ΕΘΝΙΚΗ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η βραδιά που για την Εθνική επισκιάστηκε το αποτέλεσμα, η βραδιά που συστήθηκε ο απίθανος Καρέτσας

Ο Κωνσταντίνος Καρέτσας
Ο Κωνσταντίνος Καρέτσας SOOC

Η Εθνική ηττήθηκε στο πρώτο της ραντεβού με τη Σκωτία στα playoffs του Nations League, το ντεμπούτο όμως του Κωνσταντίνου Καρέτσα ξεπέρασε – όπως αποδείχτηκε… – κάθε τι άλλο.

Υπήρξε εποχή, όχι μακρινή, όποτε ο Άντι Ρόμπερτσον ήταν αδιαμφισβήτητα ο κορυφαίος αριστερός μπακ της Premier League.

Κι όχι μόνο, του πλανήτη ολόκληρου. Υποκειμενικά, μπορεί και να παραμένει. Αντικειμενικά, εξακολουθεί να είναι ένας από τους καλύτερους της θέσης του.

Δεδομένα, μπαρουτοκαπνισμένος. Κι αν έχει, όσους κι όσους, αντιμετωπίσει κι επιβληθεί.

Αρχηγός της εθνικής Σκωτίας. Ποιος άλλος δηλαδή, θα μπορούσε να είναι; Το πρώτο ημίχρονο της χτεσινοβραδινής αναμέτρησης των playoffs του Nations League, το έβγαλε σβηστά. Περίπατο. Όπως κι η ομάδα του.

Κόντρα στη χειρότερη, γι’ αυτό το σαρανταπεντάλεπτο επί ημερών Ιβάν Γιοβάνοβιτς, Ελλάδα. Καμία πίεση, κανένας προβληματισμός, κανένα άγχος. Ούτε ατομικά, ούτε ομαδικά.

Ενδεικτική η αλλαγή στην ανάπαυλα. Ο Κωνσταντίνος Καρέτσας, ο μικρότερος όλων, ο μικρότερος που έχει φορέσει ποτέ το ελληνικό εθνόσημο, αυτός με το μικρότερο παρελθόν στην ομάδα, ήταν αυτός που πρώτος επιλέχθηκε για να μπει στο γήπεδο, σταλμένος κατ’ ευθείαν στην πλευρά του Ρόμπερτσον.

Στο δίλεπτο έκανε την πρώτη επαφή του με την μπάλα. Στο κέντρο. Δειλά, ίσα για το κολλάει. Μια πασούλα δύο μέτρων. Αμέσως, η δεύτερη. Ένα βαθύ γύρισμα στην άμυνα.

Έφταναν αυτές οι πρώτες για ν’ αρχίσει να ζητάει αυτός τις επόμενες. Στην τρίτη λοιπόν, ο Ρόμπερτσον βρέθηκε κολλημένος πάνω του.

Ο μικρός κατέβασε το κεφάλι κι έκανε μέτρα έχοντας τον Σκωτσέζο πάντα δίπλα του, ο οποίος δεν είχε εμφανώς την παραμικρή διάθεση να του αφήσει ούτε σπιθαμή περιθωρίου ατομικής ενέργειας, ξεκάθαρα επιδιώκοντας να του επιβληθεί.

Όταν σήκωσε το κεφάλι, σήκωσε και την μπάλα, γεμίζοντας στην περιοχή. Και την έστειλε στα πουλιά.

Στο επόμενο μόλις τέταρτο, η σπιθαμή πια είχε ανοίξει, είχε μεγαλώσει. Είχε γίνει μέτρα. Πολλά. Ο κάπτεν των νησιωτών δεν του κολλούσε. Δεν το ήθελε. Δεν (καταλάβαινε πως) τον έπαιρνε.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά όποτε η φάση τον έβαζε έναν με έναν με τον πιτσιρικά, ζητούσε, απαιτούσε, χειρονομώντας βοήθεια στο μαρκάρισμα, κάνοντας παρατηρήσεις, φωνάζοντας όταν αυτή δεν ερχόταν.

Αναγκαστική επιλογή. Ο Καρέτσας δεν ένιωθε. Δεν έβλεπε. Δεν καταλάβαινε τι και ποιον είχε μπροστά του. Μπορούσε και το έδειχνε, να εκθέσει. Τον οποιονδήποτε.

Και σε αυτήν την πνευματική για αρχή προσωπική μονομαχία ήταν αυτός που κέρδιζε και που επιβάλλονταν.

Με τον ενθουσιασμό, με την άγνοια κινδύνου, μα πάνω απ’ όλα με το ταλέντο του.

Όλα, ικανά να παρασύρουν. Τον οποιονδήποτε. Και πρώτ’ απ’ όλους το κατάλαβε, το διάβασε, αυτός που λόγω θέσης τον έβρισκε, συνεχώς απέναντί του.

Μετά το κατάλαβαν, το είδαν κι οι υπόλοιποι Έλληνες διεθνείς. Τη σπίθα που αναζητούσαν, που αναζητούσε η ομάδα, τη βρήκαν σε δαύτον.

Μετά, όπως πάντα γίνεται, το αφουγκράστηκε, το κατάλαβε, η εξέδρα.

Την πήρε, έτσι κι αλλιώς, μαζί του, ζητώντας, μετά από μια πρώτη κερδισμένη ενέργεια, μετά από ένα δικό του κερδισμένο κόρνερ, να σηκωθεί, να ξεσηκωθεί, να φωνάξει, να στηρίξει, να μπουστάρει.

Αυτός. Ο μικρός. Ο μικρότερος του γηπέδου. Ο μικρότερος της ποδοσφαιρικής ιστορίας της Εθνικής.

Ό,τι κι όσα προηγήθηκαν, ό,τι κι όσα χρειάστηκαν προκειμένου να επιλέξει την ποδοσφαιρική ταυτότητα των γονιών του κι όχι του τόπου που γεννήθηκε, που μεγάλωσε και που ζει, αμέσως δικαιολογήθηκαν.

Άμα τη εμφανίσει. Όπως έτσι και πιστοποιήθηκε το μοναδικό ταλέντο, το οποίο έτσι κι αλλιώς αναγνωρίζεται παγκοσμίως χρόνια τώρα, με δυναμική τέτοια και μόνο για την κορυφή, για την ελίτ.

Ήδη από τώρα. Χωρίς καν να πλησιάζει την ενηλικίωση.

Μέρες σχολείου, μέρες διαβάσματος

Η καθημερινότητα των διεθνών όταν συγκεντρώνονται για τις υποχρεώσεις της γαλανόλευκης, συγκεκριμένη, μα πολύ διαφορετική από τη εκείνη που έχουν όσο αγωνίζονται στους συλλόγους τους.

Η επικρατέστερη ρουτίνα τους, ιερή καθ’ όλα, αλλάζει, προσαρμόζεται.

Η δική του κι αν χρειάστηκε. Για πρώτη φορά διεθνής. Για πρώτη φορά με το εθνόσημο που ήθελε από την πρώτη στιγμή που τέθηκε ως ζήτημα, να φορέσει.

Για πρώτη φορά σε τέτοιο επίπεδο. Με παρέα και σε πλαίσιο, τελείως διαφορετικό απ’ όσα είχε – όχι μόνο ποδοσφαιρικά, αλλά κυρίως ανθρώπινα – συνηθίσει.

Μα και με υποχρεώσεις, τελείως διαφορετικές. Δεύτερα, Τρίτη, Τετάρτη. Οι μέρες που προηγήθηκαν του πρώτου παιχνιδιού με τη Σκωτία.

Για τον Καρέτσα, πέραν των όσων το ποδόσφαιρο κι η καινούργια συνθήκη επέβαλλαν να προσαρμόσει, ήταν και μέρες σχολείου.

Φυσική παρουσία, αυτονόητα, δεν γινόταν να έχει. Το δικό του εικοσιτετράωρο, η δική του ρουτίνα, όμως επέβαλλε κάτι επιπλέον από όλους τους υπόλοιπους.

Διάβασμα.

Καθημερινά. Για ώρες. Για να μην χάσει έδαφος. Χωρίς (ελληνική) λούφα. Κανονικά. Έχοντας ενημερωθεί και πάρει, μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, τη διδαχθείσα ύλη, φρόντιζε σε αυτό το καινοφανές εικοσιτετράωρό του να βρει χρόνο απομόνωσης, με συνέπεια και σταθερότητα, χωρίς αυτός πια να παρασυρθεί από τη συγκυρία, να τηρήσει το πρόγραμμά του.

Να διαβάσει. Για να επιστρέψει, την ερχόμενη εβδομάδα πλέον, (και) στις μαθησιακές υποχρεώσεις του, χωρίς να έχει χάσει χρόνο.

Και είναι καλός ο μπαγάσας. Τα παίρνει (και) τα γράμματα, στοχεύοντας πέραν του όπου τον πάει η μπάλα και σε ακαδημαϊκή, πανεπιστημιακή επιμόρφωση.

Ο μπαμπάς Βάιος κι η (Αθηναία) μαμά Ειρήνη, αυτοί που έχουν βάλει βάσεις γερές, ακλόνητες θαρρείς ήδη, στην εξέδρα του Καραϊσκάκης.

Μαζί με τον μικρότερο αδερφό, μαζί με τους (βορειοελλαδίτες στα γεννοφάσκια) παππούδες. Οικογενειακό συναξάρι στα πατρογονικά χώματα.

Σπάνιο. Το περασμένο, μόλις, καλοκαίρι, το συνταίριασμα επαγγελματικών και εκπαιδευτικών υποχρεώσεων, όλες κι όλες, λίγες μέρες μόνο του επέτρεψαν διακοπές στην Ελλάδα, λιγότερες από αυτές που θα τον κρατήσει εδώ τούτη η παρθενική του κλήση στην Εθνική.

Τον καμάρωσαν στο ντεμπούτο του. Όπως όλοι. Τι κι αν δεν συνοδεύτηκε με θετικό αποτέλεσμα;

Μόνο και μόνο όμως ότι όσοι είδαν το παιχνίδι, είτε στο γήπεδο, είτε τηλεοπτικά, το τελευταίο με το οποίο ασχολήθηκαν, με το οποίο ενδιαφέρθηκαν και στάθηκαν στο φινάλε, ήταν το αποτέλεσμα, μόνο και μόνο ότι αυτό όλο, να αλλάξει το κλίμα και τη συζήτηση, να αλλάξει απλώς με την παρουσία του το κλίμα, αποτελεί δικό του κατόρθωμα.

Φτάνει και περισσεύει για τον τρόπο με τον οποίο (μας) συστήθηκε.

Παίζοντας. Όπως έπαιξε. Παιδί είναι. Ας παίξει. Ας μας παρασύρει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ