OPINIONS

Διαιτητής: κωμωδία και σάτιρα

Διαιτητής: κωμωδία και σάτιρα

Ο Γιάννης Σερέτης γράφει για την έναρξη προβολής στους ελληνικούς κινηματογράφους μιας από τις ελάχιστες ταινίες με θέμα τους διαιτητές και για τη σιωπή των «δικών» μας σε όσα βιώνουν επιλέγοντας αυτό το… «χόμπι».

Πάλι… Παππάς, πάλι Γεωργαράκος, πάλι οφσάιντ, κουβέντες, σχόλια, σχέση «δυνατού» - «αδύνατου». Πάλι – για πολλοστή φορά τον τελευταίο μήνα, αρχής γενομένης από το περίφημο οφσάιντ με τη… μύτη του Δημήτρη Παπαδόπουλου στο Φάληρο - προκαλείται κουβέντα διαιτητική για ματς του Ολυμπιακού. Άλλοτε οι αφορμές είναι βάσιμες, ενίοτε και εξόφθαλμες.

Κάποιες φορές – ανάλογα και με τον χρωματισμό του οπαδού - είναι υπερβολικές: τότε ο Ολυμπιακός «πληρώνει» όσα συσσωρευμένα έχουν γίνει στο παρελθόν, καθώς τα δικά του παιχνίδια μπαίνουν στο μικροσκόπιο και αναλύονται με μεγεθυντικό φακό, ενώ λάθη φοβερά γίνονται πολλές φορές και σε μικρότερου βεληνεκούς παιχνίδια, αλλά περνούν σχεδόν απαρατήρητα.

Συμβαίνει και σε άλλες χώρες: μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες. Το ανεξήγητο για μένα είναι πώς και γιατί αυτή η αλλαγή στα σφυρίγματα εφέτος, καθώς μέχρι και το ματς με τον Αστέρα στον Πειραιά, αφορμές στέρεες για διαιτητική εύνοια του πρωταθλητή δεν είχαν δοθεί εφέτος στο πρωτάθλημα. Ας το ψάξουν στην ΕΠΟ, στην ΚΕΔ, στον Ολυμπιακό και στους υπόλοιπους. Ντέτεκτιβς δεν είμαστε…

Η ταινία και η σιωπή

Ο ρέφερι λοιπόν. Ο Έλληνας και ο ξένος ρέφερι. Μέρος του παιχνιδιού ή αποδιοπομπαίος τράγος; Αυτό είναι το θέμα της συζήτησης που θα γίνει σήμερα το απόγευμα πριν από την πρώτη προβολή της ασπρόμαυρης ιταλοα-αργεντινίκης ποδοσφαιρικής κωμωδίας «Ο Διαιτητής», στο «‘Αστορ» (Σταδίου 28, είσοδος από στοά Κοραή, ΜΕΤΡΟ Πανεπιστήμιο) στις 20.00. Νωρίτερα θα πραγματοποιηθεί συζήτηση από την Weird Wave που έφερε την ταινία στη χώρα μας μαζί με το περιοδικό "Humba"!. Θα μιλήσουν ο κριτικός κινηματογράφου Γιάγκος Αντίοχος, ο δημοσιογράφος Διονύσης Ελευθεράτος και ο συγγραφέας Κώστας Καλφόπουλος. Οι ώρες προβολής τις επόμενες μέρες θα είναι: 18.00 / 20.00 / 22.00.

Θα μπορούσαν να προβληθούν στα media και αντίστοιχες συζητήσεις που γίνονται στα σεμινάρια των διαιτητών και κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Θα μπορούσαν οι διαιτητές να μιλούν δημόσια για τα δικά τους προβλήματα, τις απάνθρωπες συνθήκες «εργασίας», την ασφυκτική ατμόσφαιρα και το πιεστικό πλαίσιο στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν. Θα μπορούσαν να μιλήσουν για επιθέσεις, για απειλές, για εκβιασμούς, για μεθόδους «αναρρίχησης» στη διαιτητική πυραμίδα της χώρας. Όχι όμως!

Κλεισμένοι στο καβούκι τους και στον μικρόκοσμό τους, ακόμη και ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Κύρος Βασσάρας και ο Τάσος Κάκος, προτιμούν τη σιωπή. Τη σιωπή που δυστυχώς δεν είναι των «αμνών». Διότι ο Ελληνας ρέφερι υποφέρει αφάνταστα σε πολλές περιπτώσεις, μα μένει με κλειστό στόμα σ΄ αυτά που ζει και βιώνει μέσα και έξω από το γήπεδο. Είναι στο δικό μου μυαλό κι αυτός σαν τον Ελληνα ποδοσφαιριστή: αν τον βάλεις να εργαστεί σε «κανονικό» περιβάλλον, θα κάνει ωραία πράγματα, ανάλογα και με το ταλέντο του ο καθένας. Αν τον βάλεις σε σάπιο και βρώμικο περιβάλλον, δύσκολα θα ξεχωρίσει, θα σταθεί όρθιος, αξιοπρεπής, έντιμος, ανεπηρέαστος, ωραίος ως άντρας. Δύσκολα θα εξελιχθεί και θα προοδεύσει. Γι’ αυτό και συνιστά είδηση.,.. μεγατόνων πια αν Ελλην ρέφερι κληθεί να σφυρίξει έστω σε ματς ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ. Ουδείς λόγος για τη φάση των «16» και άνω…

Γράφει σχετικά με την ταινία ο Κώστας Παπαντωνίου στην «Αυγή»: « Τρεις ιστορίες εκτυλίσσονται παράλληλα σε μία, με σημείο αναφοράς το ιταλικό χιούμορ και πρωταγωνιστή τον συνηθισμένο σε ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου "Διαιτητή". Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Ιταλού σκηνοθέτη Πάολο Τζούκα, επιχειρεί να διακωμωδήσει από τη μία όσα συμβαίνουν στον επαγγελματικό αθλητισμό και από την άλλη να δώσει τροφή για σκέψη.

Κυρίαρχος προβληματισμός η ανεξέλεγκτη εμπορευματοποίηση, που συνοδεύεται από συνεχή σκάνδαλα, από τα οποία εμπνεύστηκε ο σκηνοθέτης, και έχουν ως αποτέλεσμα να παραμεριστούν ο ρομαντισμός και η αυθεντική επαφή με το ποδόσφαιρο, ξεχασμένο στοιχείο που αναδεικνύεται με κωμικό τρόπο από σκηνές της ταινίας.

Η κόντρα μεταξύ των ομάδων Ατλέτικο Παμπαρίλε και Μοντεκράστου, που αγωνίζονται στο χαμηλότερο επίπεδο, την τρίτη κατηγορία της Σαρδηνίας, η εκπλήρωση της φιλοδοξίας του ταλαντούχου διαιτητή Κρουτσιάνι να "σφυρίξει" στον τελικό της κορυφαίας ευρωπαϊκής διοργάνωσης, που περνά από το "στήσιμο" αγώνα, και η αγροτική βεντέτα ανάμεσα σε δύο συγγενείς και παίκτες της Μοντεκράστου, συνθέτουν τις τρεις ιστορίες που μας αφηγείται ο Π. Τζούκα".

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφέρει μεταξύ άλλων στο σημείωμά του: «Η ταινία είναι μια εξέλιξη της ομότιτλης μικρού μήκους ταινίας μου, που κέρδισε το 2009 το βραβείο David di Donatello και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Κλερμόν-Φεράν, το σημαντικότερο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στην Ευρώπη. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της αισθητικής μας αναζήτησης είναι η ανάμιξη διαφορετικών προσεγγίσεων και κινηματογραφικών ειδών. Αυτό που κυριαρχεί είναι το κωμικό στοιχείο, αλλά επιλέξαμε να το εμπλουτίσουμε με πιο σκοτεινές αποχρώσεις: για παράδειγμα σε μερικές από τις στιγμές του προσωπικού ταξιδιού που οδηγεί τον διεθνή διαιτητή Κρουτσιάνι στην επαγγελματική του καταδίκη ή σε μια μικρή υποπλοκή που σχετίζεται με τους πατροπαράδοτους κώδικες του αγροτικού κόσμου της Σαρδηνίας ».

Η κωμωδία με την ασπρόμαυρη φωτογραφία

Για την ιστορία της ταινίας σημειώνει επιπρόσθετα ο Κώστας Παπαντωνίου στην «Αυγή»: «Άλλα ενδιαφέρονται στοιχεία της πλοκής είναι ότι η Παμπαρίλε είναι η χειρότερη ποδοσφαιρική ομάδα, που αποτελείται από ατάλαντους, υπέρβαρους, ηλικιωμένους και ανήλικους παίκτες, ενώ ο προπονητής της είναι τυφλός! Χάνει όλα τα παιχνίδια, μέχρι να επιστρέψει ένας νεαρός ντόπιος παίκτης μετά από σύντομη περιπέτεια στα γήπεδα της Αργεντινής. Την ίδια στιγμή στη μισητή της αντίπαλο και αλαζονική Μοντεκράστου παίζει το αφεντικό, για το οποίο δουλεύουν οι περισσότεροι παίκτες της Παμπαρίλε. Η μοίρα θέλει την τελική έκβαση της διαμάχης να ορίζεται από την παράλληλη πορεία του φιλόδοξου Κρουτσιάνι, αστέρα της διαιτησίας.

Την ταινία χαρακτηρίζουν επίσης η εκθαμβωτική ασπρόμαυρη φωτογραφία και η εικονακλαστική της σκηνοθεσία, που είναι γεμάτη ξεκαρδιστικές βιβλικές αναφορές και απροσδόκητες μιούζικαλ και γουέστερν επιρροές».

Ιδιαίτερη σημασία για τους κριτικούς της ταινίας έχει δοθεί στην ασπρόμαυρη φωτογραφία της ταινίας που παραπέμπει σε άλλες εποχές. Ο σκηνοθέτης Πάολο Τζούκα τονίζει σχετικά: «Επέλεξα να χρησιμοποιήσω ασπρόμαυρο για να επιτύχω επίσης τον μέγιστο βαθμό αφαίρεσης από την πραγματικότητα και από τον χρόνο, για να αποφύγω την πιθανότητα να εκληφθεί η ταινία ως μια αντικειμενική απεικόνιση του κόσμου του ποδοσφαίρου ή ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού πλαισίου».

Το αληθινό και το ψεύτικο

Κι όμως, είναι τόσα πολλά που ζούμε πλέον στην καθημερινότητα και σε πραγματικό χρόνο, που παρότι η ιστορία εξελίσσεται σε ένα ιταλικό χωριό προ δεκαετιών, και παρότι ο εμπνευστής της ταινίας αποφεύγει τις συγκρίσεις με τη σημερινή εποχή, ίσως να αξίζει τον κόπο να ζήσουμε μέσα από το γέλιο και το κλάμα τις παραπομπές της στο σήμερα. Γιατί το γέλιο και το κλάμα που γεννά μια ταινία η οποία δεν αφηγείται πραγματική ιστορία είναι – τουλάχιστον - αληθινά! Πολλά απ΄ αυτά που ζούμε στην Ελλάδα με τους διαιτητές της Τετάρτης και του Σαββατοκύριακου, είναι δυστυχώς πλαστά, κίβδηλα, δοτά. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η διαιτησία είναι το μεγαλύτερο μικρόβιο σ’ αυτό που αποκαλούμε «ελληνικό ποδόσφαιρο» και στο οποίο η νοοτροπία του Ελληνα απεικονίζεται στο 1000% με διαφορετικές ανά ομάδα εκφάνσεις και αντιδράσεις.

Ας απολαύσουμε τουλάχιστον στον κινηματογράφο μια ποδοσφαιρική κωμωδία με στοιχεία σάτιρας, Μιας και πολλές φορές στο γήπεδο και στην τηλεόραση παρακολουθούμε ποδοσφαιρικές διαιτητικές τραγωδίες με στοιχεία «δικτατορίας», ας «στρίψουμε» λίγο, με πιο χαλαρή διάθεση…

Διαιτητής: κωμωδία και σάτιρα

Follow me on Twitter: Seretinio

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ