OPINIONS

Τα θαύματα εκδικούνται

Τα θαύματα εκδικούνται
INTIME SPORTS

Η διακοπή των φυσικών νόμων, για να συμβεί κάτι έξω και πέρα από αυτούς, είναι τα θαύματα. Συνεπώς κανείς δεν μπορεί να επενδύει σε μια τέτοια διαδικασία και ακόμα περισσότερο, δε νοείται να υπολογίζει στην επανάληψή της. Επιπλέον είναι ύβρις και αχαριστία για κάποιον που έγινε κοινωνός θαύματος, να επιστρέφει στην προηγούμενη κατάσταση από δική του ευθύνη, απαιτώντας ταυτόχρονα ένα νέο, ακόμα μεγαλύτερο.

Το ελληνικό ποδόσφαιρο (όχι το ελληνικό πρωτάθλημα) ξόδεψε εύκολα και φτηνά το θαύμα του 2004, ασελγώντας έξι χρόνια πάνω στη μοναδικότητά του, χωρίς κανείς να θυμάται και να υπολογίζει τι υπήρχε πριν και τι ακολούθησε μετά.

Την Άνοιξη του 2004 ο Ρεχάγκελ επέλεξε την αποστολή για το Euro της Πορτογαλίας, αφήνοντας πίσω πάνω από μια ντουζίνα παίκτες που, είτε λόγω τραυματισμών, είτε λόγω επιλογής του προπονητή, δεν μετείχαν στη διοργάνωση, αλλά είχαν το δικαίωμα με βάση την αξία και την παρουσία τους στα γήπεδα, να σκέφτονται πως θα μπορούσαν να είναι εκεί. Ιδού μερικά ονόματα που ανακαλούνται στη μνήμη πρόχειρα και αβίαστα: Κυργιάκος, Ανατολάκης, Άντζας, Πατσατζόγλου, Κωνσταντινίδης, Ζήκος, Στολτίδης, Λυμπερόπουλος, Αναστασίου, Σαλπιγγίδης, Γεωργάτος, Μαυρογενίδης κλπ.

Τούτη τη φορά ο Γερμανός δεν είχε καν 23 ενεργούς παίκτες. Ο ενεργός ποδοσφαιριστής Πρίττας που με μισό καλό πρωτάθλημα έφτασε μέχρι το Μουντιάλ (καθόλου άδικα), το 2004 δεν υπήρχε ούτε στην τελευταία γωνιά του χάρτη των προεπιλογών. Η ομάδα του ‘04 ήταν καλή, ποιοτική, με ποικιλία εναλλακτικών λύσεων, όπως ο Τσιάρτας, ο Νικολαϊδης, ο Παπαδόπουλος, ο Γεωργιάδης, ο Βρύζας. Δεν ήταν η θεωρητικά καλύτερη του τουρνουά. Από ένα σημείο και μετά όμως έδειξε πως ήταν ικανή να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητές της. Και το έκανε, έστω ως θαύμα.

Στη Νότιο Αφρική δεν υπάρχει ούτε η ποιότητα, ούτε οι λύσεις της Πορτογαλίας. Ακόμα και εκείνοι που απέμειναν από το 04, δεν έχουν τη φρεσκάδα, τις δυνάμεις ή και τις φιλοδοξίες που είχαν τότε. Για ποιό λόγο φταίει τόσο τώρα (ειδικά τώρα) ο Ρεχάγκελ; Τα ίδια ακριβώς έκανε και στην Πορτογαλία. Με το ίδιο στιλ έπαιζε και ας είχε καλύτερο υλικό, τις εμμονές του τις είχε, τις παράδοξες επιλογές ενδεκάδας τις έκανε όπως και κάτι ασύλληπτες εμπνεύσεις στις αλλαγές. Αυτα κάνει και τώρα. Διότι όντως είναι δύσκολο ή και αδύνατον “να μάθει νέα κόπλα το γέρικο σκυλί”.

Ούτε στα θετικά του άλλαξε, για όσα δηλαδή επί χρόνια αποθεώνονταν. Όσο καλός ή κακός ήταν τότε, είναι και τώρα. Τι αξιοποίησε όμως το ελληνικό ποδόσφαιρο από την επιτυχία του 2004; Απολύτως τίποτα. Απέτυχε να πείσει τον Έλληνα γονιό να εμπιστευτεί το ταλαντούχο παιδί του στις Συλλογικές ή ιδιωτικές Ακαδημίες, που επιβεβαίωσαν την έλλειψη εμπιστοσύνης με απουσία ταυτότητας, οργάνωσης και εξέλιξης, αναδεικνύοντας μόλις δύο παίκτες σε έξι χρόνια. Τον Νίνη που από ανάγκη τον προώθησε ο Μουνιόθ και ως ένα βαθμό τον Μήτρογλου, που τα βασικά τα έμαθε στη Γερμανία.

Οι ελληνικές ομάδες έκαναν μετά το 2004 “κοιλιά” στις ευρωπαϊκές τους εμφανίσεις, ενώ προοδευτικά έφτασαν να εμπιστεύονται ξένους (κοινοτικούς και μη) σε ποσοστό 60, 70 ή και 80% του δυναμικού τους. Ταυτόχρονα ανακαλύφθηικε η πατέντα “ξενητεμένος διεθνής”, για παίκτες που συντηρούνται, εσχάτως, ποδοσφαιρικά, σε β διαλογής ομάδες του εξωτερικού ή και του εσωτερικού για να επανδρώνουν την Εθνική. Γιατί λοπόν φορτώσαμε αυτή την Εθνική με προσδοκίες και προστακτικές τύπου: νικήστε, σκίστε, θυμηθείτε το 2004 και άλλα τέτοια επηρμένα.

Πριν έξι χρόνια το ποδόσφαιρο χάρισε στην Ελλάδα το πετράδι του στέμματος της παραδοξότητάς του. Η ιστορία έκλεισε τα μάτια και επέτρεψε να συμβεί ένα θαύμα. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν ανταπέδωσε ούτε με ένα ευχαριστώ, με τη μορφή της ελάχιστης αξιοποίησης εκείνων των δώρων. Απλα τα γλέντησε χαβαλεδιάρικα μέχρις ευτελισμού τους, χωρίς να υπολογίζει πως η ιστορία, το ποδόσφαιρο και τα θαύματα, όταν υπάρχει λόγος, εκδικούνται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ