Κανείς δεν μπορεί να γίνει σαν τον Mike
Ο Μάνος Μίχαλος πιάνει το marketing και το brand του Μάικλ Τζόρνταν και αναλύει στην ενότητα Top Guns, μια άποψη που ήθελε χρόνια να γράψει, από τότε που ήταν μικρός και πίστευε ότι το Be Like Mike είναι κάτι που μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Χρειάστηκαν 30 χρόνια δικά του και 50 του Air, για να καταλάβει ότι αυτό είναι αδύνατο. Για όλους.
Απολαύστε μέσα από το NBA Greece αποκλειστικά βίντεο αφιερωμένα στον "Air": οι δέκα καλύτερες φάσεις του από το 1996 , το top-10 από τους τελικούς του 1992 , ακόμη τις δέκα μεγαλύτερες στιγμές του σε πλέι-οφ , επιπροσθέτως τον 10λογο του Jordan σε τελικούς και ένα εντυπωσιακό 5λεπτο βίντεο με τα θεαματικότερα καρφώματα του!
Λένε ότι η μεγαλύτερη αναγνώριση που μπορεί να έχει κάποιος στην καριέρα του, δεν είναι από τους πιστούς του, αλλά από τους αντιπάλους του. Οπότε, αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι τη δεκαετία του 90, το όνομα του Μάικλ Τζόρνταν ήταν τόσο διαδεδομένο σε όλες τις άκρες και τις γωνιές του πλανήτη, όσο και του Ιησού, του Βούδα και όλων των θεοτήτων της διαφορετικού χρώματος, θρησκείας και πολιτισμού ανθρωπότητας, πιθανότατα να μην έχει καμία σημασία τι πιστεύουν για τον Air τα 22 εκατομμύρια των fans του στο Facebook (ο μεγαλύτερος αριθμός που μπορείς να βρεις για έναν – πρώην εδώ και χρόνια μάλιστα – μπασκετμπολίστα) ή οι εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, που έχουν φορέσει σε ένα ανοιχτό γηπεδάκι τη φανέλα με το 23, τα μαύρα Jordan που ήταν σαν μαξιλαράκι ή ένα περικάρπιο όχι στην άκρη του χεριού όπως έκανε για παράδειγμα ο Πάτρικ Γιούιν, αλλά πάνω στο βραχίονα ο 50χρονος πλέον Mike.
Άλλωστε, οι «αλλόθρησκοι», αυτοί που θεωρούν ότι ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν απλώς ένα εξαιρετικό μεν, αλλά προιόν δε του marketing, είναι πάντα έτοιμοι να σου αραδιάσουν επιχειρήματα του τώρα, στατιστικά του σύγχρονου ΝΒΑ (όπου παίκτες όπως ο Κόμπε και ο ΛεΜπρόν όντως τα κάνουν να φαίνονται εύκολα και μικρά), για να μειώσουν το πραγματικό impact, την αληθινή αξία του απόφοιτου του North Carolina, ο οποίος μπήκε στο μαγικό κόσμο του ΝΒΑ, αδύνατος, κάπως φοβισμένος και με αρκετά μειονεκτήματα στο παιχνίδι του (όπως το μακρινό σουτ ή τις αμυντικές δυνατότητές του) και έφυγε από αυτό, έχοντας καταφέρει τα πάντα, έχοντας σχεδόν τελειοποιήσει και αλλάξει τόσο τον εαυτό του, όσο και το άθλημα στο σύνολό του.
Η Καινή Διαθήκη του Τζόρνταν
Γι’ αυτό και η δήλωση που είχε κάποτε ο Λάρι Μπερντ, ένας από τους αντιπάλους του που λέγαμε πιο πάνω, ότι «πιστεύω ότι είναι απλά ο Θεός, ενσαρκωμένος στον Μάικλ Τζόρνταν», να είναι ο ιδανικός τρόπος για να στοιχειοθετηθεί αυτό το κείμενο, που απλώς θέλει να υπογραμμίσει ότι το marketing δεν έφτιαξε τον παίκτη με το Νο23, αλλά ο Μάικλ Τζόρνταν δημιούργησε το αθλητικό marketing και άλλαξε μια για πάντα την εικόνα όλων των σπορ και πώς αυτή ξεκινάει από τη μία άκρη του κόσμου και φτάνει ως εκεί που ακόμη δεν έχει φτάσει το ηλεκτρικό ρεύμα.
Σίγουρα, βέβαια, ο Τζόρνταν όπως αρκετές φορές έχει γραφτεί σε αμερικανικά media, βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Μάλιστα, είναι κάτι που και ο ίδιος έχει πει με τον τρόπο του, όταν αποθεώνε τον Τζούλιους Έρβινγκ για το ότι «ο Doctor J ήταν αυτός που έφερε τις business στο ΝΒΑ» ή όταν μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον Λάρι Μπερντ και τον Μάτζικ Τζόνσον που με την εξωστρεφή προσωπικότητά τους, την μοναδικά αθλητική αντιπαλότητά τους μέσα στο γήπεδο και τα αγωνιστικές τομές που έκανε ο καθένας στο μπάσκετ (ο Μάτζικ θεοποίησε την έννοια της πάσας και του θεάματος, ο Μπερντ ήταν ο λευκός που δεν μπορούσε να πηδήξει, αλλά πήδηξε (#diplis_anagnosis) κάθε εμπόδιο και κάθε αντίπαλο που βρήκε μπροστά του).
Όμως, όπως και στη Βίβλο, παίκτες όπως ο Μπερντ, ο Έρβινγκ ή ο Μάτζικ, ο Ράσελ και ο Τζαμπάρ, αποτέλεσαν τους πρόδρομους του Μεσσία. Και ο Μωυσής και ο Δαυίδ ήταν σημαντικά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, μέχρι να εμφανιστεί ο Ιησούς για μεταφέρει σχεδόν στην κατηγορία της μυθολογίας την Παλαιά και να δώσει υπαρκτή αξία σε κάτι πραγματικά απίστευτο, μέσω της Καινής και των θαυμάτων που λέγεται ή γράφτηκε στα Ευαγγέλια ό,τι έκανε. Και για τον Τζόρνταν, το ίδιο ισχύει πλέον, δεν είναι σίγουρο για όλους, ότι τα έκανε όλα αυτά ή ακόμη και αν είναι ιστορικά δεδομένο, οι νεότεροι που δεν τα έζησαν αδυνατούν να πιστέψουν ή να δεχθούν ότι υπήρξε παίκτης καλύτερος από τον ΛεΜπρόν ή σκόρερ μεγαλύτερος από τον Ντουράντ, ενώ οι παλιότεροι στην προσπάθειά τους να εκμοντερνιστούν, ξέχασαν από που πραγματικά ξεκίνησε το «I love this game» και ο έρωτά τους με το μπάσκετ γενικότερα και το ΝΒΑ ειδικότερα.
The Jordan Effect
Το περιβόητο “The Jordan Effect”, η επίδραση δηλαδή του ονόματος και του brand “Michael Jordan” στην οικονομία του μπάσκετ και την οικονομία γενικότερα των ΗΠΑ και όλου του κόσμου, είναι κάτι το οποίο δεν είναι θεωρία, αλλά αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης, το οποίο αν θες μπορείς να παρακολουθήσεις διαβάζοντας τις μελέτες πανεπιστημίων όπως το Harvard ή το ΜΙΤ. Το ότι την περυσινή, μόλις, χρονιά όπου ο Μάικλ Τζόρνταν είναι 50 ετών, κυκλοφορεί με κοστούμια, πιο παχύς, χωρισμένος και γενικά εντελώς μακριά από την εποχή που ήταν ο superman του αθλητικού σύμπαντος, η περιουσία του αυξήθηκε κατά 80 εκατομμύρια δολάρια, δεν είναι τυχαίο, δεν είναι αποτέλεσμα του marketing που όντως έγινε τότε, για να γιγαντωθεί το όνομά του, αλλά είναι μετεξέλιξη της αξίας του και της επιρροής του σε κοινωνικό επίπεδο. Όπως είχε πει, λίγες μέρες πριν το τελευταίο winning shot του Τζόρνταν απέναντι στη Γιούτα, το 1998, ο καθηγητής marketing του Harvard Στίβεν Γκρέισερ, «οΜάικλ Τζόρνταν έδειξε σε όλο τον κόσμο, με ποιον τρόπο οι αθλητές μπορούν να γίνουν role models για την κοινωνία μας».
Προφανώς, βέβαια, δεν είναι όλα θεωρίες. Το χρήμα έπαιξε ρόλο όπως και η διαχείριση και η εκμετάλλευση αυτού. Η επιχειρηματικότητα και η πρωτοπορία που επέδειξε το brand του Τζόρνταν την περίοδο όπου ήταν στην κορυφή, αποτελεί case study, που ακολουθήσαν δεκάδες αθλητές στη συνέχεια και όχι μόνο στο μπάσκετ, όπως ο Τάιγκερ Γουντς, ποδοσφαιρικά icons όπως τώρα για παράδειγμα ο Λιονέλ Μέσι ή ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο quarterback Πέιτον Μάνινγκ και φυσικά οι σύγχρονοι διάδοχοι του Τζόρνταν, ο Κόμπε Μπράιαντ και ο ΛεΜπρόν Τζέιμς. Ωστόσο, τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει πράξη, καμία Gatorade δεν θα έδινε στον Τζόρνταν να πίνει τα ισοτονικά ποτά της, αν ο ίδιος δεν κέρδιζε. Το ότι βρέθηκε σε μια ομάδα με κατά κύριο λόγο ρολίστες, την οποία ανέδειξε έξι φορές πρωταθλήτρια ΝΒΑ, βοήθησε όλο το σύστημα να λειτουργήσει υπέρ του.
Υπήρξε, ωστόσο, και ο άνθρωπος κλειδί που άνοιξε τις πόρτες και τους ορίζοντες των εταιριών. Ο David Falk, ατζέντης του Μάικλ Τζόρνταν σε όλη την καριέρα του αποδείχθηκε ο καλύτερος εκπρόσωπος για την καλύτερη αξία εκείνη την εποχή. Αυτός είχε την ιδέα των παπουτσιών Jordan, της πιο επιτυχημένης σειράς Nike (με 28 μοντέλα και περίπου 1.5 δισεκατομμύριο δολάρια κέρδη για τη Nike παγκοσμίως), αυτός ένωσε τον Μπαγκς Μπάνι με τον Air στο Space Jam (ιδέα που ήρθε μετά το διαφημιστικό που έπαιξε στο Super Bowl του 1993 και μπορείτε να δείτε πιο κάτω) το οποίο έκανε 230 εκατομμύρια δολάρια στο Box Office όλο του κόσμου, αυτός σκέφτηκε την ιδέα του αρώματος Michael Jordan που εξαφανιζόταν από τα ράφια των πολυκαταστημάτων της Αμερικής, αυτός μαζί με τον Τζόρνταν, υπέγραψαν συμφωνίες για δημητριακά, κάρτες με την Upper Card ή ακόμη και τώρα με την 2K για να μπει επιτέλους ο καλύτερος παίκτης στην καλύτερη μπασκετική προσομοίωση των video games και μάλιστα στο εξώφυλλο δύο συνεχόμενες χρονιές, 10 και παραπάνω χρόνια μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση (σαν να δούμε δηλαδή τώρα, τον Μαραντόνα στο εξώφυλλο του Pro Evolution).
Και όλες αυτές τις εταιρείες, ο Τζόρνταν τις βοήθησε, ειδικότερα τη Nike, που τότε τη δεκαετία του 80 και συγκεριμένα το 1984, όταν έδωσαν τα χέρια οι δύο πλευρές, το ΝΒΑ ήταν γήπεδο της Converse και της Adidas ενώ μάλιστα ο ίδιος ο Τζόρνταν δεν είχε φορέσει και δεν είχε δει (!) ποτέ παπούτσι μπάσκετ της Nike.
Και να ήταν μόνο αυτά. Πάνω από 70 βιβλία έχουν γραφτεί για αυτόν (ή από αυτόν, όπως το My Story), το I Believe I Can Fly του R Kelly έγινε μία από τις διασημότερες μπαλάντες και ύμνος που πρέσβευε το πού μπορεί να φτάσει η πίστη στις δυνάμεις σου και η ασταμάτητη, συνεχόμενη δουλειά, τα δύο στοιχεία που οδήγησαν τον Τζόρνταν στην επιτυχία του και την απόλυτη καθιέρωση του. Μια καθιέρωση που κυριάρχησε ολόκληρο το ΝΒΑ, με τους Μπουλς να μην έχουν αντίπαλο (η πρώτη φορά χωρίς rivalry, ύστερα από πολλά χρόνια κόντρας ανάμεσα σε Lakers και Celtics), με μια ολόκληρη πόλη να βλέπει τον Air όπως η Γκόθαμ Σίτι το δικό της Μπάτμαν ή Φιλαδέλφεια τον Ρόκι Μπαλμπόα (προσέξατε ότι και τα δύο είναι fiction, ενώ στη σύγχρονη εποχή, πάνω που μια πόλη πήγε να δεθεί με έναν παίκτη, για το Κλίβελαντ μιλάω, ο ΛεΜπρόν πήρε τη Decision που δεν πήρε ποτέ ο Τζόρνταν – καλώς ή κακώς).
Όλοι ήξεραν ή έμαθαν (μόνο) τον Air
Από την άλλη, αυτή η κυριαρχία μιας προσωπικότητας και στην ομάδα των Μπουλς και στο ΝΒΑ γενικότερα, προκάλεσε και προβλήματα, όταν συγκεκριμένα ο Τζόρνταν αποφάσισε να παίξει μπέιζμπολ, επηρεασμένος από τη δολοφονία του πατέρα του σε μια απόφαση που εκατομμύρια άνθρωποι θα ήθελαν να ξέρουν τι πραγματικά κρύβεται πίσω από αυτή. Πάνω στη στιγμή, που το μπάσκετ με τον Τζόρνταν πλέον πρεσβευτή σε όλο τον κόσμο, αποκτούσε μια εντελώς διαφορετική φήμη από αυτή που είχε τη δεκαετία του 70 στις ΗΠΑ (έχει γραφτεί επανειλημμένως από ανθρώπους του Sports Illustrated και του ESPN, ότι τότε το μπάσκετ ήταν ένα άθλημα για μαύρους και ναρκωτικά, εντελώς δηλαδή ρατσιστική και άποψη περιθωριοποίησης), το κενό που άφησε ο Τζόρνταν εκείνη την τριετία μπλόκαρε για τα καλά το μυαλό του υπευθύνων του Association.
Ήταν τόση η επίδραση του «όλοι ξέρουν τον Τζόρνταν, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τους υπόλοιπους» (ενώ στα 80s, ο κόσμος ήξερε τα ρόστερ των ομάδων απ έξω κι ανακατωτά, όχι μόνο τους stars), που το ΝΒΑ προσπαθούσε με το ζόρι να βαφτίσει διαδόχους όποιους ήταν κοντά στα 2 μέτρα και είχαν ένα μέτριο fade away σουτ. Τελικά, δεν βρέθηκε κανείς και σε μια απόφαση που και πάλι κανείς δεν ξέρει πως πραγματικά ήρθε (πέρα από ότι ο Τζόρνταν δεν κατάφερε πολλά στο Μπέιζμπολ) και ποιες ήταν οι εξωγενείς πιέσεις για να γυρίσει αυτή τη φορά (γιατί δέχθηκε, λένε, πιέσεις και για να σταματήσει), ο Air έστειλε ένα I am back και το μπάσκετ συνέχισε και πάλι να αναπνέει, να εξελίσσεται, μέχρι να φτάσουμε στο 1998, όπου πλέον η επιρροή του Τζόρνταν στις μικρότερες ηλικίες, γέννησε παίκτες όπως ο Ντουράντ, ο Μπράιαντ, ο Τζέιμς, ο Άιβερσον και όποιο άλλο όνομα θελέτε, προσθέστε το.
Είναι, ωστόσο, ξεκαθάρο πλέον, ότι μπορεί να υπάρχουν ή να βγουν καλύτεροι παίκτες από τον Μάικλ Τζόρνταν, πιο αθλητικοί, πιο γρήγοροι, που σκοράρουν καλύτερα, που πηδάνε πιο ψηλά, που έχουν άνοιγμα χεριών ανθρωπίνως αδύνατο, αλλά 50 χρόνια, μισό αιώνα από τις 17 Φεβρουαρίου του 1963, υπάρχει μια διαπίστωση, υπάρχει ένας κανόνας. Κανείς δεν θα είναι σαν τον Μάικλ Τζόρνταν. Ίσως το Be Like Mike, να είναι η μοναδική αποτυχία του marketing που έντυσε τον άνθρωπο με το Νο23. Δεν μπορείς να γίνεις σαν αυτόν.