Η στιγμή αυτή τους ανήκει
Ο Μάνος Μίχαλος πατάει για λίγο το pause στις απαιτήσεις, τους στόχους και τις προσδοκίες που υπάρχουν εδώ και χρόνια στον μπασκετικό Ολυμπιακό και γράφει για την «πιο αγαπημένη πρόκριση» της «πιο αγαπημένης ομάδας», όπως είπαν και οι 100% αρμόδιοι...
«Κανείς δεν περίμενε ότι θα πάμε στο Φάιναλ Φορ, βασικά ούτε στο Top-16 δεν μας περίμεναν» ήταν η πρώτη σκέψη που βγήκε αυθόρμητα από το στόμα του Παναγιώτη Αγγελόπουλου στις μεθέορτιες δηλώσεις στην αίθουσα των Συνεντεύξεων Τύπου.
Λίγο νωρίτερα, στο ίδιο σημείο, καθισμένος στο πάνελ, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς έκλεινε την ομιλία και τις απαντήσεις προς τους δημοσιογράφους με παρόμοια τοποθέτηση, που περιέργως πέρασε στα ψιλά: «Λέγανε ότι ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να ελέγξει το παιχνίδι του στην αρχή της χρονιάς, ότι δεν έχει χαρακτήρα, αλλά τώρα έχει». Ωστόσο, ο Σέρβος προπονητής δεν θέλησε να πει περισσότερα, σημειώνοντας «όμως, καλύτερα να τα πούμε στο τέλος της σεζόν αυτά».
Αλλά τόσο τα λόγια των διοικητικών ηγετών της ερυθρόλευκης, όσο και αυτά του «υπευθύνου» για την εντυπωσιακή και γεμάτη εκπλήξεις αγωνιστική εικόνα του Ολυμπιακού (μαζί με τις πινακίδες που κλωτσούσαν στο τέλος του αγώνα με τη Σιένα, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Αγγελόπουλος δευτερόλεπτα πριν μπουκάρουν στο παρκέ και «πλακωθούν» μεταξύ τους σαν μικρά παιδιά, από ικανοποίηση) μαρτυρούν όλα όσα νιώθουν στον Πειραιά φέτος, από το προεδρείο της ΚΑΕ, μέχρι και το τελευταίο μέλος αυτής της ομάδας, σε οποιοδήποτε πόστο.
Προσμονή, αγανάκτηση, βαθιά επιθυμία για επιτυχία, που σίγουρα δεν εξαντλείται στην πρόκριση στις τέσσερις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης, όσο και αν αυτή από μόνη της η συμμετοχή στο Φάιναλ Φορ, μοιάζει για τους περισσότερους με μοναδικό επίτευγμα αφού στα χαρτιά του ρόστερ και τα συμβόλαια των παικτών δεν φαινόταν μια τέτοια «υπόσχεση» το περασμένο καλοκαίρι.
Ένα καλοκαίρι όπου οι Αγγελόπουλοι είπαν «φεύγουμε», ο Ίβκοβιτς δεν ήξερε για μέρες τι να κάνει και ξενύχτησε δύο φορές μαζί με τα δύο αδέλφια για να βρουν εφαπτόμενους στόχους, κοινά κίνητρα, αλλά κυρίως λύσεις, ώστε να συνεχίσουν τη συνεργασία τους και την προσπάθεια για έναν «καλύτερο και επιτυχημένο Ολυμπιακό».
Γι’ αυτό και ο συνήθως πιο συγκρατημένος Γιώργος Αγγελόπουλος, απέφυγε να απαντήσει τι μαθαίνουν ο ίδιος και ο αδελφός του από τη φετινή χρονιά, ίσως την πιο περίεργη σε εναλλαγές συναισθημάτων, απαιτήσεων και προοπτικής από όλες τις προηγούμενες. «Είναι πολύ μεγάλη συζήτηση» είπε, χαμογελώντας και προχώρησαν στις επόμενες ερωτήσεις, όχι γιατί δεν ήξερε τι να πει, αλλά προφανώς επειδή δεν ήθελε, τουλάχιστον για την ώρα.
Άλλωστε, είναι γεγονός ότι και οι δυο τους έχουν ωριμάσει όλα αυτά τα χρόνια που διοικούν τον Ολυμπιακό. Δεν είναι στα 32 και τα 33 τους, αλλά πλησιάζουν τα 40. Μπήκαν στον Ολυμπιακό μόνοι τους και από την τρέλα τους να χαλάσουν λεφτά και χρόνο για την «παιδική αγάπη» τους και τώρα είναι και οι δύο «διπλοί» και σε προσωπικό επίπεδο εξελιγμένοι και ευτυχισμένοι.
Αλλά ας μην ξεφύγω περισσότερο από το θέμα, γιατί η πρόκριση επί της Σιένα δεν είναι κάτι που ανήκει μόνο στους προέδρους αυτής της ομάδας, ούτε αποκλειστικά στον Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο οποίος μετά το ματς, ήταν λες και κάποιος είχε πατήσει το rewind και έβλεπες εικόνες από την προηγούμενη του θητεία στον Ολυμπιακό, όταν περπατούσε στους ίδιους κυκλικούς διαδρόμους του ΣΕΦ και άπαντες τον σέβονταν, τον αποθέωναν και του έσφιγγαν το χέρι, για να του εκφράσουν την «εμπιστοσύνη» τους.
Αυτή η πρόκριση ανήκει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό στους παίκτες που έχουν απαρτίσει τη φετινή ομάδα του Ολυμπιακού. Στον Βασίλη Σπανούλη, ο οποίος εδώ και δύο χρόνια (παι)ζει υπό μεγάλη πίεση, είτε αυτών που άφησε και δεν τον αφήνουν να ηρεμήσει, προσπαθώντας να του δείξουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι έκανε λάθος, είτε εκείνων που είναι στην ερυθρόλευκη όχθη, αλλά είναι μπολιασμένοι με δυσπιστία απέναντι σε οποιονδήποτε παίκτη έχει μεγάλο συμβόλαιο, γιατί στο παρελθόν τα μεγάλα συμβόλαια, έφεραν (σχεδόν) μόνο μεγάλες απογοητεύσεις.
Ανήκει στον Γιώργο Πρίντεζη, που γύρισε με λίγα χρήματα μεν, αλλά εμφανώς μετανιωμένος δε (και πόσο καλό μπορεί να είναι αυτό για την ψυχολογία ενός παίκτη) από τη Μάλαγα, αλλά εδώ και επτά μήνες παίζει όπω δεν έχει παίξει ποτέ άλλοτε στην καριέρα του και αυτό το «Γιώργο ψυχάρα, Ολυμπιακάρα που άκουσε στο τέλος του αγώνα από τους φιλάθλους του Ολυμπιακού», ήταν για εκείνον σίγουρα πολυτιμότερο ακόμη και από οποιαδήποτε αύξηση μισθού.
Ανήκει στους μικρούς, τον Σλούκα και τον Μάντζαρη. Ο ένας είχε να τα βάλει με τον άρχοντα Ίβκοβιτς και έπρεπε να του αποδείξει ότι αξίζει αρκετά λεπτά παραπάνω συμμετοχής, όμως προς τιμήν του, αντί να πετάξει την ευκαιρία χειριζόμενος λάθος τον αθλητικό εγωισμό του, χρησιμοποίησε τις αγωνιστικές αμφιβολίες που είχε ο Ντούντα για εκείνον, μόνο για να βελτιώσει τον εαυτό του πάνω στο γήπεδο. Ο άλλος (ο Μάντζαρης), είναι ο βασικός πλέι μέικερ του Ολυμπιακού (δεν θα κρυφτώ και θα πω ότι προσωπικά ακόμη και που το γράφω, μου φαίνεται περίεργο) και ξεψαρώνει μήνα με το μήνα.
Ανήκει (η πρόκριση) στον Κάιλ Χάινς που στην αρχή της σεζόν ξεκίνησε ως μία από τις καλές μεταγραφές, μετά καθόταν περισσότερο από όσο ήθελε στον πάγκο, αλλά από τότε που μπήκε το 2012 και μετά και παρότι έχει έρθει ο Ντόρσεϊ, αυτός ο κοντός ψηλός ή ψηλός κοντός (κανείς δεν είναι βέβαιος), παίζει σε τέτοια ένταση και παράλληλα αποδοτικότητα που λες «πού διάολο τη βρίσκει τόση ενέργεια;».
Ανήκει στον Άντιτς που ήρθε σαν συμπλήρωμα διατροφής μέσα στη ρακέτα και έχει βρει στο απόλυτο τον ρόλο του, ανήκει στον Παπανικολάου που γαλουχείται για τα καλά τη φετινή χρονιά και αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί μελλοντικό κεφάλαιο αυτής της ομάδας, ανήκει στον Λο και τον Ντόρσεϊ που έπεισαν τους πάντες να μάθουν την αξία τους, ακόμη και αν δεν είχαν ακούσει ποτέ τα ονόματά τους, ανήκει σε όλους τους παίκτες που παίζουν φέτος και όταν βγαίνουν αλλαγή δεν ακούγεται «κιχ» (είναι χαρακτηριστική η εικόνα της αλλαγής του Κέσελ μετά από δύο συνεχόμενα τρίποντα (το ένα air ball) με τον Παπανικολάου, με τον Σέρβο φόργουορντ να χτυπάει εμψυχωτικά στην πλάτη τον Έλληνα συμπαίκτη του, συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι θετικός για την ομάδα, οπότε καλύτερα να δώσει τη θέση του σε κάποιον άλλον που ίσως μπορέσει να προσφέρει περισσότερα.
Και όλο αυτό το παζλ που συμπληρώνουν οι διαφορετικοί χαρακτήρες και παίκτες, είναι επί της ουσίας μια ομάδα που έχει καταφέρει κάτι που δεν κατάφερε καμία άλλη από τις ομάδες της υποτιθέμενης «νέας εποχής» του Ολυμπιακού: να τη χαίρεται ο κόσμος, όχι απαραίτητα για τους τίτλους που διεκδικεί και ενδεχόμενως να μπορεί να κατακτήσει, αλλά για την προσπάθεια που κάνει, για την εικόνα που παρουσιάζει, για τη συμπάθεια και το σεβασμό που κερδίζει είτε των εξαιρετικά δύσκολων, δύσπιστων έως και δύστροπων μπασκετικών φιλάθλων του Ολυμπιακού.
Γιατί, χρειάζονται άλλες τόσες λέξεις για να εξηγήσει κάποιος πόσες διαφορετικές συνιστώσες υπάρχουν στο ΣΕΦ. Αυτοί που δεν πάνε, αυτοί που πάνε επειδή πιστεύουν, άλλοι που εμφανίζονται διότι είδαν ότι κάτι πάει να γίνει, ορισμένοι που γιουχάρουν στην πρώτη ευκαιρία, κάποιοι που δεν έχουν χάσει ματς ή πάνε και μόνοι τους στο γήπεδο, άλλοι που περιφέρονται πίσω από τους πάγκους έτοιμοι να επιτεθούν λεκτικά ή και μη, αυτοί που στον τελικό Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό έσπευσαν να τους βρίσουν όλους και γενικώς το να παίζεις σε αυτήν την ομάδα, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, ασχέτως πόσα πληρώνεσαι κάθε μήνα.
Βέβαια, θα μου πεις, θα καταφέρουν να περάσουν στον τελικό της Ευρωλίγκα; Θα κάνουν κάνα θαύμα να πάρουν το κορυφαίο τρόπαιο της Ευρώπης; Θα εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα έδρας απέναντι στον Παναθηναϊκό για να πετύχουν στο βασικό στόχο που ήταν, είναι και θα είναι μέχρι να επιτευχθεί, το πρωτάθλημα; Ερωτήματα που αυτή τη στιγμή πολλοί σκέφονται, αλλά σχεδόν κανείς δεν λέει, γιατί δεν θέλει να χαλάσει τη στιγμή. Και πολύ καλά κάνει.
Γιατί, σε αυτό το χρονικό σημείο, σε αυτό την κομβική στροφή της σεζόν, η στιγμή είναι πολύ σημαντική και όπως πολύ σωστά είπε ο Ίβκοβιτς, είναι νωρίς για το οτιδήποτε. Είναι νωρίς για να πεις ο Ολυμπιακός πέτυχε, αλλά δεν είναι καθόλου νωρίς για να χειροκροτήσεις αυτήν την ομάδα, που αν μη τι άλλο κάνει αυτό που απαιτεί ο πρωταθλητισμός: δίνει τον καλύτερό της εαυτό.
Και με αυτόν τον τρόπο έκανε τον (δύσκολο) Ίβκοβιτς να πει ότι είναι η αγαπημένη του ομάδα και τους (αδύνατο να ψυχανεμιστείς) Αγγελόπουλους να ξεκαθαρίσουν ότι «είναι η αγαπημένη τους πρόκριση».
Έμεινε λίγο ακόμη, για να δούμε αν θα είναι και η αγαπημένη τους χρονιά.
Για περισσότερα (αλλά και διάφορα) στο Twitter και το @manmihalos