Μεταδοτική ασθένεια
Ο Μάνος Μίχαλος γράφει για την “άβολη” μετάδοση του Ολυμπιακός - Άντερλεχτ, για τους οπαδούς που δεν λένε όχι και για τη σήψη του δημοσιογραφικού κλάδου που διαλύεται εκ των έσω.
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα πάντα μου άρεσε ο Θαναηλάκης όταν φώναζε. Καταλάβαινα βέβαια ότι είχα κάποιο ζήτημα, μου έλειπε κάποιο ένζυμο, για να αντέχω (ειδικότερα πιο μικρός, στην εφηβεία όταν ο συνάδελφος ήταν στο Mega) τις κραυγές του πριν ακόμα περάσει η μπάλα τη σέντρα, αλλά ίσως να μου φαινόταν entertainment όλο αυτό, να μου προκαλούσε και γέλια ορισμένες φορές.
Περνούσα καλά. Αυτό δεν είναι και το νόημα με τα σπορ; Να περάσουμε καλά; Τουλάχιστον αυτό ήταν το ζητούμενο τις προηγούμενες δεκαετίες και στα σπορ και στο δικό μας χώρο, το δημοσιογραφικό. Έλεγες “να γίνω δημοσιογράφος, γιατί μου αρέσει το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, ο αθλητισμός, μου αρέσει η πολιτική, μου αρέσουν τα καλά κείμενα, μου αρέσουν τα περιοδικά ή αγαπάω την τηλεόραση”.
Δεν με θυμάμαι να λέω “θέλω να γίνω δημοσιογράφος επειδή είμαι Ολυμπιακός”. Ούτε, ευτυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι που γνώρισα και έμαθα από αυτούς στο χώρο, ήταν άρρωστοι με μια ομάδα. Δεν καθόριζε την κρίση τους το οπαδιλίκι ή (ακόμη χειρότερα) το pay roll. Όμως, καθώς περνούν τα χρόνια, αυτό που συμβαίνει είναι το χειρότερο για τον κλάδο των σπορ. Το entertainment στα sports έχει πεθάνει. Το πεθάνανε οι ομάδες που κυνηγάνε την αντικειμενικότητα, το πεθάνανε οι δημοσιογράφοι που τους σηκώνεται όταν χάνει η ομάδα που μισούν, το πεθάνανε οι οπαδοί που ζουν και αναπνέουν για να πατήσουν τον αντίπαλο στο κεφάλι.
Η μετάδοση του αγώνα Ολυμπιακός - Άντερλεχτ είναι μια πραγματικά άσχημη και κυρίως άβολη στιγμή. Όχι για τη δημοσιογραφία. Δεν υπήρχε δημοσιογραφία στη συγκεκριμένη μετάδοση και δεν χρειάζεται η δημοσιογραφία στη μετάδοση. Ένταση, γνώσεις, ψυχαγωγία. Αυτό θέλει μια μετάδοση, ειδικά συνδρομητικών τηλεοράσεων που πραγματικά πληρώνουμε εμείς οι συνδρομητές και χωρίς εμάς, δεν θα υπήρχαν. Άρα, εμείς είμαστε τα “αφεντικά”, εμείς πρέπει να θέτουμε τους κανόνες. Όμως, κι εμείς οι τηλεθεατές έχουμε τα προβλήματα μας. Τη μια εβδομάδα σφάζουν τον Ολυμπιακό στο Βέλγιο και τρελαίνονται οι μεν, την αμέσως επόμενη εβδομάδα ο διαιτητής του αγώνα μπερδεύει τα χέρια με τα πόδια και τρελαίνονται οι απέναντι.
Ο Θαναηλάκης, πάντως, δεν φταίει εξ ολοκλήρου. Σίγουρα ο καθένας έχει την ευθύνη των πράξεων του και ο ίδιος σήμερα δεν θα λέει “καλά τα πήγαμε χθες”, όταν replay εξαφανίστηκαν, το συναίσθημα ήταν περισσότερο από την κοινή λογική και ο Πέτρος Μίχος δίπλα του ήταν πραγματικά μια μαύρη τρύπα, καθώς ό,τι και να γινόταν το ρουφούσε και πηγαίναμε παρακάτω. Στην Ελλάδα όμως του 2016, όμως, η κατάντια είναι μία: από το “ποιος θα σφυρίξει;” που ήταν παγκόσμια πατέντα έτσι κι αλλιώς, περάσαμε και στο ερώτημα “ποιος θα μεταδώσει;”. Κι αν δεν μας αρέσει ο τηλεοπτικός σπίκερ, πατάμε mute και βάζουμε ραδιόφωνο σε συνδυασμό με εικόνα, ψάχνουμε ξένη μετάδοση, διαβάζουμε κάποιο live blog. Ψάχνουμε διέξοδο δηλαδή.
Σε ποια χώρα νοιάζονται για το ποιος θα μεταδώσει; Σε ποια χώρα, στήνονται ολόκληρες εκπομπές, με στόχο την αποδόμηση ομάδων ή/και ανθρώπων; Σε ποια χώρα βγαίνουν δημοσιογράφοι που έτυχε να ζήσουν στην εποχή του ίντερνετ (όπου το πιο εύκολο πράγμα, είναι να γράψεις την άποψη σου και να νομίζεις ότι μετράει κιόλας) και αντί για καθαρά κείμενα, γράφουν καθοδηγούμενα είτε από τον “κρυφό επενδυτή” είτε από το πάθος για την ομάδα που αγάπησαν μικροί.
Στην Ελλάδα του 2016, για να μεταδώσεις έναν αγώνα πρέπει πρώτα να δηλώσεις τι ομάδα είσαι. Είσαι Ολυμπιακός; Θα πας ΣΕΦ και Καραϊσκάκη. Είσαι Παναθηναϊκός; Θα πας ΟΑΚΑ. Είσαι ΑΕΚ; Και γιατί μπορεί να τα πεις καλύτερα και γιατί μπορεί να γλιτώσεις και από τον κόσμο. Παλιότερα, τουλάχιστον, δεν ξέραμε τι ομάδες ήταν ο κάθε ένας που ακούγαμε στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Κάποιοι “καρφώνονταν”, άλλοι σου άφηναν μια αίσθηση ότι μπορεί να ήταν το τάδε, αλλά δεν ξεκινούσε ένα ματς ποδοσφαίρου ή μπάσκετ και το πρώτο που σχολίαζες ήταν “α πάλι αυτός ο γαύρος/βάζελος;”. Προσωπικά, ποτέ δεν έκρυψα την ομάδα που υποστήριξα από μικρός, δεν γινόταν κιόλας, το (μπασκετικό μάλιστα) βιογραφικό μου είναι ανοιχτό για τον καθένα. Όμως, δεν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος για να “βλέπω ματς Ολυμπιακού”. Καλύτερα να πλήρωνα να τα δω με την ησυχία μου και με τους φίλους, όχι τρέχοντας στις μικτές ζώνες για μια δήλωση.
Το μεγαλύτερο πάντως κακό που πιστεύουμε εμείς οι δημοσιογράφοι, είναι ότι μπορούμε να παίξουμε ρόλο σε μια ομάδα. Να τη βοηθήσουμε. Να είμαστε ένα με αυτή. Αν θες να είσαι μέλος μια ομάδας, βάλε τον κώλο σου κάτω αν έχεις και ταλέντο και παίξε μπάσκετ ή ποδόσφαιρο. Αν δεν έχεις ταλέντο, γίνε έφορος. Αν δεν θες να γίνεις έφορος, μάζευε τα ρούχα των παικτών και ζήσε ως μέλος μιας ομάδας. Δεν μπορείς να είσαι μέλος μιας ομάδας, ούτε να συμπεριφέρεσαι ως τέτοιο, επειδή γράφεις ή μιλάς σε κάποιο Μέσο. Αν θες να βοηθήσεις την ομάδα που αγαπάς, βοήθησε το προϊόν, βοήθησε το άθλημα. Κάνε κάτι γι’ αυτό. Άσε τις κόκκινες και τις κίτρινες και μην το παίζεις Ρομπέν των Δασών, γιατί εκτίθεσαι.
Κρίμα πάντως και για τον κλάδο μας, που ο κόσμος περιμένει από εμάς, να υπάρχει η ΕΣΗΕΑ και να είναι σε αυτό το σημείο της σήψης. Κρίμα. Γιατί να υπάρχει ΚΕΔ για να ελέγχει τους διαιτητές και την παρουσία τους μέσα σε ένα ματς και γιατί δεν υπάρχει και αξιολόγηση μεταδόσεων, αξιολόγηση απόψεων; Γιατί υπάρχουν η ΕΣΗΕΑ και κάθε τέτοιο όργανο όπως ο ΠΣΑΤ; Για να οργανώνουν τις πιο αστείες απεργίες του πλανήτη; Τέλος πάντων, ψιλά γράμματα αυτά για τους περισσότερους και μπορεί να μην σας νοιάζουν κιόλας. Θα έπρεπε όμως. Γιατί ο κάθε αγώνας που βλέπετε στις συνδρομητικές, οι εκπομπές στα ελεύθερα (χαχα) κανάλια και ραδιόφωνα, πρώτα και πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι διασκέδαση και όχι παιχνίδι σκοπιμότητας, όπου άλλοι το κάνουν με την παντιέρα της επανάστασης και της εξυγίανσης και άλλοι με την πρόφαση της νίκης ή των τίτλων. Χάνεις, κερδίζεις, πρέπει πρώτα να περνάς καλά. Αλλιώς δεν έχει νόημα.
Ο ΟΤΕ και η Forthnet δεν έχουν πάντως πολλά να σκεφτούν, είναι αρκετά απλά τα πράγματα. Αν δουν τον εαυτό τους ως επιχειρήσεις που πληρώνουν για να έχουν το προϊόν του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ στα χέρια τους, πρέπει απλώς να αποφασίσουν αν θέλουν να τα βοηθήσουν ή θέλουν απλώς να γίνουν ένα με αυτά και όπου τους πάει κι αυτούς η μοίρα. Συνδρομητές δεν πρόκειται να χάσουν άλλωστε, οπότε δεν έχουν τέτοιο άγχος. Αν το είχαν μπορεί και να κουνιόντουσαν. Ξέρουν όμως, ότι η μάζα ποτέ δεν σκέφτεται καθαρά και γι’ αυτό είναι εύκολο να τη χειραγωγήσεις.