Η Ελλάς, η Σερβία και μια περίεργη συμμαχία
Ο Μάνος Μίχαλος γράφει στην ενότητα Top Guns για τους Σέρβους στον ελληνικό αθλητισμό και αναλύει το πόσο διαφορετικά θα ήταν τα σπορ στην Ελλάδα, χωρίς τους γείτονες που πάντα θαυμάζαμε και ενίοτε ζηλεύαμε.
Όταν το 1992 ο Αντώνης Σαμαράς άνοιγε την πόρτα και τα σύνορα, για να περάσουν εν τέλει στην από εδώ ελληνική όχθη, περίπου 1.500.000 κάτοικοι της Αλβανίας, λίγοι ήταν αυτοί που φαντάζονταν ότι 20 χρόνια μετά, ο ίδιος άνθρωπος θα είχε μπροστά του και μέσα στα πόδια του ένα τεράστιο μεταναστευτικό πρόβλημα, αυτή τη φορά ως πρωθυπουργός και όχι ως υπουργός Εξωτερικών.
Εκείνη ωστόσο την εποχή, το πόσοι αλλοδαποί περνούσαν με βάρκες, τα πόδια ή οποιοδήποτε άλλο μέσο (ή “μέσο") την κόκκινη γραμμή που χώριζε την Ελλάδα από τις γείτονες χώρες της, δεν ήταν η μόνη μετανάστευση (και για την άλλη, άλλωστε, μπορείτε να διαβάσετε Γνώμες στο NEWS 247) που γνώριζε η χώρα και ούτε αυτή που απασχολούσε, τουλάχιστον στο σημείο που συμβαίνει στις μέρες μας.
Λίγα χρόνια πριν (με τις διαφορετικής καταγωγής μεταγραφές τύπου Μισούνοφ και Σούμποτιτς), αλλά κυρίως από το 1991 και μετά, ο Γιάννης Ιωαννίδης ως προπονητής του Ολυμπιακού, με τον Γιώργο Λιάνη επί ΠΑΣΟΚ και τη Φάνη(Πάλλη) Πετραλιά επί Νέας Δημοκρατίας (προ γλίστρας), σήκωσαν σημαία το όνομα του Μποσμάν και άνοιξαν τη σέρβικη κάνουλα, που στο μέλλον δεν θα έκλεινε ποτέ. Για το καλό όλων μας, όπως αποδείχθηκε σε όλο το φάσμα του ομαδικού αθλητισμού.
Ο Μίλαν Τόμιτς και ο Ντράγκαν Τάρλατς που βαφτίστηκαν με ελληνικά ονόματα, ήταν απλώς η αρχή σε μια συνεχόμενη αρωγή βοήθειας από την πολύπαθη εκείνη την περίοδο Σερβία, όπου ανάμεσα σε πολέμους, θύματα και κατεστραμμένες πόλεις, ξεπηδούσαν ακόμη ταλέντα στο μπάσκετ, αλλά και το ποδόσφαιρο.
Ωστόσο, η διαλυμένη πλέον Γιουγκοπλάστικα, η σκορπισμένη σε κομμάτια Εθνική Γιουγκοσλαβίας (που από τις δόξες έναντι των Αμερικανών και τη δική της ομάδα όνειρο, έφτασε στο σημείο να μην λένε καλημέρα παίκτες και φίλοι, σαν αδέρφια όπως ο Βλάντε Ντίβατς και ο αείμνηστος και αξεπέραστος Ντράζεν Πέτροβιτς) και ομάδες όπως Ερυθρός Αστέρας που αντί για γήπεδο, είχε ένα πεδίο βολής από τους βομβαρδισμούς, ανάγκασε μια τεράστια δεξαμενή αθλητών, ταλέντου και μεθοδικότητας να βρει διέξοδο στην Ελλάδα (και στη συνέχεια σε άλλες χώρες της Ευρώπης).
Από τότε και μέχρι τώρα, οι Έλληνες και οι Σέρβοι έγιναν και αυτοανακηρύχθηκαν αδέρφια με συνθήματα για Ελλάς, Σερβία και Συμμαχία, ενώ πάντα η Ορθοδοξία ήταν ένας ακόμη λόγος για να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο το προφίλ αυτής της σχέσης, η οποία έχει πολλά επίπεδα, καλά και άσχημα. Από το πρώτο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στο μπάσκετ με τον Μπόζινταρ Μαλίκοβιτς στον πάγκο του Παναθηναϊκού, μέχρι τις από εδώ και από εκεί αναλύσεις και αστυνομικά ρεπορτάζ, για τις αδελφοποιήσεις συνδέσμων οργανωμένων οπαδών και από τις δύο χώρες.
Τα χρόνια της σέρβικης κυριαρχίας
Όμως, σε γενικές γραμμές, οι Σέρβοι μας έκαναν μόνο καλό. Μας έμαθαν από μπάσκετ μέχρι πόλο και στην περίπτωση του Νίκολα Στάμενιτς (του κορυφαίου προπονητή πόλο στον κόσμο την τελευταία 20ετια, ο οποίος ήταν στην Ελλάδα από τα 80s και την ομάδα της Γλυφάδας, για να συνεχίσει στον Ολυμπιακό) μαθαίναμε και τα δύο μαζί. Δεν ήταν λίγοι οι προπονητές μπάσκετ εκείνη την εποχή, που πήγαιναν στις προπονήσεις του Στάμενιτς, στην πισίνα, για να δουν τρόπους εκγύμνασης, τεχνικές και αντιμετώπιση της αθλητικής ψυχολογίας, τομείς στους οποίους ο Στάμενιτς ήταν πραγματικός δάσκαλος. Σε μια εποχή που το μπάσκετ ήταν κοντά παντελονάκια και σουτ με ταμπλαδούρα (το ταμπλό, μην μπερδεύεστε).
Και καθώς η δεκαετία του 90 άνοιγε όλο και περισσότερο τους πολιτικούς και οικονομικο-αθλητικούς ορίζοντες της Ελλάδας, οι Σέρβοι έδειχναν ακόμη περισσότερο τις δυνατότητές τους. Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς έπαιρνε τα τελευταία πρωταθλήματα της ΑΕΚ, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς πήγαινε από τον ΠΑΟΚ, στον Πανιώνιο και σε άλλες ομάδες, για να φτάσει στη Ρώμη και τον τελικό με τον Ολυμπιακό το 1997, χρονιά που ο Μπάγεβιτς άλλαζε (με τις ευλογίες, τα χρήματα και την προεδρία του Σωκράτη Κόκκαλη) το χάρτη του ελληνικού ποδοσφαίρου, πηγαίνοντας από τη Νέα Φιλαδέλφεια στον Πειραιά (μετά Βαΐων και βατράχων).
Όπου κι αν κοιτούσες έβλεπες και μια προέκταση του “σέρβικου λόμπι”, φράση που για ένα παράδοξο λόγο χρησιμοποιούσε (και) ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους “εραστές” της σέρβικης αθλητικής ενίσχυσης. Βέβαια, όντως σε κάποια σημεία, οι Σέρβοι έγιναν βασιλικότεροι του βασιλέως, κάτι που αν τους γνωρίσει κάποιος καλύτερα, δεν είναι κάτι που τον εκπλήσσει. Εγωιστές γαρ, αλλά πολυτάλαντοι και ικανοί, κατάφεραν να κυριαρχήσουν μέσα στον ελληνικό αθλητικό χώρο.
Όταν η συμμαχία, ξεχάστηκε σε μια βραδιά
Όμως, τα αδέλφια σου πάντα τα αγαπάς, αλλά και πάντα τα ζηλεύεις. Γι’ αυτό και στο Ευρωμπάσκετ του 1995, στο περιβόητο Σερβία-Λιθουανία, το Λιέτουβα-Λιέτουβα που φώναζαν 20.000 Έλληνες στο ΟΑΚΑ ήταν η πρώτη ένδειξη “ζήλιας” από την πλευρά μας, επειδή οι Σέρβοι δεν κάθισαν να χάσουν από την Ελλάδα δύο μέρες νωρίτερα. Οκ, κατανοητά τα νεύρα, αλλά αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Όσο ψωμί και αν έχει φάει κάποιος από σένα.
Εκείνο το σημείο, εκείνο το περιστατικό μοιάζει με τη λεπτή γραμμή, που χώρισε από τότε τις δύο πλευρές. Σε συνδυασμό μάλιστα με την ανάπτυξη του ελληνικού αθλητισμού στα επόμενα χρόνια (μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ταλέντα που δεν χάθηκαν και έγιναν παίκτες, Έλληνες που διέπρεψαν στο εξωτερικό, ανάληψη –και εκμετάλλευση καλή ή κακή των Αγώνων της Αθήνας), αλλά και το γεγονός ότι έπεσαν λεφτά στο τραπέζι ποδοσφαίρου και μπάσκετ (με αποτέλεσμα από το να έρθει ο Ντομινίκ μέχρι και ο Ριβάλντο), οι Σέρβοι μπήκαν σε δεύτερη μοίρα.
Η σχέση με τους Σέρβους σταμάτησε να είναι καθολική και άρχισε να γίνεται προσωποκεντρική. Οι παναθηναϊκοί λάτρεψαν τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα (ο οποίος συμμετείχε στα μπουνίδια με τον Τόμιτς στο ΣΕΦ, σε ένα γεγονός που έδειξε σε εμάς ότι ακόμη και οι Σέρβοι πλακώνονται), οι ολυμπιακοί έκαναν σημαία, αρχηγό, προπονητή για μια βραδιά και πλέον σταθερό στέλεχος της ομάδας, τον Μίλαν Τόμιτς, ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς έγινε ο πιο αγαπημένος μη Βραζιλιάνος παίκτης στην ιστορία του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού, ενώ παράλληλα όλοι οι Έλληνες και πολύ περισσότερο οι φίλοι του ΠΑΟΚ καμαρώναμε για τον Πέτζα που γινόταν μεγάλος και τρανός πέρα από τον Ατλαντικό.
Για να φτάσουμε, εν τέλει, στην εδραίωση του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, ως ο απόλυτος και πιθανότατα αξεπέραστος “άρχων” του μπασκετικού Παναθηναϊκού μέσα κι έξω από τα γήπεδα και στο θαύμα του Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο οποίος ως άλλος μάγος, σοφός ή Δρυίδης Ιβκοβίξ οδήγησε τον Ολυμπιακό στην κορυφή της Ελλάδας και της Ευρώπης 15 χρόνια μετά το δικό του τελευταίο κατόρθωμα!
Είμαι σίγουρος, ότι αυτή τη στιγμή έχετε αρχίσει και μετράτε ονόματα, που πιθανόν δεν θα αναφερθούν στο κείμενο, αλλά θα τρέξετε να τα προσθέσετε από κάτω. Όντως, ο τεράστιος Μπάνε Πρέλεβιτς, ο Ρέμπρατσα, ο Σάβιτς είναι παίκτες που δεν γίνεται να αφήσεις στην απ’ έξω, αλλά αν θέλετε να το πάμε παρακάτω, εδώ ο Ηλίας Αναστασιάδης θυμάται ακόμη τον Ντράγκαν Τσίριτς που ήρθε ως δεκάρι της Μπαρτσελόνα και τον αποθέωναν στα φιλικά, όταν έκανε φάουλ στην προθέρμανση και έβαζε γκολ. Και υπάρχουν και ο Κοβάσεβιτς, ο Μίλκοβιτς που πήρε ένα νταμπλ μόνος του (χωρίς υπερβολή), ο Ζάρκο που έγινε ήρωας, μοιραίος, κομπλεξικός επειδή έχανε τις βολές, αλλά στο τέλος Σέρβοι και Έλληνες τρόμαξαν το ίδιο, όταν η καρδιά του άρχισε να του παίζει ύπουλα παιχνίδια, κουρασμένη από τα πάφα πούφα του.
Από τους "φίλους" πρέπει να μαθαίνεις
Η λίστα είναι μεγάλη και προφανώς όχι μόνο λαμπερή. Ανάμεσα στα μεγάλα ταλέντα και τις ακόμη πιο μεγάλες προσωπικότητες Σέρβων που έχουν μεταφέρει τη ζωή τους στην Ελλάδα, υπήρχαν και προπονητές που είχαν απλά το όνομα και καθόλου τη χάρη, ενώ πληρώθηκαν και παίκτες, είτε επειδή είχαν καλό μάνατζερ ή απλά κολλητό τον προπονητή τους και έπρεπε να γίνει η μεταγραφή. Γενικά, οι Σέρβοι έκαναν τα πάντα για να τους λατρέψουμε και αρκετά για να λατρεύουμε να τους μισούμε.
Από όποια πλευρά, όμως, και αν το κοιτάξεις, ο ελληνικός αθλητισμός θα ήταν εντελώς διαφορετικός αν δεν είχε τόσους Σέρβους. Μπορεί να είχαμε μείνει σε μια ημι-επαγγελματική εποχή, όπου το να κάνεις 2000 σουτ ΜΕΤΑ την προπόνηση, να μην πέρναγε στο DNA του Διαμαντίδη και του Σπανούλη, αλλά ίσως και να είχαμε περισσότερους καλούς Έλληνες σε κάθε παίκτες, αν αφομοιώναμε τους Σέρβους και τα δείγματα γραφής και όχι να είμαστε σε κάποιες στιγμές ακόμη και υποτελείς σε αυτούς.
Βέβαια, το να γίνεις Ίβκοβιτς, Ομπράντοβιτς, Πάσπαλιε, Στογιάκοβιτς ή Κοβάσεβιτς και Μπάγεβιτς, δεν γίνεται μόνο με λόγια, ούτε μόνο με ταλέντο. Το ταλέντο των Σέρβων ήταν πάντα μέσα τους και ήταν αυτοί οι ίδιοι που το πήραν και του έδωσαν να καταλάβει. Είκοσι χρόνια μαζί τους και απέναντί τους, είναι αυτό που πρέπει να κρατήσουμε.
Για σχόλια, ερωτήσεις και απαντήσεις πάνω στο θέμα ακριβώς από κάτω. Για περισσότερα θέματα για διάβασμα, ακολούθησε το Top Guns στο Twitter, ενώ υπάρχει και το @manmihalos για sports & pop culture συζητήσεις.