Πριν κάνετε κριτική στον Μαρτίνεθ, δείτε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε
Ο Τσάρλυ γράφει για την εθνική Ιταλίας, η οποία μέσα από μια πειστική εμφάνιση απέδειξε ότι διαθέτει το πιο δομημένο σύνολο στο Euro 2020, έχοντας επιβληθεί ενός ποιοτικότερου αντιπάλου χάρη στη δουλειά του Ρομπέρτο Μαντσίνι.
Η Εθνική Ιταλίας έκανε μία απόλυτα πειστική εμφάνιση και έδειξε πως είναι ικανή να το πάει μέχρι τέλους. Μέχρι το παιχνίδι με το Βέλγιο, υπήρχαν ενδείξεις. Ο προημιτελικός όμως του Μονάχου ήταν μία πειστική απόδειξη πως αυτή η Ιταλία είναι ένα από τα καλύτερα σύνολα που έχουν παρουσιαστεί σε διοργάνωση.
Εξαργυρώνει την δουλειά του Μαντσίνι
Υπήρξαν τα παιχνίδια των ομίλων που έδειχναν ένα διαφορετικό πιο επιθετικό πρόσωπο των Ιταλών από αυτό που έχουμε συνηθίσει, το οποίο έρχεται μέσα από ένα ομοιογενή δεμένο σύνολο χωρίς να υπάρχουν σταρ που ξεχωρίζουν. Υπήρχε όμως σαν σκέψη στο μυαλό, πως αυτή η καλή εικόνα μπορεί και να οφείλεται στις περιορισμένες δυνατότητες των αντιπάλων. Το πρώτο νοκ άουτ με την Αυστρία έφερε μία μικρή προσγείωση που πιθανότατα να έκανε καλό στους Ιταλούς και απέναντι στους Βέλγους είχαν μία εμφάνιση που δεν χωρά δεύτερες σκέψεις. Αυτή η εικόνα, αν διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα είναι ικανή να φέρει το πρώτο Ευρωπαϊκό στην ιστορία της.
Ακόμα και να μην έρθει, ο Ρομπέρτο Μαντσίνι έχει βάλει τις βάσεις για μία σπουδαία, για μία διαφορετική Εθνική Ιταλίας. Μην ξεχνάμε πως σε ενάμιση χρόνο έρχεται το Μουντιάλ. Μεγάλο πράγμα και σπάνιο δώρο να έχει μία Εθνική ομάδα έναν πραγματικά καλό προπονητή. Η Ιταλία εξαργυρώνει το πλεονέκτημα πως έχει τον καλύτερο προπονητή της διοργάνωσης και είναι ξεκάθαρο, πως αυτό κάνει. Ο Μαντσίνι ανέλαβε τους Ιταλούς, στο Νations League για το Ευρωπαϊκό που παρακολουθούμε. Αρχικά είχε ανοίξει υπερβολικά τις κλήσεις, πιθανότατα για να δει με ποιους μπορεί να πάει και με ποιους όχι.
Στην συνέχεια δημιούργησε μία δική του ομάδα. Ένα κλειστό κλαμπ που εφαρμόζει μόνιμα, με όποιον και να αγωνίζεται αυτό το καθαρό 4-3-3. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ιταλίας είναι η ομοιογένεια που οφείλεται στο ότι φρόντισε αυτά τα τρία χρόνια, να την δέσει την ομάδα του ο Μαντσίνι και τα πολλά τρεξίματα. Εδώ είναι συνδυαστικό, ασφαλώς και επέλεξε πλάνο με δύο γρήγορα μπακ, με δύο γρήγορους εσωτερικούς μέσους και με δύο γρήγορους ακραίους επιθετικούς. Δηλαδή ένα πλάνο που μπορεί να έχει τρεξίματα, χρειάζονται όμως και οι συγκυρίες για έναν προπονητή Εθνικής ομάδας για να βρει σε καλή φυσική κατάσταση τους ποδοσφαιριστές του. Πιθανότατα να έπαιξε ρόλο πως εκτός του Ζορζίνιο, που δεν στηρίζεται στα τρεξίματα του, οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές δεν πήγαν μακριά στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Από ένα σημείο και μετά είχαν να διαχειριστούν μόνο το εγχώριο Ιταλικό πρωτάθλημα.
Ξέρει πότε να κλείνει τα αυτιά του και πότε πρέπει να ακούσει
Ο καλός προπονητής επίσης είναι αυτός που δεν παρασύρεται, ή για την ακρίβεια που ξέρει πότε και τι να ακούσει από τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη. Λόγω της εντυπωσιακής εικόνας που είχε ο Λοκατέλι στα φιλικά και στα δύο πρώτα παιχνίδια των ομίλων, στον Μαντσίνι υπήρχαν πιέσεις για να τον προτιμήσει από τον Βεράτι. Ο Μαντσίνι έμεινε πιστός στο πλάνο του, γνωρίζοντας πως στα μεγάλα παιχνίδια το όπλο του στον άξονα θα είναι η εμπειρία του Βεράτι και οι παγίδες που θα μπορέσουν να χτίσουν μαζί με τον κάθετο γεμάτο ένταση Μπαρέλα.
Αντίθετα κατάλαβε και δέχτηκε πως πρέπει να πάει στα μεγάλα παιχνίδια με τον Κιέζα στον ρόλο του δεξιού εξτρέμ, καθώς χρειάζεται η ατομική πρωτοβουλία και το απρόβλεπτο σε σχέση με τον ποιο πιστό στρατιώτη, Μπεράρντι.
Έκαναν τους Ντε Μπρούιν, Λουκάκου, Ντοκού, να μοιάζουν μονάδες
Ο Μαντσίνι κατάφερε να δημιουργήσει ένα σύνολο, μία ομάδα που επιτίθεται και αμύνεται μαζί. Ο προημιτελικός με το Βέλγιο είναι από τα παιχνίδια που πρέπει να μπορείς να κερδίσεις για να κατακτήσεις μία διοργάνωση. Βλέποντας τον αγώνα ήταν ξεκάθαρο πως τους δύο καλύτερους παίκτες, τους δύο ποδοσφαιριστές που από μία τους ενέργεια ήταν ικανοί να ορίσουν την τύχη του αγώνα, τους είχαν οι Βέλγοι. Οι Ιταλοί κατάφεραν όμως να κάνουν την κλάση των Ντε Μπρούιν και Λουκάκου να μην φθάνει για να τους κερδίσει. Οι Βέλγοι δεν είχαν μόνο τους δύο ποδοσφαιριστές που στο γήπεδο φώναζαν πως είχαν την υψηλότερη κλάση, είχαν και τον ποδοσφαιριστή που βρίσκεται στην πιο καλή ημέρα από όλους στο γήπεδο. Η έμπνευση του Μαρτίνεθ να χρησιμοποιήσει τον εξτρέμ Ντοκού, βγήκε. Ο Ντοκού πέρναγε όποιον έβρισκε μπροστά του και του καταγράφηκαν οκτώ ντρίπλες.
Ό,τι όμως και αν έκαναν, ή έδειχναν πως μπορούσαν να κάνουν οι Ντε Μπρούιν, Λουκάκου και Ντοκού, οι Ιταλοί με τον τρόπο που έπαιζαν κατάφεραν να αποδείξουν πως οι τρεις τους είναι πολύ μόνοι. Τους έκαναν να μοιάζουν σαν μονάδες που προσπαθούν μόνοι τους και παίζουν απέναντι σε περισσότερους. Η Ιταλία έδειχνε σαν να αμύνεται, να πιέζει και να δημιουργεί με όλη της την ομάδα, έχοντας σαν στόχο να φέρνει σε τελικές τους Κιέζα και Ινσίνιε. Οι Βέλγοι έδειχναν να ελπίζουν να πάει η μπάλα στους Ντε Μπρούιν και Ντοκού, να περάσουν αυτοί όποιον βρουν μπροστά τους για να την φέρουν στον Λουκάκου και να εκτελέσει. Είναι η κλάση του Ντε Μπρούιν τέτοια, ήταν και σε μεγάλη μέρα ο Ντοκού που και με αυτόν τον τρόπο δύο καθαρές ευκαιρίες για να πάει το παιχνίδι στην παράταση βγήκαν, θα ήταν όμως άδικο να κλέψουν την πρόκριση από τους Ιταλούς.
Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες ο Μαρτίνεθ
Ήταν ξεκάθαρο ότι πέρασε η ομάδα που ο προπονητής της είχε φροντίσει να την κάνει καλύτερο σύνολο. Πριν ξεκινήσει το τουρνουά ήταν δεδομένο πως το όπλο των Ιταλών ήταν ο Μαντσίνι και στο γήπεδο φανερό πως έχει κάνει καλύτερη συνολική δουλειά από τον συνάδελφο του. Νιώθω όμως την ανάγκη να γράψω πως ο Μαρτίνεθ, στάθηκε αρκετά άτυχος. Δεν είχε την δυνατότητα να δουλέψει την ομάδα όπως ο ίδιος θα ήθελε. Όλοι συζητάμε για ένα αμυντικό, φοβικό Βέλγιο που πρέπει όμως να παραδεχτούμε πως δεν είχε σχέση με την ομάδα που ο ίδιος προπονητής παρουσίασε στο Μουντιάλ του 2018 και όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύει στην Εθνική Βελγίου και την έχει μονιμοποιήσει στην πρώτη θέση της βαθμολογίας της FIFA.
Η αλήθεια είναι πως τον ανάγκασαν οι συνθήκες να είναι πιο προσεκτικός και να πάει σε μία υπερβολικά συντηρητική διαχείριση. Στο Βέλγιο, δουλεύει ένα 3-4-3, που σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στην δημιουργία. Το επίπεδο των μεσοαμυντικών, έχει μεγάλη απόκλιση και είναι σαφώς πολύ κατώτερο από το επίπεδο των μεσοεπιθετικών ποδοσφαιριστών που υπάρχουν στο ρόστερ.
Σε κακή κατάσταση τα τρία δημιουργικά του όπλα
Οι Βέλγοι έπαιρναν αμυντική ασφάλεια όλα αυτά τα χρόνια μέσα από την υπεροχή τους. Η καλή δημιουργία και η μεσοεπιθετική λειτουργία δημιουργούσε συνθήκες υπεροχής που έφερνε και μεσοαμυντική ασφάλεια. Ο Μαρτίνεθ είχε την ατυχία, να του χτυπήσει στον τελικό του Champion League ο ηγέτης του. Ο Ντε Μπρούιν είναι κάτι παραπάνω από το μυαλό της ομάδας. Δεν τον είχε σε όλη την προετοιμασία και με το που βρήκε ρυθμό δέχτηκε μία γερή κλοτσιά στο παιχνίδι με την Πορτογαλία. Στην πράξη δεν το είχε ποτέ στο 100%.
Ο πιο σημαντικός ποδοσφαιριστής του στην προστασία της τελευταίας γραμμής άμυνας αλλά και για να υπάρχει σωστή αρχική ανάπτυξη, είναι ο Βίτσελ. Από τα τέλη Δεκεμβρίου ήταν τραυματίας. Ο Μαρτίνεθ τον περίμενε και παρότι δεν τον είχε στην προετοιμασία τον πήρε στην αποστολή, τον χρησιμοποίησε πρώτη φορά στο δεύτερο ημίχρονο με την Δανία και τον έχρισε βασικό από εκεί και πέρα.
Ο ποδοσφαιριστής που στην ομάδα του 2018 έκανε το διαφορετικό, που μπορούσε να πάρει την μπάλα στο 1/3 του αντιπάλου και να κάνει την διαφορά ήταν ο Εντέν Αζάρ. Αυτός ο ποδοσφαιριστής εδώ και δύο χρόνια δυστυχώς δεν υπάρχει.
Υποχρεώθηκε να πάει την ομάδα πιο πίσω
Στην πράξη ο Μαρτίνεθ, που έχει μία προβληματική άμυνα, είχε να διαχειριστεί ένα τουρνουά που τα τρία δημιουργικά του όπλα δεν ήταν καλά, που στην πράξη δεν μπορούσαν να βρεθούν ούτε στο δικό τους 50%. Η κριτική στον προπονητή γίνεται εύκολα εκ του αποτελέσματος, ακόμα και από την εικόνα στο γήπεδο. Πράγματι η εικόνα που έδειξε το Βέλγιο δεν κολάκευε τον προπονητή του. Ειδικά στο παιχνίδι με την Ιταλία, ήταν φανερό πως οι αντίπαλοι ήταν συνολικά καλύτερα δουλεμένοι.
Επικράτησαν σαν σύνολο και το γεγονός αυτό ρίχνει άμεσα ευθηνές στον προπονητή που νικήθηκε επειδή δεν έφτιαξε καλό σύνολο. Ο Μαρτίνεθ όμως με τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί από την στιγμή που οι ποιοτικοί παίκτες του δεν ήταν σε κατάσταση να επιβληθούν με την ανωτερότητα τους, ήταν υποχρεωμένος να πάει την ομάδα του πιο πίσω και να εφαρμόσει ένα πιο συντηρητικό πλάνο με στόχο οι λίγες καλές ενέργειες που μπορούν ακόμα να βγάλουν οι παίκτες του στην κατάσταση που βρίσκονται, να είναι αρκετές για να πάει όσο γίνεται πιο μακριά το Βέλγιο.
Από την στιγμή που η τριάδα άμυνας του είναι υπερβολικά αργή με τους Βερμάλεν, Βερτόγκεν και Αλντερβάιλερν, στο σύστημα του μπακ και τα δημιουργικά του όπλα ήταν σε προβληματικό ατομικό επίπεδο, ήταν υποχρεωμένος να πάει σε μία πιο συντηρητική προσέγγιση.
Με λίγα λόγια είχε την ελπίδα στα νοκ άουτ να γίνουν παιχνίδια όπως αυτό με την Πορτογαλία, εκεί όπου η κλάση των παικτών του θα τους επιτρέψει στις λίγες φάσεις που θα δημιουργήσουν κάνοντάς επιθέσεις με μικρό αριθμό ποδοσφαιριστών, να φέρουν περισσότερα τέρματα από αυτά που θα πετύχουν οι αντίπαλοι απέναντι στην ομάδα του που θα αμύνεται με πολλούς ποδοσφαιριστές. Ξεπερασμένο πλάνο, αλλά πολλές φορές στις εθνικές δουλεύει και ο Μαρτίνεθ, κατέφυγε σε αυτό από ανάγκη. Δούλεψε στους 16 με την Πορτογαλία αλλά ο Μαντσίνι φρόντισε να μην λειτουργήσει απέναντι στο πραγματικά πολύ καλό σύνολο που έχει δημιουργήσει.
Με κυριαρχία αλλά και ιταλικό ταπεραμέντο
Ο Μαντσίνι έχει δημιουργήσει με διαφορά την πιο επιθετική Εθνική Ιταλίας που έχει εμφανιστεί σε μεγάλη διοργάνωση. Ένα σύνολο που όλοι μαζί επιτίθονται και όλοι μαζί αμύνονται. Δεν γίνεται όμως να πετύχει μεγάλη νίκη η Εθνική Ιταλίας χωρίς να πανηγυρίσει μία άμυνα που να μοιάζει σαν πέτυχε γκολ. Η απόκρουση του Σπινατσόλα λίγο πριν ο Λουκάκου στείλει την μπάλα από το μισό μέτρο στα δίχτυα και ο πανηγυρισμός του με τον Κιελίνι, φωτογράφισαν μία μεγάλη Ιταλική νίκη. Η συνολική εμφάνιση δεν θύμισε Εθνική Ιταλίας, ήταν πιο κυριαρχική. Οι παίκτες του Μαντσίνι ήταν σαν να φώναζαν πως και μπάλα μπορούμε να παίξουμε και να κερδίσουμε σαν Ιταλοί με το δικό μας ταπεραμέντο αλλά και με ένα πιο εξελιγμένο ποδοσφαιρικό σχέδιο.