X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

OPINIONS

Ο Έλληνας παίκτης στο "Big - 4"

Φορτούνης, Εθνική ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Ο Γιάννης Σερέτης γράφει για τη "θέση" του Ελληνα ποδοσφαιριστή στους "μεγάλους" της Σούπερ Λίγκας, την ευκολία της μεταγραφής στο εξωτερικό και το αξίωμα περί επιτυχίας των ομάδων μόνο με ελληνικό κορμό.

Ανοίγει, λοιπόν, πάλι η κουβέντα για το ελληνικό στοιχείο στους «μεγάλους» της Σούπερ Λίγκας. Ίσως πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Στον Ολυμπιακό… προϋπήρχε. Από πέρυσι. Όταν η σεζόν βγήκε με έναν βασικό (Φορτούνης), ενίοτε και δεύτερο (Σιόβας), μετά την περιθωριοποίηση και τον δανεισμό του Μανιάτη, αφού τις προηγούμενες σεζόν είχαν πωληθεί ο Μανωλάς, ο Σάμαρης, ο Μήτρογλου.

Δεν δημιούργησε γκρίνια αυτή η έλλειψη. Τα αποτελέσματα τα καθορίζουν όλα! Και – εδώ που τα λέμε – δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες πλην της ελίτ του εξωτερικού, που θα μπορούσαν να «τρυπώσουν» στην ενδεκάδα του πρωταθλητή. Θα μπορούσαν, όμως, κάποιοι, να κάθονται στον πάγκο και να παίρνουν τις ευκαιρίες τους. Στον Παναθηναϊκό, η κουβέντα άνοιξε διάπλατα από τον Ιανουάριο και έπειτα. Κυρίως λόγω της φυγής των Καρέλη - Νίνη αλλά και της απόκτησης επτά ξένων παικτών και των αδελφών Βλαχοδήμου.

Αντιθέτως, στους δυο «Δικέφαλους» το ελληνικό στοιχείο στην ενδεκάδα και στο ρόστερ τους συνολικά, ήταν μεγαλύτερο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα είναι υψηλό το ποσοστό και την επόμενη σεζόν: ήδη ο ΠΑΟΚ έχει αποκτήσει τρεις ξένους. Και η ΑΕΚ, η μοναδική με ελληνικό πυρήνα από τους «μεγάλους», θα χρειαστεί και μεταγραφές «εξωτερικού» για να μειώσει την απόσταση από την κορυφή. Βλέπετε, άλλαξαν οι καιροί. Και δεν το πολυκαταλάβαμε… Τι άλλαξε; Βασικά, ότι ο Έλληνας παίκτης φεύγει πιο εύκολα στο εξωτερικό συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία, συμπεριλαμβανομένου και του επιτεύγματος (και της εξ’ αυτού «διαφήμισης» του Έλληνα ποδοσφαιριστή) του 2004. Γιατί συμβαίνει αυτό;

1. Περισσότεροι μάνατζερς, ευρύτερη αγορά: μέχρι και στην Κίνα (Γιάννου) που λέει ο λόγος! Φεύγει πιο εύκολα όχι μόνο επειδή συνήθως είναι υψηλότερες οι αμοιβές. Αλλά και διότι εκτιμά πως θα εργαστεί σε καλύτερες συνθήκες, σε πιο «επαγγελματικό» περιβάλλον, πως θα βελτιωθεί και θα «ακουστεί» περισσότερο.

2. Χαμηλότερο το ποιοτικό επίπεδο όλων των “μεγάλων” πλην Ολυμπιακού συγκριτικά με την περίοδο 2000 - 2010 (ακόμη και στον ΠΑΟΚ, ο οποίος επί Σαββίδη δεν έχει κατορθώσει να χτίσει την ομάδα των Σάντος - Ζαγοράκη - Βρύζα). Άρα, μικρότερες οι πιθανότητες καλής ευρωπαϊκής πορείας. Άρα, μικρότερες και οι πιθανότητες να ακουστεί το όνομα του παίκτη στην αγορά και να “παρουσιάσει” το ταλέντο και τις ικανότητές του σε πανευρωπαϊκή εμβέλεια. Ως γνωστόν, τα βασικά “διαβατήρια” είναι δύο: εθνική ομάδα και ματς ευρωπαϊκών διοργανώσεων.

3. Οι ομάδες δεν μπορούν να διατηρήσουν στο ρόστερ τους τον πολύ καλό Έλληνα παίκτη τόσο εύκολα όσο παλαιότερα. Είναι δύσκολο - σχεδόν ακατόρθωτο - να τον ικανοποιήσουν οικονομικά όταν προκύπτει η προσφορά από το εξωτερικό, ακόμη πιο δύσκολο να τον δελεάσουν με το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και συνθηκών διεξαγωγής της Σούπερ Λίγκας.

Δεν τα καταφέρνουν όλοι στην ξενιτιά

Η ξενιτιά δεν εγγυάται και την επιτυχία: γκαραντί. Παίζουν πολλά ρόλο. Ο προπονητής, η ομάδα, οι ιδιαιτερότητες της Λίγκας, η ιδιοσυγκρασία και η προσωπικότητα του ποδοσφαιριστή, η ηλικία, η ωριμότητά του, τα πάντα. Τα τελευταία τέσσερα - πέντε χρόνια, είδαμε πολλούς να επαναπατρίζονται: Φορτούνη, Βέλλιο, Νίνη, Kαπίνο, Τζαβέλλα, Μαλεζά, Καρέλη, Κλωναρίδη και αρκετούς άλλους. Φαίνεται πως κάποιοι έχουν ήδη επηρεαστεί, αν αξιολογήσουμε βασικά τη στάση του Τάσου Μπακασέτα. Η’ ακόμη και του Βασίλη Μπάρκα. Μπαίνει το «θέλω να παίζω» κριτήριο πιο ψηλά; Θα το δούμε. Διότι αμφότεροι προέρχονται από «μεγαλομεσαίους»: Πανιώνιο και Ατρόμητο. Και επιπλέον, ο «Μπάκα» έχει 1 ½ γεμάτη σεζόν και ο 22χρονος κίπερ μόνο την εφετινή. Συνεπώς, ναι, καλά κάνουν και ψάχνουν πρωτίστως τον χρόνο συμμετοχής, αφήνοντας στην άκρη για το μέλλον τη μεταγραφή στα ξένα! Και ίσως το ίδιο θα πρέπει να πράττουν σ’ αυτή την ηλικία όλοι οι ανερχόμενοι Έλληνες παίκτες: να αναζητούν τον χρόνο συμμετοχής. Δεν έχει πολλά γόνιμα χρόνια καριέρας ο ποδοσφαιριστής: 10-12. Κάθε σεζόν που περνά και «χάνεται» του βάζει έξτρα εμπόδια για την επόμενη, ειδικά στην ηλικία 21-24.

Προϋπόθεση επιτυχίας το ελληνικό στοιχείο;

Ισχυρίζονται πολλοί πως η ύπαρξη πολύ καλού ελληνικού «κορμού» στους «μεγάλους» αποτελεί όχι εχέγγυο, αλλά μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία της ομάδας, όταν αυτός ο κορμός πλαισιώνεται από ξένους παίκτες που πραγματικά ανεβάζουν το επίπεδο της ομάδας και μπορούν να την καταστήσουν ανταγωνιστική και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ως «αξίωμα», ισχύει! Φέρνουν ως παράδειγμα τον Παναθηναϊκό του Ρότσα, τον Ολυμπιακό του Μπάγεβιτς, την ΑΕΚ του Ντέμη. Η’ ακόμη πιο πρόσφατα τον «πολυμετοχικό» Παναθηναϊκό (με Καραγκούνη, Κατσουράνη, Νίνη, Σαλπιγγίδη και Σπυρόπουλο - Βύντρα εν ενεργεία διεθνείς) και τον Ολυμπιακό του Βαλβέρδε και του Μίτσελ με ορισμένες καταπληκτικές βραδιές στο Τσάμπιονς και το Γιουρόπα Λιγκ. Είναι, λοιπόν, έτσι;

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, μα οι εποχές έχουν αλλάξει! Ο εφετινός Ολυμπιακός, ο οποίος από ποδοσφαιρικές ανοησίες αποκλείστηκε από την Άντερλεχτ και θα μπορούσε να είχε φτάσει πολύ πιο ψηλά στο Europa League, είχε… 1,5 βασικό Έλληνα στην ενδεκάδα του. Ο φοβερός και τρομερός ΠΑΟΚ που έχτισε ο Σάντος, είχε κορμό αποτελούμενο από Βιεϊρίνια, Πάμπλο Γκαρσία, Βιτόλο, Κοντρέρας, Ιβιτς, Μουσλίμοβιτς που πλαισιώνονταν από Σαλπιγγίδη, Φωτάκη, Χαλκιά, Μαλεζά. Ο Αρης του Εκτορ Κούπερ, ο Αστέρας του Τσιώλη και του Βεργέτη, ήταν ομάδες που χτίστηκαν με βάση καλούς ξένους παίκτες, εκ των οποίων αρκετοί ρίζωσαν στους συλλόγους, δεν ήταν «κομήτες»! Και κακά τα ψέματα: ΔΥΣΤΥΧΩΣ, το επίπεδο της νέας γενιάς είναι χαμηλότερο από τους παλαιότερους πιτσιρικάδες, ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ πιο εύκολη (και όχι τόσο ακριβή μερικές φορές) η εύρεση καλύτερων στο εξωτερικό.

Ζητούμενο η ισορροπία και η δυνατή Ακαδημία

Όχι, λοιπόν, δεν είναι εχέγγυο επιτυχίας η δημιουργία «ελληνικού» κορμού στο Big -4. Είναι, όμως, για τις μικρότερου επιπέδου ομάδες της Σούπερ Λίγκας, όπως έχει φανεί κατά καιρούς με τον Ατρόμητο, τον Πανιώνιο, τον ΠΑΣ Γιάννινα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Το απαραίτητο, όμως, για τους «μεγάλους», είναι η οργανωμένη, σωστά δομημένη, γενναιόδωρα χρηματοδοτούμενη από την ΠΑΕ, Ακαδημία τους. Με επενδύσεις σε όλα τα επίπεδα: όχι μόνο στο υλικοτεχνικό πεδίο, αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό! Είναι στο κάτω – κάτω της γραφής και μια «υποχρέωσή» τους αυτή η επένδυση απέναντι πρωτίστως στο ίδιο το club, αλλά και στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Να παράγουν αυτοί που έχουν τη δυνατότητα αξιόλογους Έλληνες παίκτες, οι οποίοι δεν θα σταδιοδρομήσουν απαραιτήτως στις ομάδες από τις οποίες θα έχουν αναδειχθεί, αλλά θα ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα στη ζωή τους. Από την Παιανία αναδείχθηκαν περισσότεροι από 100 και σε καλό δρόμο βαδίζουν τόσο ο Ολυμπιακός, όσο και ο ΠΑΟΚ, οι οποίοι σταθερά και με προσήλωση επενδύουν χρόνο, χρήμα και μυαλό στο πρότζεκτ για τους μικρούς.

Follow me on Twitter: Seretinio

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ