο, στην ΤΣΣΚΑ γίνεται πολύ πιο δύσκολο γιατί τα χρήματα που τζιράρονται είναι τεράστια και τα συμφέροντα που παίζονται συνιστούν από μόνα τους μια εύθραυστη ισορροπία για να τολμήσει κανείς να την διαταράξει.
Τη μισή δουλειά της λαμπρής πορείας της Εθνικής (2005-2006) την οφείλει στις αποφάσεις που πήρε ο Παναγιώτης Γιαννάκης το 2004, όταν ξεκαθάρισε ποιους από την προηγούμενη γενιά δεν θα έπαιρνε μαζί του στον "πόλεμο". Το ίδιο και ακόμη πιο χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα του ίδιου του Ολυμπιακού. Τότε που ο Ίβκοβιτς, μετά τον αποκλεισμό από την Σιένα και την απώλεια του πρωταθλήματος του 2011, ξεκαθάρισε ποιοι από το ρόστερ έπρεπε να φύγουν για να αλλάξει το κλίμα.