Αυτή η Μπάρτσα δεν παίζεται
Ο Κώστας Καίσαρης αναλύει γιατί η Μπαρτσελόνα δεν είναι προϊόν συγκυρίας αλλά αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου ποδοσφαιρικού σχεδίου και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η πρώτη σεζόν του Ζοζέ Μουρίνιο στην Ρεάλ Μαδρίτης δεν κρίνεται αποτυχημένη.
Έχει λεχθεί ότι η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στον νικητή. Αυτό πες το όμως στον Μουρίνιο, στους ποδοσφαιριστές της Ρεάλ και στον κόσμο της.
Μπορείς να κατανοήσεις, λοιπόν, τις αντιδράσεις τους. Προσωπικότητες σαν τον Μουρίνιο και μεγέθη σαν αυτό της Βασίλισσας, δεν ανέχονται την ήττα. Θα βρουν δικαιολογίες.
Ο Πορτογάλος ότι «η Μπαρτσελόνα παίζει πάντα με παίκτη παραπάνω». Ο Αντεμπαγιόρ ότι «οι ποδοσφαιριστές των Μπλαουγράνα μόλις τους ακουμπίσεις βάζουν τα κλάματα σαν μικρά παιδιά». Αιχμές για τη διαιτησία κι από τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Η αμφισβήτηση δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Η χασούρα κι η καψούρα δεν αντέχονται, παντού ανά τον κόσμο. Είναι δύσκολο να αναγνωρίσεις την ανωτερότητα του άλλου. Θα το κάνει η Σάλκε, απέναντι στη Γιουνάιτεντ. Δεν θα το κάνει ποτέ η Ρεάλ για τη Μπαρτσελόνα. Όπως δεν θα το κάνει ο Παναθηναϊκός για τον Ολυμπιακό κι αντίστροφα.
Κι όμως! Στο ποδόσφαιρο δεν ισχύει το άσπρο-μαύρο. Ότι μετά το 2-0 στο Μπερναμπέου την Τρίτη το βράδυ αποδείχτηκε ότι η Μπαρτσελόνα είναι η καλή ομάδα κι η Ρεάλ η κακή. Ότι ο Μουρίνιο είναι κακός προπονητής κι ο Γουαρδιόλα καλός. Αυτό που μπορεί να λεχθεί και να επαναληφθεί είναι ότι αυτή η Μπαρτσελόνα δεν παίζεται. Ότι και να κάνεις δεν μπορείς να την κερδίσεις. Κι αν συμβεί αυτό επειδή μιλάμε για ποδόσφαιρο θα γίνει μια φορά στις δέκα. Τις άλλες εννιά θα χάσεις. Από την αρχή της σεζόν έχει μπει το στοίχημα. Τι θα μπορούσε να κάνει η Ρεάλ του Μουρίνιο απέναντι σ’ αυτή τη Μπαρτσελόνα; Η μάχη εκ των πραγμάτων ήταν άνιση. Όσο καλός προπονητής κι αν είναι ο Πορτογάλος δεν μπορεί μέσα σε λίγους μήνες να γκρεμίσει ότι χτίζει ο μεγάλος αντίπαλος σε βάθος δεκαετίας. Το ποδόσφαιρο δεν είναι σκάκι, που αναμετρούνται τα μυαλά των δύο αντιπάλων. Στο ποδόσφαιρο τα πιόνια είναι έμψυχα. Και τα πιόνια της Μπαρτσελόνα έχουν δουλευτεί τόσο πολύ σε βάθος χρόνου, που φαίνονται ανίκητα. Έστω κι αν στην αγορά το μπάτζετ της Ρεάλ είναι πολύ μεγαλύτερο.
Αν ανατρέξουμε σαράντα χρόνια πίσω, από τη Βραζιλία του Πελέ στο Μουντιάλ του 1970, έχουν εμφανισθεί κι άλλες καλές ομάδες που κυριάρχησαν. Καθώς όμως εξελίσσεται το ποδόσφαιρο η περίπτωση της Μπαρτσελόνα φαίνεται σαν μοναδική. Δεν έχουμε δει άλλη ομάδα με οποιονδήποτε αντίπαλο σε οποιοδήποτε γήπεδο να έχει κατοχή 70%. Δεν έχουμε δει άλλη ομάδα να ξανακερδίζει τη μπάλα κάθε φορά που τη χάνει, τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα. Το έχουν κάνει κι άλλοι ποδοσφαιριστές στο παρελθόν και θα το επαναλάβουν κι άλλοι στο μέλλον. Η Μπαρτσελόνα, όμως, σαν ομάδα και σαν σύνολο είναι προϊόν φιλοσοφίας και δουλειάς. Δεν είναι ότι έτυχε να βρεθούν μαζί, κάποιοι ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές, κι έφτιαξαν μια πολύ καλή ομάδα. Δεν είναι προϊόν συγκυρίας αυτή η Μπαρτσελόνα ή σωστών επιλογών στις μεταγραφές. Αυτή η ομάδα είναι αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου ποδοσφαιρικού σχεδίου. Πρώτα βρέθηκε το πλάνο και στη συνέχεια ακολούθησε η σωστή στελέχωση. Κι αυτό για τα ποδοσφαιρικά δεδομένα είναι πρωτόγνωρο. Σε κατώτερο επίπεδο μπορεί να το πεις αυτό για την Άρσεναλ του Βενγκέρ ή τη Γιουνάιτεντ του Φέργκιουσον. Κι εκεί η φιλοσοφία του προπονητή προηγείται από τις επιλογές και τις καθορίζει. Η Μπαρτσελόνα, όμως, καταφέρνει να το κάνει σχεδόν στον απόλυτο βαθμό.
Δεν μπορείς να πεις λοιπόν ότι ο Μουρίνιο απέτυχε στη Ρεάλ επειδή έχασε το πρωτάθλημα και μένει έξω από τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Ένα ματς στον τελικό του κυπέλλου κόντρα σε αυτή τη Μπαρτσελόνα μπόρεσε να το πάρει, ή έστω να το κλέψει. Μέχρι εκεί όμως. Στα πολλά παιχνίδια για το πρωτάθλημα θα έβγαινε έτσι κι αλλιώς δεύτερος. Στον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ μέσα στο γήπεδο του ακόμα κι αν έπαιζαν έντεκα με έντεκα η Ρεάλ ήταν κομπάρσος. Ο ρόλος του πρωταγωνιστή ανήκε αυτοδίκαια στη Μπαρτσελόνα. Αυτό που έκανε πέρσι στην Ίντερ δεν μπορούσε να ξαναγίνει.