Ένας δυνατός άνθρωπος
Ο Μάνος Μίχαλος γράφει για τον Γιώργο Μπαρτζώκα, μία μέρα πριν τη μεγαλύτερη πρόκληση του Ολυμπιακού: να συνεχίσει όσα ποτέ κανείς δεν περίμενε.
Στην ερυθρόλευκη ιστορία, μπάσκετ και ποδόσφαιρου, δεν είναι πολλοί οι προπονητές που κέρδισαν το χειροκρότημα, την εκτίμηση, το διαρκή σεβασμό και αφού έφυγαν, μια καλή υστεροφημία στα μάτια και τις μνήμες του κόσμου. Παρότι κάποιοι δημιούργησαν δυναστείες (Μπάγεβιτς, Ιωαννίδης), άλλοι κατέκτησαν τα πάντα (Ντούσαν Ίβκοβιτς), ένας ήρθε έχοντας κατακτήσει πολλά (Γιαννάκης), ορισμένοι ικανοποίησαν τις ορέξεις για ωραίο ποδόσφαιρο (Βαλβέρδε), ενώ υπήρξαν και κάποιοι (Λεμονής) που ικανοποίησαν τις ορέξεις ενός περίεργου είναι η αλήθεια ψυχισμού, σαν αυτόν που κουβαλάει ο φίλαθλος του Ολυμπιακού.
Δεν είναι εύκολο να είσαι προπονητής στον Ολυμπιακό, σε οποιοδήποτε άθλημα. Ακόμη και στο βόλεϊ ή το πόλο, όπου φαινομενικά οι προπονητές έχουν μικρότερη συμμετοχή ή τέλος πάντων επίδραση στο παιχνίδι, το ότι φέρουν απλώς τον τίτλο του coach σε αυτήν την ομάδα, είναι λες και προσωποποιούν τον κάθε ένα που δεν κάθεται στην άκρη του πάγκου, αλλά στην άκρη της κερκίδας ή ακόμη χειρότερα στην άκρη του καναπέ. Γιατί, οι περισσότεροι φίλαθλοι του Ολυμπιακού αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι περισσότερο και από το να παίζουν στον Ολυμπιακό θα ήθελαν να τον αναλάβουν και να τον οδηγήσουν στην κορυφή.
Χθες βράδυ λοιπόν, λίγο μετά τον αγώνα του Ολυμπιακού απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης, λίγο μετά το 2-2 κόντρα σε μια ομάδα σαφώς καλύτερη, λίγο μετά την επαναφορά από την κόψη του νήματος που συνδέει την ερυθρόλευκη ομάδα με τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης, το μάτι μου έπεσε πάνω στο παρακάτω status update του Αντώνη Καρπετόπουλου .
Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του Γιώργου Μπαρτζώκα. Η δύναμη με την οποία διαχειρίζεται την ομάδα και πολύ περισσότερο τον ίδιο τον εαυτό του όντας προπονητής του Ολυμπιακού. Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία αν παίζει αλλαγές στα σκριν δένοντας κόμπο τον Λάσο, αν βάζει και βγάζει παίκτες προκαλώντας διαρκώς νέες καταστάσεις (άλλοτε σωστές, άλλοτε λάθος) στο παιχνίδι της ομάδας του και του αντιπάλου, αν επιλέγει καλούς ή όχι ξένους παίκτες (στην καριέρα του έχει μερικές μεγάλες κινήσεις όπως ο Τζαμόν Λούκας, ο Ματ Ουόλς, τώρα ο Μπράιαν Ντάνστον αλλά και αστοχίες όπως ο Μπέγκιτς φέτος ή ο Πάουελ πέρυσι) με τα χρήματα που διαθέτει σε κάθε ομάδα ή αγωνιστική περίοδο, αν έχει εμπνεύσεις σε συστήματα και τι προπόνηση κάνει.
Για να είναι ένας προπονητής σε αυτό το επίπεδο, αποκλείεται σε όλα τα παραπάνω να είναι άσχετος. Είτε λέγεται Ομπράντοβιτς, Ίβκοβιτς, είτε λέγεται Μπαρτζώκας ή και Αλβέρτης που είναι ο πλέον φρέσκος στο μετερίζι των πάγκων. Ο χειρότερος υδραυλικός της χώρας, ξέρει πολύ καλύτερα από μένα και σένα να φτιάξει μια βρύση. Ο χειρότερος προπονητής της χώρας, ξέρει πολύ καλύτερα από μένα και σένα να κοουτσάρει στην Ευρωλίγκα. Γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Αν βάλεις τον Μπαρτζώκα να γράψει κείμενο, αν και μιλάει πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, δεν νομίζω ότι θα δούμε κείμενα σαν αυτό που πετυχαίνεις στο Grantland. Αν όμως, του πεις, μίλα μου για μπάσκετ, τότε με συγχωρείς αλλά πρέπει να πάρεις ποπ κορν, κόκα κόλα και να κάτσεις να ακούσεις. Και αυτόν και κάθε έναν που είναι σε αυτό το επίπεδο.
Όχι, δεν σου λέω να τον αποθεώσεις, δεν σου λέω να τον χειροκροτήσεις, να τον σηκώσεις στα χέρια σου, δεν σου λέω καν να θες να είναι στην ομάδα. Απλά να τον ακούσεις. Και όταν μιλάει με το στόμα και όταν “μιλάει” με τα λόγια τις πράξεις μέσα στο γήπεδο. Είναι πραγματικά απορίας άξιον, πώς ο συγκεκριμένος προπονητής δεν κατάφερε (δεν λέω “έχει καταφέρει”, γιατί πλέον θεωρώ δεδομένη την ασάφεια της εκτίμησης προς το πρόσωπο του) τουλάχιστον να κερδίσει μια ψύχραιμη (ούτε καν δίκαια) αντιμετώπιση. Έχοντας μια Ευρωλίγκα ως ο μοναδικός και πρώτος Έλληνας προπονητής, αντί να μπορεί να περπατήσει από τη φισούνα προς τον πάγκο ως κάτοχος του σεβασμού των φιλάθλων της ομάδας του, κατευθύνεται χωρίς να ξέρει αν το ματς που αρχίζει θα του δώσει χειροκρότημα ή μια και θα πάει στον αγυρίστο.
Να μου πεις, ο Βασίλης Σπανούλης αναγκάστηκε πριν από μερικές εβδομάδες να στείλει μήνυμα “δεν σας ακούω”, αφού ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας, της Ευρώπης και δεν ξέρω γω τι άλλο γράφουμε εμείς στα media και λένε οι φίλαθλοι στα social media, υποχρεούται ακόμη και τώρα, δύο Ευρωλίγκες μετά, τριάντα κρίσιμα σουτ και καμιά χιλιάδα σκληρά φάουλ, να πρέπει να κόψει τιμολόγιο για να αποδείξει ότι αξίζει τα χρήματα που του δίνουν. Ναι, με χρηματοικονομική θεωρία, είναι πολλά τα λεφτά που παίρνει ο Σπανούλης όχι στην Ελλάδα, αλλά στο ελληνικό μπάσκετ του 2014. Όμως, αυτά αξίζει, αυτά θα πάρει. Δουλειά είναι, μην έχουμε αυταπάτες.
Φτάνοντας προς το τέλος του κειμένου και έχοντας στο μυαλό, ότι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η επική επαναφορά του Ολυμπιακού απέναντι στη Ρεάλ μπορεί να μην γίνει ολική και να μείνει σε ένα εξαιρετικό στάδιο εντυπώσεων για το πώς πεθαίνει ένας βασιλιάς, μετά από δύο χρόνια στο θρόνο, σκέφτομαι τον Μπαρτζώκα και αν έχει νόημα να γράφεις για έναν προπονητή, μια μέρα πριν από έναν πιθανό αποκλεισμό, που μπορεί να σβήσει κάθε αλλαγή μαρκαρίσματος και την τεράστια συγκέντρωση που έχει προσδώσει στους παίκτες του σε αυτή τη σειρά (ο Λάσο ζήλεψε/φοβήθηκε το πόσο ομάδα εμφανίζεται ο Ολυμπιακός και αν θυμάστε καλά, τα δύο προηγούμενα χρόνια η ομάδα ήταν αυτή έκανε το back to back, όχι τα συμβόλαια). Γιατί να γράψεις ένα καλό κείμενο, αν δεν έχεις αποτέλεσμα που είναι και το ελληνικό κριτήριο για να κριθεί/επιλεγεί/απολυθεί ένας προπονητής;
Μήπως επειδή είσαι φίλος του; Μήπως επειδή θες να πεις κάτι πιο κρυφό, πίσω από τις λέξεις; Μήπως επειδή θες να κάνεις πολιτική; Μήπως επειδή είσαι ένας γραφικός του πληκτρολογίου; Μήπως επειδή δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις ή να γράψεις; Μήπως επειδή παίρνεις λεφτά κάτω από το τραπέζι; Μήπως επειδή θες να τα έχεις καλά με όσους είναι στη λάμψη; Μήπως επειδή είσαι ματαιόδοξος και ψάχνεις την αναγνώριση των αναγνωστών; Μήπως επειδή είσαι τρελός και ψάχνεις το κράξιμο των αναγνωστών; Όχι. Όλα τα παραπάνω είναι εκνευριστικά να στα λένε, αλλά αστεία αν δεις από που έρχονται. Η αιτία είναι ότι τώρα, ύστερα από μια χρονιά γεμάτη ένταση, προβλήματα, ήττες, λάθη, αποτυχία στο Κύπελλο Ελλάδας, αποτυχία στις αναμετρήσεις με τον Παναθηναϊκός, μέτριες επιλογές παικτών, ατυχίες, αμφισβήτηση, ένα σερί 10-0 που κανείς δεν θυμάται (και σωστά δεν το θυμάται, αλλά τον Νοέμβριο φωναζάμε εδώ, μην ασχολείστε, σιγά τα αυγά, όμως οι διθύραμβοι ήταν ενοχλητικά υπερβολικοί), η οποία μάλιστα (η χρονιά) δεν έχει καν τελειώσει.
Δεν ξέρουμε αν θα φέρει ένα ακόμη Φάιναλ Φορ, έναν back to back to back τίτλο, μια ανατροπή μέσα στο ΟΑΚΑ και πρωτάθλημα ή τίποτα από όλα αυτά, που θα σημαίνει ή θα ερμηνευτεί ότι ο Μπαρτζώκας στη φετινή χρονιά θα έχει μείνει με το “μηδέν” στο πηλίκο. Οπότε, ναι, τώρα είναι το σωστό timing, γιατί όπως είπε χθες ο Σπύρος Καβαλιεράτος στην Super BasketBALL αυτές οι ώρες, μέχρι να δούμε τι θα γίνει στη Μαδρίτη είναι ώρες που μπορείς να απολαύσεις τη στιγμή. Γιατί, μπορεί να μην έχεις άλλη στιγμή για να χαμογελάσεις ή μπορεί να μην αφήνεις τον εαυτό σου να το κάνει, για να είσαι συγκεντρωμένος στο στόχο. Επίσης, ναι τώρα είναι το σωστό timing, γιατί όταν δεν γίνεται αλλού, καλύτερα το κάνεις εσύ, τουλάχιστον να είσαι και συνεπής των καταγγελιών.
Όμως, πέρα από όλα αυτά, γιατί δεν είναι όλα μπάσκετ, δεν είναι όλα Ολυμπιακός, Μπαρτζώκας, Σπανούλης και δουλειά, πίσω στο σπίτι, είναι ένας μικρός τύπος, που δεν θέλεις να γίνει προπονητής (κι αυτός), δεν θέλεις να ασχοληθεί (κι αυτός) με τον αθλητισμό έτσι όπως έχει καταντήσει, δεν θέλεις να βγάλει εκατομμύρια αν δεν μπορεί να χαίρει εκτίμησης, δεν θέλεις να τον δείχνουν στο δρόμο και να μην ξέρει αν είναι για καλό ή για κακό, δεν θέλεις τίποτα από όλα αυτά, αλλά καλό είναι να έχεις πράγματα να του πεις όταν θα μπορεί να διαβάσει και να καταλάβει. Ότι αυτό που θέλεις, όπως είδες σε ένα status update, απλώς να μεγαλώσει και να γίνει ένας δυνατός άνθρωπος.