OPINIONS

Βρίσκουν προπονητές, όπως ... ταξί

Βρίσκουν προπονητές, όπως ... ταξί

Ο Κώστας Καίσαρης θίγει το θέμα του προπονητή στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ξεκινάει από την δεκαετία του 80, συνεχίζει με Βαρδινογιάννη-Κόκκαλη, κάνει μια στάση στην παράγκα και καταλήγει στους Αρβανιτίδηδες και τους Καϋμενάκηδες

Πάει κι ο Μπάμπης Τεννές. Να συνεισφέρω, λοιπόν, κι εγώ από την πλευρά μου στη μεγάλη συζήτηση για τους προπονητές. Και να θέσως ευθύς εξ΄αρχής την διαφωνία μου: Το λάθος, τις περισσότερες φορές, είναι όταν τους προσλαμβάνουν.

Ας γυρίσουμε τριάντα χρόνια πίσω. Στην δεκαετία του 80. Να δούμε ενδεικτικά ποιοι προπονητές δούλευαν στις ομάδες. Και δεν μιλάμε για Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ. Λέμε για τις μικρές. Για την Ρόδο, που είχε τον Σενέκοβιτς. Τον ΠΑΣ Γιάννινα του Γκμοχ. Τη Λάρισα, που είχε πέρα από τον Γκμοχ και τον Στρεϊλάου, επίσης πρώην ομοσπονδιακό τεχνικό της Πολωνίας.

Ο Πανιώνιος τον Ούρμπεν Μπραμς. Ο Ηρακλής τον Γερμανό Ράους. Ο Εθνικός τον Εγγλέζο Μπάγκιγχαμ. Ο Απόλλωνας τον Πρόκοπ. Κανονικούς προπονητές. Και σε κάποιες περιπτώσεις δάσκαλους. Ακόμα και στις μικρές ομάδες υπήρχε η λογική ότι θα πάρουμε προπονητή, την καλύτερη δυνατή περίπτωση. Όχι σε φτηνιάρικες, ή πρόχειρες λύσεις.

Ή, επειδή, έπαιξε μπάλα στη Βέροια ο Στόικα και ξέρει τα κατατόπια τον παίρνουμε για προπονητής, βλέποντας και κάνοντας. Η στροφή στις φτηνές και πρόχειρες λύσεις, έγινε σιγά-σιγά. Κομβικό σημείο η εποχή της παράγκας. Οι ομάδες που ήταν στο κόλπο δεν είχαν κανένα λόγο να πληρώνουν κανονικούς προπονητές. Ήξεραν ότι τον στόχο τους τον είχαν εξασφαλίσει με άλλο τρόπο. Να μείνουν δηλαδή στην κατηγορία, όπως είναι το ζητούμενο κάθε φορά για τις μισές και παραπάνω ομάδες, που παίζουν στην Σουπερλίγκ.

Ο "άλλος τρόπος" και το ... κόστος

Αφού, λοιπόν, είχαν σημαντικά έξοδα για τον "άλλο τρόπο", ρεφάριζαν, μηδενίζοντας σχεδόν το κόστος του προπονητή. Έβαζαν στον πάγκο κάποιον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή, του έλεγαν μάλιστα και τη γνώμη τους για τη σύνθεση κι όλα καλά κι όλα ωραία. Η φτήνια, λοιπόν, έγινε μόδα, η μόδα καθεστώς. Στην πορεία προέκυψε και η κρίση.

Οι παράγοντες έγινανη ακόμη πιο σφιχτοί και τα κασέ έπεσαν ακόμα περισσότεροι. Και φτάνουμε στην τελευταία διετία, που το κοντέρ χτύπησε κόκκινο. Πέντε προπονητές πέρσι ο Άρης, τέσσερις ο Παναθηναϊκός. Μιλάμε για κωμωδία. Με ποια κριτήρια, όμως, γίνονται προσλήψεις των προπονητών; Πώς επέλεξαν π.χ στην αρχή της σεζόν, το Νίκο Χατζηνικολάου: Με ποια προϋπηρεσία; Ούτε μια φορά δεν έχει ολοκληρώσει μια χρονιά σε ομάδα Άλφα, ή Βήτα Εθνικής.

Έχουμε, λοιπόν, κάποιους προπονητές που κάθε χρόνο ανακυκλώνονται από ομάδα σε ομάδα: Δερμιτζάκης, Ουζουνίδης, Παντελίδης, Μάντζιος, Κωστένογλου, Παπακώστας, Χάβος κα. Σίγουρα δεν είναι όλοι ίδιοι. Κι ο καθένας απ΄αυτούς στην καριέρα του έχει σκαμπανεβάσματα. Πέρσι στον δεύτερο γύρο ο Ουζουνίδης τα είχε πάει καλά με την Σκόντα. Εφέτος στον Πλατανιά, σχεδίασε μια ομάδα με ξένους, στην συντριπτική πλειοψηφία τους, χωρίς φυσιογνωμία και ταυτότητα.

Ο Μάκης Χάβος, που πέρσι ο Αρβανιτίδης τον είχε διώξει με το καλημέρα, έχει εφέτος στον Παναιτωλικό δείγματα εξαιρετικής δουλειάς. Ο Μάντζιος και στον Πανιώνιο και τώρα στον Πανθρακικό, έχει θετικό πρόσημο. Μιλάμε για τους προπονητές της τελευταίας γενιάς που δεν κουβαλάνε μεγάλο όνομα σαν ποδοσφαιριστές. Για να ανοίξουν εύκολα οι πόρτες, όπως στις περιπτώσεις του Τ άκη Λεμονή και του Νιίοπλια.

Υπάχουν και οι έμπειροι, όπως οι Μ αντζουράκης, Παράσχος, Τσιώλης, Αναστασιάδης, Αναστόπουλος, Τεννές κι ο Διώνης που τώρα δουλεύει στην Κύπρο.

Όποιος κάτσει πρώτος

Το αυτονόητο λέει ότι το νο 1 σε μια ομάδα είναι ο πρόεδρος και νο 2 ο προπονητής. Κι όσο πιο πολλά χρόνια μένει σε μια ομάδα ένας προπονητής, τόσο καλύτερος γίνεται. Αν αλλάζεις κάθε χρόνο δυο-τρεις προπονητές, δεν κάνεις τίποτα. Με ποια κριτήρια, όμως, γίνονται οι προσλήψεις; Έχω ξαναγράψει ότι οι παράγοντες στην Ελλάδα, παίρνουν τους προπονητές, όπως κάποιος ψάχνει για ταξί: Σηκώνει το χέρι κι όποιο σταματήσει πρώτο. Όποιος προπονητής βρεθεί στον δρόμο τους.

Με την κάθε περίπτωση, βέβαια, να είναι διαφορετική: Ο Αρβανιτίδης στην Βέροια θέλει τους προπονητές να είναι ουσιαστικά βοηθοί του. Γι αυτό τους αλλάζει με τόση ευκολία. Πέρα όμως από τους παράγοντες που τα ξέρουν όλα, όπως ο Κομπότης κι ο Καϋμενάκης που έδιωξε τον Τσιώλη για να έχει αυτός το κουμάντο, είναι κι οι παράγοντες που ακόμα μαθαίνουνε.

Όπως ο Αλαφούζος, που άλλαξε πέρσι τέσσερις προπονητές, όπως ο Βελλής που ύστερα από τέσσερα παιχνίδια έδιωξε τον Τεννέ. Ποιον νόμιζε, δηλαδή, ότι είχε πάρει; Τον Μουρίνιο;

Το θέμα, όμως, δεν είναι "άσπρο-μαύρο". Με τους παράγοντες, δηλαδή, στον ρόλο των κακών και τους προπονητές στον ρόλο των θυμάτων. Για ποιους Έλληνες προπονητές μιλάμε; Οι περισσότεροι είναι εμπειρικοί, αν όχι ημιμαθείς. Δουλεύοντας μαθαίνουν τη δουλειά.

Να δουν μια προπόνηση του Γκουαρδιόλα

Ποιοί είναι αυτοί που πράγματι έχουν σπουδάσει; Η μόρφωσή τους, περιορίζεται σε κάποια σε σεμινάρια και στο να παρακολουθούν τις προπονήσεις ξένων τεχνικών. Λες και όποιος δει την προπόνηση του Γκουαρδιόλα θα κάνει την ομάδα του, Μπάγερν.

Για να θεωρηθεί καλός προπονητής κάποιος, πρέπει να υπάρχει ένα δείγμα δουλειάς του, τουλάχιστον, για πέντε χρόνια. Στην Ελλάδα οι παράγοντες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να προσλαμβάνουν προπονητές μαθητευόμενους μάγους. Αφού, σου λέει, ο Βαρδινογιάννης έκανε προπονητή τον Ρότσα και ο Κόκκαλης τον Λεμονή, θα κάνω κι εγώ το ίδιο. Έτσι έκανε ο Πατέρας με τον Νιόπλια. Έτσι κι ο Αλαφούζος με τον Αναστασίου ή ο Καϋμενάκης με τον Στάικο Βεργέτη, έτσι θέλουνε στην ΑΕΚ με τον Τραϊανό Δέλλα.

Και για κάθε τέτοια περίπτωση που βγαίνει, υπάρχουν άλλες δέκα που πάνε στράφι. Στο κορώνα-γράμματα, κάποιος κερδίζει, κάθε φορά. Αυτός που εφαρμόζει στο ποδόσφαιρο τη λογική του "ο,τι κάτσει" κατά κανόνα είναι χαμένος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ