Επιβάλλεται το καυλάντισμα
Ο Κώστας Καίσαρης κατόπιν "λαϊκής απαίτησης" γράφει για τον τελικό του Βερολίνου και για τον παίκτη της Μπαρτσελόνα που αν είχε η Γιουβέντους θα σήκωνε το Κύπελλο.
Φίλοι και γνωστοί, κάθε φορά που μιλάμε στο τηλέφωνο γκρινιάζουνε: "πήγες στο Βερολίνο και δεν έγραψες μια κουβέντα για τον τελικό". Καταρχήν να διευκρινίσουμε ότι δεν πήγα για δουλειά. Πήγα για τουρισμό. Δεν είναι το καλύτερο μου, άλλωστε, να δουλεύω στο εξωτερικό. Εδώ που είμαι, δεν έχω κανένα πρόβλημα να δουλέψω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στο εξωτερικό κλωτσάω. Να είμαι δηλαδή με το τηλέφωνο στο χέρι και να κοιτάω συνέχεια το ρολόι αν θα προλάβω να στείλω το κείμενο. Κι αν πρόκειται για παιχνίδι ελληνικής ομάδας, να έχεις το άγχος του ρεπορτάζ. Να έχεις όλες τις ειδήσεις και να μην σου λείπει τίποτα. Αυτά που βαριόμουνα από τα τριάντα μου. Πολύ περισσότερο τώρα, που σε ότι έχει να κάνει με τα χρόνια έχουμε υπερδιπλασιάσει.
Θυμάμαι όταν είχα πάει στο Μουντιάλ της Αμερικής το 1994. Άδεια είχα πάρει. Για να γουστάρω σε Νέα Υόρκη, Βοστόνη και στο Σικάγο με τα μπλουζ. Πας πχ δύο-τρεις μέρες στο Βερολίνο για να αλλάξεις περιβάλλον. Να αλλάξεις εικόνες και να καυλαντίσεις. Όχι για να δουλέψεις. Σχετικά με το καβλάντισμα το λέει πρόσφατη έρευνα διακεκριμένων Αμερικανών ιατρών. Επιφανείς επιστήμονες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το καυλάντισμα, κατά τακτά διαστήματα είναι επιβεβλημένο. Να βγαίνεις με τους φίλους σου, να τρως και να πίνεις και να λες και να ακούς μαλακίες. Μόνο μαλακίες. Κάνει καλό, όχι μόνο στην ψυχική υγεία, αλλά και στη σωματική.
Ξεφύγαμε όμως. Θα μπορούσα ωστόσο να γράψω δύο λόγια με την επιστροφή μου στην Αθήνα. Ούτε αυτό έκανα αυτή τη φορά. Καταρχήν δεν είναι το καλύτερο μου να γράφω για ποδόσφαιρο. Και δεν τη βρίσκω να γράφω για ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Έστω κι αν πρόκειται για τελικό Τσάμπιονς Λιγκ. Μου αρέσει να βλέπω το ματς. Όπως τον Τελικό του Μουντιάλ Ιταλία-Γαλλία, το 2006, στο ίδιο γήπεδο με τη κεφαλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι. Όχι να γράφω για τα ματς που βλέπω. Πλέον δεν έχουν καμία αξία και τα ταξιδιωτικά ρεπορτάζ. Πόσο ωραία είναι η Ρώμη σα να περπατάς, σε μια πόλη-μουσείο, το Παρίσι με τη Μονμάρτη και το Λούβρο, πόσο βαρετό και άχαρο είναι το Μάντσεστερ. όλα έχουν ειπωθεί και όλα έχουν γραφτεί για όλες τις πόλεις της Ευρώπης. Ούτε έχεις να πεις τίποτα εσύ, ούτε να προσθέσεις κάτι. Τα έχουνε πει άλλοι.
Να ξαναγυρίσουμε όμως στο ποδοσφαιράκι. Το να γράφω για ένα παιχνίδι , για το οποιοδήποτε παιχνίδι, θεωρώ ότι τον κοροϊδεύω τον κόσμο. Ότι εγώ είμαι ο έξυπνος κι ο πονηρός που μπορώ να βλέπω αυτά που δεν βλέπουν οι άλλοι. Ότι μπορώ να αναλύσω συστήματα και τακτικές. Να σταθώ σε δήθεν αόρατες λεπτομέρειες. Όταν ο μέσος φίλαθλος σήμερα καλυγώνει τον ψύλλο. Όταν οι πιτσιρικάδες ακούνε τους σπήκερ της τηλεόρασης, να λένε μαλακίες και να γελάνε. Όταν διαβάζουν αυτούς που επιμένουν να γράφουν για "γιορτή του ποδοσφαίρου" κι ότι οι οπαδοί των δύο ομάδων τραγουδούσαν όλοι μαζί στις πλατείες, πήγαιναν όλοι μαζί με το μέτρο στο γήπεδο, χωρίς να γίνει το παραμικρό. Χωρίς να ανοίξει μύτη. Όταν το επίπεδο της δημοσιογραφίας δύσκολα ξεπερνάει τον μέσο όρο του επιπέδου της κοινής γνώμης. Αν δεν έχεις λοιπόν να πεις, τίποτα παραπάνω από το αυτονόητο, καλύτερα να μην μιλάς.
Πάντα βέβαια κάτι υπάρχει. Όπως πχ το 2012 στο Μόναχο. Για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία του θεσμού, έφτασε να είναι φιναλίστ, γηπεδούχος ομάδα. Μπάγερν-Τσέλσι ο τελικός στο "Αλιάνζ Αρένα" του Μονάχου. Με τους επιτελείς της ΟΥΕΦΑ να έχουν τεράστιο άγχος: κι αν γίνουν επεισόδια. Δεν είναι τόσο απλό να χάσει ο άλλος το Τσάμπιονς Λιγκ, μέσα στο γήπεδο του. Κι η Μπάγερν το έχασε. Αν και ήταν καλύτερη από την Τσέλσι, το έχασε στο πέναλτι. Και στην κυριολεξία δεν άνοιξε μύτη. Με τους οπαδούς της Μπάγερν να είναι δώδεκα ώρες στους δρόμους και να έχουνε πιει μια θάλασσα από μπύρες. Να ξαναβλέπουν σε επανάληψη τον τελικό, μπαϊλιντισμένοι στις καφετέριες τη διαδικασία των πέναλτι, με τους Εγγλέζους επίσης σουρωμένους δίπλα τους κι όλα καλά κι όλα ωραία. Αυτή ήταν πράγματι μια εντυπωσιακή εικόνα.
Να πούμε, όμως, δύο λόγια για τον Τελικό του Βερολίνου. Καταρχήν αν σου αρέσουν τα σπορ είσαι πάντα με το αουτσάιντερ. Δεν είσαι με το φαβορί. Η Γιουβέντους λοιπόν έκανε ότι μπορούσε για να γίνει ένας ωραίος τελικός. Εξάντλησε και τις δυνατότητες της και τα κουράγια της. Όλα όσα είχα τα έδωσε. Ρεφάρισε το ένα-μηδέν της Μπαρτσελόνα, πήγε κάποια στιγμή να μπερδέψει το ματς και κυνήγησε την ισοφάριση μέχρι το τέλος. Ένας παίκτης της Μπαρτσελόνα αν έπαιζε στη Γιουβέντους, ίσως ο τελικός να έχει διαφορετικό νικητή. Κι αυτός δεν είναι ο Μέσι. Λέω για αυτόν τον τσόγλανο τον Σουάρες. Κίνδυνος-θάνατος. Είτε έχει τη μπάλα στα πόδια του, είτε δεν την έχει. Πάντα επικίνδυνος, πάντα να τελειώνει τις φάσεις. Αν είχε τον Σουάρες αντί για τον Τέβες η Γιουβέντους θα ήταν άλλη ομάδα. Όπως ήταν η Λίβερπουλ πέρυσι με τον Σοάρεζ που πήγε να πάρει το πρωτάθλημα μόνος του. Εύκολα θα σκοράριζε απέναντι σ' αυτή την άμυνα της Μπαρτσελόνα ο Σουάρες. Ειδικά στη φάση που ο Τέβες την έστειλε ξεμαρκάριστος στα περιστέρια.
Έτσι φτάσαμε και στην Μπαρτσελόνα. Που πάει σιγά-σιγά να γίνει Ρεάλ. Μια ομάδα με σταρ που πάει τα παιχνίδια στο "όσα πάνε κι όσα ρθούνε". Με μια επίθεση-φωτιά και με μια άμυνα της πλάκας. Κι εντάξει. Δεν είναι καθόλου εύκολο να βγάζεις κάθε μέρα Τσάβι και Ινιέστα. Να διατηρείς ισορροπία και στις τρεις γραμμές. Είναι εμφανής, όμως, η νοοτροπία και η επιλογή. Να έχουμε δίπλα από τον Μέσι επιθετικούς σαν τον Σουάρες και τον Νεϊμάρ. Αντί για τον Τσάβι που φεύγει βρίσκουμε τη λύση με τον Βιδάλ και στην άμυνα ότι βρέξει κι ας κατεβάσει. Αν φάμε ένα, θα βάλουμε τρία. Αν φάμε δύο θα βάλουμε τέσσερα. Κάτι που παραπέμπει σε Ρεάλ και όχι σε Μπαρτσελόνα.
(Οκτώ τσέλο παίζουν Νίνο Ρότα από τη Λα Στράντα του Φελίνι)