Αφήστε τον Ρούντι στο τσίρκο του
Ο Μάνος Μίχαλος δεν έχει να πει πολλά για την ήττα του Ολυμπιακού, αλλά έχει αρκετά περισσότερα για τον Ρούντι και τους μεγάλους παίκτες, που ποτέ δεν μπορείς να αγαπήσεις πραγματικά. Γιατί σε σκοτώνουν.
Ο τρόπος με τον οποίο έχασε ο Ολυμπιακός δεν σηκώνει πολλή κουβέντα, ενώ ούτε καν ότι το φαβορί νίκησε το αουτσάιντερ στο πρώτο παιχνίδι της σειράς (είναι συνήθως το λογικό αποτέλεσμα, αφού οι έδρες δεν σπάνε συχνά με το καλημέρα). Το βάθος της Ρεάλ Μαδρίτης στα χαρτιά, το οποίο επιβεβαιώθηκε και στο παρκέ από τη στιγμή που οι ερυθρόλευκοι δεν είχαν πολλούς παίκτες σε καλή μέρα, είναι ξεκάθαρα το βασικό αίτιο της ήττας.
Όσο και αν ο Σίμονς εξέπληξε με την εμφάνιση του, η ρακέτα του Ολυμπιακού χθες ήταν φτωχή, όσο και αν ο Πρίντεζης επανήλθε με όρεξη, η θέση 4 έμπαζε νερά και όσο και αν ο Σπανούλης ήθελε, οι υπόλοιποι στην περιφέρεια δεν μπορούσαν με τον Ματ Λοτζέσκι να ξεχωρίζει για την αδυναμία του να αναλάβει το β’ πρωταγωνιστικό ρόλο.
Συνεπώς, εναντίον μιας ομάδας με αυτούς τους παίκτες σε κάθε θέση, ο Ολυμπιακός δεν θα μπορούσε να αξιώσει περισσότερα πέρα από μια σχετικά καλή προσπάθεια για 10 αγωνιστικά λεπτά. Τα λάθη, η αστοχία και κυρίως το “δύο ταχύτητες” κάτω που φάνηκε να βρίσκεται ο Ολυμπιακός σε σχέση με τη Ρεάλ, έκαναν τη διαφορά, ενώ απέναντι στο ξύλο και το σκληρό παιχνίδι των Ισπανών, οι πρωταθλητές Ευρώπης φάνηκε να μην είναι προετοιμασμένοι εγκεφαλικά κυρίως να αντιδράσουν. Δεν έγινε κάτι περισσότερο, ωστόσο, από ένα φυσιολογικό 1-0 και τη Μ. Πέμπτη θα συναντηθούν ξανά με διαφορετικές αγωνιστικές συνθήκες και διαφορετικές ψυχολογικές παραμέτρους. Εκεί, οφείλει ο Ολυμπιακός (το οφείλει έχει να κάνει με το στόχο της πρόκρισης) να εμφανιστεί διαφορετικός και κυρίως σύσσωμος, όχι με 2-3 παίκτες σαν πασχαλιάτικα βεγγαλικά.
Πάμε παρακάτω; Μισό λεπτό, διακοπή για διαφημίσεις
Κανονικά εδώ θα έπρεπε να ταιριάζει η φράση “με αυτό το μαλλί δεν πήδηξε κανείς”, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ο Ρούντι Φερνάντεθ πηδάει και ψηλά και καλά. Ο Ισπανός που πλέον βρίσκεται στα 29 του χρόνια και δεν είναι πια παιδί, για να χαρακτηρίζεται ανώριμος, διεκδικεί με το σπαθί του την πρώτη θέση στους αντιπαθητικά πρόσωπα για τους Έλληνες και από τη στιγμή που η χώρα βγήκε στις αγορές, μάλλον θα την κατακτήσει και η Μέρκελ θα κατέβει ένα σκαλί πιο κάτω (μέχρι τα επόμενα μέτρα). Προσωπικά ο Ρούντι μου ήταν πάντα αδιάφορος σε επίπεδο συμπεριφοράς, ίσως γιατί το πολύ καραγκιοζιλίκι αντί να με εκνευρίζει, με κάνει να βαριέμαι. Καταλαβαίνω φυσικά ότι κουβαλάει κάποια ψυχολογικά θέματα (δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς την ανάγκη του να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, ακόμη και της κακής), αλλά όσο τα βλέπω μια στο τόσο, αραιά και πού, δεν πρόκειται να τον αφήσω να μου κάνει defocus (κάτι που κινδυνεύει να πάθει ο Ολυμπιακός) από τα πολύ πιο σοβαρά πράγματα που έχω να κάνω, από το να ασχολούμαι με τον χίπστερ της Μαδρίτης.
Άλλωστε, η άποψη μου σχετικά με τους μεγάλους παίκτες (και ο Ρούντι καλώς ή κακώς είναι ένας τέτοιος, από τότε που ήταν πιτσιρικάς) είναι ξεκάθαρη. Οι 9 στους 10 φαίνονται αντιπαθητικοί στο γήπεδο, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, άλλοι επειδή μιλούν στους διαιτητές, άλλοι επειδή μιλούν στους αντιπάλους, άλλοι επειδή επικοινωνούν με τον κόσμο (είτε το δικό τους, είτε τον αντίπαλο) και σχεδόν όλοι επειδή σκοτώνουν στο πέρασμα τους. Ναι, αν έχεις απέναντι σου τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη, τον Ναβάρο και τον Ρούντι (προσοχή, απέναντι σου επαναλαμβάνω), δεν είναι εύκολο να τους αγαπήσεις. Μπορείς να τους θαυμάσεις, να τους σεβαστείς, ακόμη και να τους χειροκροτήσεις (στο τρίτο ή το δεύτερο δεκάλεπτο, ποτέ στο τελευταίο, εκτός αν κερδίζει η ομάδα σου), αλλά #agapimono δεν χωράει.
Τώρα, ήδη κάποιος έχει αρχίσει να γράφει από κάτω “κομπλεξικέ Μίχαλε, ο Διαμαντίδης δεν είναι το ίδιο”, “βάζελε Μίχαλε, ο Σπανούλης είναι παιχταράς και προσωπικότητα”. Αντιπαρέρχομαι τους χαρακτηρισμούς και θα συμφωνήσω μαζί σας, άγνωστοι (για λίγα ακόμη λεπτά) αναγνώστες. Είναι τεράστιοι παίκτες και οι δύο, αλλά έχουν προκαλέσει αντιπάθειες και οι δύο σε διαφορετικές περιπτώσεις και με διαφορετικές συνθήκες. Ο Διαμαντίδης δεν μιλάει στους διαιτητές; Ναι. Ο Σπανούλης όταν βγάζει τη γλώσσα του δεν προκαλεί; Ναι. Αμφότεροι δεν σκυλιάζουν (και καλά κάνουν) για να κερδίσει η ομάδα τους; Ναι. Προφανώς δεν είναι του κατώτερου επιπέδου συμπεριφοράς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ρούντι, αλλά αυτό τους κάνει και περισσότερο αγαπητούς σε μη Έλληνες φιλάθλους, σε σχέση με τον Ισπανό που αμφιβάλλω αν έχει γνωρίσει το (ξένο) χειροκρότημα που συνάντησαν στην καριέρα τους οι δύο δικοί μας. Όμως, αποκλείεται να αγαπάει όλος ο κόσμος τους δικούς μας. Πάμε λίγο πιο πίσω, σε άλλους μεγάλους παίκτες.
Τον Θοδωρή Παπαλουκά τον κράζει η μισή Ελλάδα για τα χρήματα που έπαιρνε και πολλοί εκνευρίζονταν, λόγω της ικανότητας του να μιλάει στους συμπαίκτες του διαρκώς την ώρα του αγώνα, καθώς συντόνιζε τα πάντα ακόμη και σε νεκρό χρόνο. Μεγάλος παίκτης; Ναι. Όταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης έπαιζε, μπορεί κάποιοι να μην τον πρόλαβαν, αλλά ήταν αντιπαθητικός επειδή γκρίνιαζε και έκανε τις πιο αστείες γκριμάτσες που έχουμε δει στα ελληνικά γήπεδα. Μιλάμε για τον Γιαννάκη, τον “δράκο”, ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα του ελληνικού μπάσκετ.
Πάμε λίγο έξω, να τα πούμε λίγο ακόμη. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς ήταν αντιπαθητικός όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στο ΝΒΑ πράγμα που επιβεβαιώνει περισσότερο τη μεγάλη αξία του, καθώς τότε στην Αμερική οι Ευρωπαίοι (και λευκοί) παίκτες δεν περνούσαν απλώς απαρατήρητοι, αλλά έπρεπε να χύσουν ιδρώτα και αίμα για να τους σεβαστεί το σύστημα. Ο Μάικλ Τζόρνταν, ο θεός ο ίδιος δηλαδή, ήταν ο χειρότερος trash talker στα γήπεδα του ΝΒΑ, για τους πολέμιους του πρέσβευε μια άκρως ανταγωνιστική φιλοσοφία, ενώ δεν άφηνε ποτέ να πέσει τίποτα κάτω, απαντούσε (με διαφορετικό τρόπο) σε κάθε πρόκληση που δεχόταν. Μπορώ να συνεχίσω και με άλλους, τον Μπάρκλεϊ, τον Τόμας, φυσικά τον Ναβάρο που τον βλέπουμε ακόμη να ηγείται στα 34 του της Μπαρτσελόνα, τον Γκασόλ που οι Έλληνες θέλουμε να τον λιθοβολήσουμε στο Σύνταγμα επειδή του έκατσε να παίζει στην πιο ευλογημένη γενιά της Ισπανίας και του μας έκατσε να τη συναντήσουμε στο δρόμο μας, χωρίς θετικό αποτέλεσμα.
Δεν θέλω προφανώς να εξισώσω την αγωνιστική αξία των παραπάνω με την αξία του Ρούντι, ούτε να βάλω στο ίδιο μέτρο σύγκρισης τον Τζόρνταν με τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη, γιατί είναι Πάσχα και ο Θεός μπορεί να βλέπει, οπότε οι ύβρεις μόνο καλό δεν θα μου κάνουν. Ωστόσο, εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι μεγάλοι παίκτες μπορούν να γίνουν και ορισμένες φορές είναι και λίγο/πολύ αντιπαθητικοί (για να μη γράψω κάτι χειρότερο). Είναι σε ένα βαθμό η κατάρα τους, για την ευχή/ταλέντο που κουβαλάνε μαζί τους. Σαφώς και δεν είναι όλοι οι μεγάλοι παίκτες το ίδιο άσχημοι χαρακτήρες, ενώ κάποιοι που υπήρξαν τεράστιοι παίκτες, δεν προκάλεσαν ποτέ και κανέναν. Αυτό που βλέπουμε στο γήπεδο πάντως, όσο και αν το λέμε καθρέφτη της πραγματικής εικόνας ενός ανθρώπου/αθλητή δεν είναι απαραίτητα αληθές. Ναι, μέσα στο γήπεδο βγάζεις κρυφά στοιχεία του χαρακτήρα σου που ούτε ο ίδιος, ούτε οι δικοί σου άνθρωποι γνωρίζουν ότι τα διαθέτεις, αλλά δεν σημαίνει ότι είσαι αυτός ο τύπος. Γιατί, είναι αλλιώς με την πίεση στο 15 και αλλιώς με την πίεση στο 11.
Κανείς, ωστόσο, δεν είναι άμοιρος ευθυνών, ούτε θα πάει στον αθλητικό παράδεισο επειδή είναι πολύ καλός στο γήπεδο ως παίκτης, οπότε δεν πειράζει ας γίνει και serial killer. Ο Ρούντι και ο κάθε Ρούντι παίρνει αυτό που του αξίζει, είτε ως τελικό αποτέλεσμα καριέρας, είτε στο σημαντικότερο από όλους τους τίτλους, τη διαχρονικότητα του ονόματος, τη σταθερότητα του σεβασμού που μπορεί να κερδίσει (και ποτέ να απαιτήσει) από τον κόσμο της ίδιας αλλά και της αντίπαλης ομάδας. Ο Ισπανός παίκτης δύσκολα θα μείνει στην ιστορία της Euroleague, του μπάσκετ γενικότερα, επειδή πηδάει καλά, τρέχει γρήγορα και κάνει όλα αυτά που κάνει στη διάρκεια ενός αγώνα. Μάλλον, ούτε και εντός της Ισπανίας θα καταφέρει ποτέ να πάρει το χειροκρότημα που τόσο πολύ θέλει και μέσα από τις αντιδράσεις του θα δείχνει τη ζήλεια του, για τα ψίχουλα αποθέωσης που του αναλογούν, επειδή μπροστά του είχε ένα μέγιστο Ναβάρο και έναν τεράστιο Γκασόλ.
Οπότε, ας αφήσουμε τον Ρούντι στην ησυχία και το τσίρκο του. Πάντα θα υπάρχουν πολλοί σαν αυτόν, μπορεί να είναι και δικοί μας.
Υ.Γ. Αυτό που έκανε ο Γιάννης Μπουρούσης στα 18’’, το έκανε και όταν έπαιζε στον Ολυμπιακό. Είναι ο ίδιος παίκτης, πιθανότατα και ο ίδιος άνθρωπος, τουλάχιστον αυτό βλέπω εγώ. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά το "να μην γλείφουμε, εκεί που φτύναμε” πάει και ανάποδα.