Έχει καλό νερό η Ελλάδα
Ο Στέφανος Κούμπης γράφει για την καλή προϋπηρεσία του Πελέ και του Μαντούρο, το "όνομα" του Μπεργκ και τις δεύτερες ευκαιρίες που δίνει η Ελλάδα σε "δεύτερα" ονόματα
Η μπάλα είναι σαν το ποδήλατο. Δεν ξεχνιέται. Αρκεί βέβαια να υπάρχουν τα φυσικά προσόντα για να μπορεί κάποιος να παίζει, συν το μυαλό, η νοοτροπία και τα κίνητρα.
Το μεταγραφικό παζάρι στην Ελλάδα, αντιγράφει εν πολλοίς, εκείνο του αυτοκινήτου. Την εποχή των δανεικών που τα «καγιέν» ήταν περισσότερα από τα γκολφάκια, γινόταν εισαγωγές ποδοσφαιριστών με συμβόλαια πάνω από 1 εκατ. ευρώ και δεν χρειάζεται να αναφερθούν ονόματα, διότι αρκεί ο «δημοσιογραφικός» και οπαδικός προσδιορισμός: Μεταγραφές αεροδρομίου (ελληνική πατέντα, των χρόνων που λεφτά υπήρχαν).
Τώρα πια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τα εισαγωγής, μεταχειρισμένα και ολίγον στραπατσαρισμένα αμάξια είναι ευπρόσδεκτα. Άλλωστε με ένα ρεκτιφιέ, είναι μια χαρά και… κάνουν και εντύπωση.
Η Σούπερ Λιγκ γίνεται, για αρκετές περιπτώσεις, μια ιδανική κολυμπήθρα για να αναβαπτιστούν παίκτες που προορίζονται να ξανατρέξουν με καλές ταχύτητες και αντοχές στο δρόμο του ποδοσφαίρου.
Και νερό και ήλιο
Η Ελλάδα έχει καλό νερό – φυσικό και εμφιαλωμένο – για παίκτες που θέλουν να ξαναβγούν στο προσκήνιο, αρκεί να διψούν για μπάλα. Να έχουν φιλοδοξίες οι ίδιοι, αλλά και η ομάδα που τους στεγάζει. Βέβαια, αυτό το καλύτερο οικόπεδο της Ευρώπης στο οποίο ζούμε, εκτός από καλό νερό, έχει 280 μέρες το χρόνο ήλιο και 365 την καλύτερη… νύχτα – ειδικά στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη- και πιστέψτε το, αυτά, για πολλούς, αποτελούν σπουδαία κίνητρα.
Τα στοιχήματα «επαναφοράς και προσφοράς», δεν είναι λίγα. Αφορμή για το θέμα είναι οι μεταγραφές του Πελέ στον Ολυμπιακό και του Μαντούρο στον ΠΑΟΚ. Όχι πως είναι τωρινή η ιστορία. Έχει παρελθόν…
Παίκτες με ταλέντο που, είτε λόγω τραυματισμών, είτε από το μυαλό τους το κλούβιο, είτε από κακές επιλογές των μάνατζέρ τους, είτε επειδή δεν κόλλαγαν στα πλάνα του προπονητή, έπεσαν στην αφάνεια και κάποια στιγμή άρχισαν να ψάχνουν μια νέα ευκαιρία, γίνονται επιλογές, αλλά και στοιχήματα. Εδώ ακριβώς μετράει το σκάουτινγκ, ο προπονητής, ο εγωισμός αλλά και οι φιλοδοξίες. Δεν είναι κακές αυτού του τύπου οι επιλογές, αρκεί η ομάδα να έχει τις δομές και τη νοοτροπία να τις αξιοποιήσει.
Ο Πελέ είχε θητεύσει στην Ίντερ και την Πόρτο, πριν πάρει το δρόμο για την Πόρτσμουθ, που φαλίρισε, τη Βαγιαδολίδ και την Εσκισεχίρ. Πήγε στον Εργοτέλη για να ξαναρχίσει να παίζει και ίσως αυτή η επιλογή τον ανάγκασε να βάλει μυαλό. Κάποιες φορές πρέπει ίσως κάποιος να πέσει από τα ψηλά στα χαμηλά, για να ξανακοιτάξει ψηλά. Φάνηκε πως το κατέχει το σπορ, εξ ου και μπήκε στο μάτι του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού. Τελικά θα επιστρέψει στον πρωταθλητισμό και στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Έψαχνε να φύγει
Ο Μαντούρο ήταν… στο περιθώριο της εφετινής Σεβίλλης. Με μια μόλις συμμετοχή έψαχνε πόρτα να φύγει. Του την άνοιξε ο Στέφενς. Είναι πλέον στο χέρι του ΠΑΟΚ, αλλά και του προπονητή να τον αξιοποιήσουν όπως πρέπει, αρκεί να το θέλει και ο ίδιος ο παίκτης, Ο ΠΑΟΚ έχει κι άλλα παρόμοια παραδείγματα, όπως με τον Λούκας, που μετά το φιάσκο στη Ντινάμο Κιέβου βρήκε κίνητρο να παίζει, αλλά και εκείνο του Στοχ που στην αρχή έκλεψε καρδιές και μετά επέδειξε την ίδια συμπεριφορά για την οποία δεν έμεινε στις προηγούμενες ομάδες του.
Ο Παναθηναϊκός έβαλε 4 (τέσσερα) τέτοια στοιχήματα. Από ανάγκη μεν, αλλά επέλεξε ποδοσφαιριστές που είχαν όνομα, για να στηρίξει τη νέα ομάδα του χαμηλού μπάτζετ. Ο Μέντες την πήρε σοβαρά τη νέα ευκαιρία και προχωράει. Ξεκίνησε χάλια, αλλά όλο και γίνεται σημαντικότερος στο παιχνίδι της ομάδας του. Όσο για τον Μπεργκ αν συνεχίσει να ανεβαίνει μπορεί να… ξαναχτυπήσει μεταγραφή. Ο Πράνιτς είναι κατώτερος των προσδοκιών και ο Μπαϊράμι βρίσκεται στο στάδιο του «θα»… Δύο στα τέσσερα μέχρι στιγμής.
Αν ο Ολιβιέ Καπό είχε επιλεγεί από κάποια μεγάλη ομάδα το καλοκαίρι, θα είχε κάνει έξι – εφτά πρωτοσέλιδα… Ο πιο προικισμένος τεχνικά από τη φουρνιά της Οσέρ που έβγαλε Καλού, Σισέ, Μεξές και λοιπούς, πήγε ελεύθερος στον Λεβαδειακό. Με το 50% των δυνατοτήτων του θα έκανε πάρτι στην ελληνική λίγκα. Κάτι δεν κολλάει, είτε με τη θέληση και τη νοοτροπία του ίδιου, είτε με τη νοοτροπία της ομάδας του.
Κι άλλο όνομα
Δυνατό όνομα με βάση το βιογραφικό του είναι και ο Άλβαρο Μεχία. Παίζει μεν, αλλά στα 31 του φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με την κλάση του Εργοτέλη και έχει να θυμάται τη Ρεάλ.
Δεν είναι κακές αυτές οι επιλογές ή «στοιχήματα», όπως αποκαλούνται στην ποδοσφαιρική αργκό. Απλά η ζυγαριά ισορροπεί στο 50 – 50. Το πρώτο μισό έχει να κάνει με τη φιλοδοξία, τη νοοτροπία, τον εγωισμό, αλλά και τα περιθώρια των φυσικών δυνάμεων του παίκτη και το άλλο μισό από τη λειτουργία της ομάδας και την πειθώ του προπονητή.
Όσο για τους ποδοσφαιριστές, τη λατρεύουν την Ελλάδα, τόσο για τις πολλές ηλιόλουστες μέρες, όσο και για τις όμορφες νύχτες. Εν προκειμένω μετράει προς τα πού γέρνει η ζυγαριά. Εδώ ρέει άφθονο νερό που δροσίζει, αλλά και νερό που… καίει.
Η Ελλάδα της κρίσης εξακολουθεί να εισάγει, περισσότερο από όσο παράγει. Το ίδιο ισχύει και στο ποδόσφαιρο. Τα καταφέρνει περισσότερο ίσως στο ρόλο του μεταπράτη αλλά και του… ρεκτιφιέ.
Αν ο Μαντούρο φτάσει η πλησιάσει τον παίκτη που ξέραμε στον Άγιαξ, τη Βαλένθια, τη Σεβίλλη και την Εθνική Ολλανδίας, θα βγουν κερδισμένοι αυτός και ο ΠΑΟΚ.
Ομοίως, αν ο Πελέ φτάσει τον ποδοσφαιριστή που επέλεξαν η Ίντερ και μετά η Πόρτο, θα ξαναφτιάξει το όνομά του και θα προσφέρει στον Ολυμπιακό.
Αν ο Μπεργκ αγγίξει τον ποδοσφαιριστή που είχε επιλέξει το Αμβούργο και έπαιζε στην Εθνική Σουηδίας, θα δικαιώσει τον Παναθηναϊκό και θα ξαναφτιάξει το όνομά του. Το ίδιο ισχύει και για τον Μέντες της Άλκμάαρ, της Ζάλτσμπουργκ και της Εθνικής Ολλανδίας. Με το 80% των παλιών του δυνατοτήτων θα κλείσει την καριέρα του στην Ελλάδα, με δόξα και τιμή.
Σ’ αυτό το παιχνίδι της επαναφοράς παίζουν δύο. Η ομάδα και ο παίκτης. Αν δώσουν το 100% στο μερίδιο εξέλιξης που τους αναλογεί όλα θα πάνε καλά. Στο ποδόσφαιρο και στον αθλητισμό γενικότερα, το κακώς εννοούμενο «δημοσιοϋπαλληλίκι» υπάρχει, αλλά ουδέποτε οδήγησε σε υπερβάσεις και διακρίσεις. Αντίθετα, εγκλώβισε ταλαντούχους. Οι στόχοι, τα κίνητρα, η σκληρή δουλειά, η πειθαρχία και η συνέπεια έδωσαν καριέρες και σε λιγότερο ταλαντούχους.