X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

EUROLEAGUE

Αλλάζουν και είναι ίδιοι

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην πιο σκληρή και αμφίρροπη προημιτελική σειρά. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναλύει τα δεδομένα, στέκεται στις επιθέσεις μισού γηπέδου, στο post-up, στις αλλαγές και στο παράγοντα τρίποντο που θα κρίνουν το Παναθηναϊκός-Φενέρ.

Βλέποντας πίσω από την προσωποκεντρική "επιστροφή του βασιλιά Ομπράντοβιτς" μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι η συγκεκριμένη σειρά είναι η πλέον αμφίρροπη και ενδιαφέρουσα των φετινών προημιτελικών. Θα ήταν εξάλλου εκ προοιμίου αφού μιλάμε για την αναμέτρηση του 4ου και του 5ου της κανονικής περιόδου, αλλά οι προβλέψεις ισχυροποιούνται δεδομένης της δυναμικής των δύο ομάδων και των όσων διακυβεύονται. Από τη μια ο Παναθηναϊκός θα παλέψει για την επιστροφή του μετά από πέντε χρόνια σε ένα φάιναλ-φορ (συμπτωματικά η τελευταία του παρουσία ήταν ξανά στην Κωνσταντινούπολη με τον Ομπράντοβιτς προπονητή) και από την άλλη η πίεση της Φενέρμπαχτσε, που μετά τον περσινό τελικό έπαιζε τα ρέστα της φέτος για να πάρει τον τίτλο μέσα στην Πόλη (της). Και όλα αυτά με τον μύθο του "Ζοτς" να πλανάται πάνω από Αθήνα και Κωνσταντινούπολη.

Η φόρμα των δύο ομάδων

Εκ διαμέτρου αντίθετο το φίνις των δύο ομάδων στην κανονική περίοδο. Ο Παναθηναϊκός αποτελεί την πιο φορμαρισμένη ομάδα της Euroleague, έχοντας 8 νίκες στα τελευταία 10 ματς, πέντε συνεχόμενες νίκες, επί σπουδαίων αντιπάλων μάλιστα (Ρεάλ, ΤΣΣΚΑ και Μπασκόνια έξω). Ειδικά μετά την επιστροφή του Τζέιμς Γκιστ οι "πράσινοι" έχουν χτίσει την αυτοπεποίθηση τους και δείχνουν να πετάνε την ώρα που οι υπόλοιπες ομάδες απλά τρέχουν.

Η Φενέρ από τη δική της πλευρά συνεχίζοντας τα σκαμπανεβάσματα στη σεζόν. Η ομάδα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, έχοντας να αντιμετωπίσει από την αρχή της σεζόν τη μεγαλύτερη πίεση από οποιδήποτε άλλη ομάδα, είναι η μοναδική που έχιε κάνει δύο φορές 4-0 και έχει γνωρίσει από την άλλη δύο φορές ένα αρνητικό σερί 0-3. Το τελείωμα της κανονικής περιόδου μάλιστα ήταν αρνητικό, με απολογισμό δύο νικών στα τελευταία έξι παιχνίδια: έχασε από τη Μπασκόνια (εντός), Μακάμπι (εντός), την Εφές (εκτός) και την Ρέαλ (εκτός), ενώ κέρδισε τη Μπάμπεργκ (εκτός) και τη Μπαρτσελόνα (εντός).

Ο παράγοντας έδρα

Ο Παναθηναϊκός ολοκλήρωσε την κανονική περίοδο με ρεκόρ 14-1, έχοντας χάσει μόνο από τον Ολυμπιακό. σε ένα παιχνίδι με ιδιαιτερότητες, καθώς ήταν το πρώτο μετά τον τραυματισμό του Τζέιμς Γκιστ. Από εκεί και πέρα οι "πράσινοι" απέδειξαν ότι διαθέτουν μια απροσπέλαστη έδρα, σημειώνοντας το καλύτερο ρεκόρ, αντίστοιχο με αυτό της Ρεάλ (14-1 με μοναδική ήττα από την Μπασκόνια) και της ΤΣΣΚΑ (14-1 με μοναδική ήττα από την Φενέρμπαχτσε). Το ΟΑΚΑ εξελίχθηκε στον καλύτερο "παίκτη" του Παναθηναϊκού, καθώς τον κράτησε στο διάστημα που δεν απέδιδε καλά και έχανε αρκετά ματς (στον πόντο) εκτός έδρας. Στο γήπεδο του, ωστόσο, είχε τον τρόπο να παίρνει νίκες, έστω κι αν πολλές φορές βασιζόταν στην ενέργεια παικτών όπως ο Τζέιμς, ο Παππάς και ο Σίνγκλετον, παρά στην ποιοτική του διαφορά με τον αντίπαλο.

Πριν την επιστροφή του Τζέιμς Γκιστ οι "πράσινοι" είχαν κερδίσει σε έδρες ομάδων που τερμάτισαν στις τελευταίες θέσεις, όπως είναι το Μιλάνο, η Μπάμπεργκ και η Γαλατάσαραϊ. Στο τελευταίο κομμάτι, όμως, της κανονικής περιόδου πήραν ένα πολύ σημαντικό διπλό - που άλλαξε επί της ουσίας όλη τη χρονιά - στη Βιτόρια και έκαναν ένα σαρωτικό δεύτερο ημίχρονο στο Τελ Αβίβ. Από την άλλη αν και κόντραραν τις υπόλοιπες ομάδες της 4άδας (Ρεάλ, ΤΣΣΚΑ, Ολυμπιακό), δεν έχουν καταφέρει να κερδίσουν κάποιο από αυτά τα παιχνίδια.

Η έδρα επομένως θα παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στη σειρά. Λογικό, αφού αν δεν σπάσει αυτό σημαίνει ότι ο Παναθηναϊκός θα επιστρέψει στο φάιναλ-φορ. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η αδυναμία της Φενέρ όταν παίζει μπροστά στο κοινό της. Οι Τούρκοι έχουν παίξει τα περισσότερα "κλειστά" παιχνίδια εντός έδρας, συμπεράσματα που ενισχύεται από την περσινή και την προπέρσινη εικόνα της ομάδας στην Κωνσταντινούπολη. Η ερμηνεία του φαινομένου έχει να κάνει με την πίεση που ασκείται στην ομάδα, τόσο από το "μαστίγιο" του Ομπράντοβιτς, όσο και από την υποχρέωση για επιτυχία τη φετινή σεζόν.

Επομένως θα μπορούσε να πει κανείς ότι το δύσκολο για τις δύο ομάδες είναι να κρατήσουν την έδρα τους. Ακόμη κι αν μιλάμε για ένα ζευγάρι που αγνοεί τι σημαίνει εκτός έδρας νίκη στα μεταξύ τους παιχνίδια. Ο Ομπράντοβιτς με την Φενέρ έχει ηττηθεί τρεις φορές στο ΟΑΚΑ, αλλά αντίστοιχα έχει κερδίσει τρεις φορές την παλιά του ομάδα στο νέο του "σπίτι".

Το αγαπημένη post-up της Φενέρ

Το συγκεκριμένο match-up περιλαμβάνει δύο αμυντικογενείς ομάδες, ή για την ακρίβεια δύο προπονητές που θέλουν να ελέγχουν απόλυτα τον ρυθμό του παιχνιδιού. Όπως αναφέρθηκε και στο αντίστοιχο ζευγάρι του Ολυμπιακού με την Εφές, υπάρχει απόλυτη συσχέτιση μεταξύ της έννοιας τρόπου επίθεσης - transition - αμυντικής συνέπειας. Τόσο ο Παναθηναϊκός, όσο και η Φενέρ είναι ομάδες που προτιμούν να παίζουν ένα "σεταρισμένο" παιχνίδι, ένα παιχνίδι δηλαδή μισού γηπέδου.

Η Φενέρ για παράδειγμα είναι η προτελευταία ομάδα σε κατοχές (78.7) . Επομένως το μικρό ενεργητικό δεν σημαίνει μόνο "κακή επίθεση", αλλά και λίγες επιθέσεις. Η ομάα του "Ζοτς" για παράδειγμα που έχει την 3η χειρότερη επίθεση (76.2), έχει τον 6ο καλύτερο συντελεστή πόντων/ανά κατοχή (OffRtg) με 96.8. Είναι, όμως, ομάδα που ούτε αλόγιστα τρέχει, ούτε βιάζεται να εκτελέσει. Αντίθετα είναι μια ομάδα που αρέσκεται στο να βάζει τη μπάλα στο low-post, επιλογή που ρίχνει το τέμπο και την απομακρύνει από ένα παιχνίδι ρυθμού. Το "σημάδι" στο post-up ήταν ανέκαθεν βασικό κομμάτι στην επιθετική φιλοσοφία του Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Το έκανε κατά κόρον με τους σέντερ παλιάς κοπής που είχε στις ομάδες του στο μπάσκετ των 30'' (όπως ο Ζέλικο Ρέμπρατσα), αλλά και στη συνέχεια. Κλασσικό παράδειγμα ο Παναθηναϊκός του 2007 που έβαζε διαρκώς τη μπάλα στο post, όχι μόνο με τον Μάικ Μπατίστ και τον Ντέγιαν Τομάσεβιτς, αλλά και με περιφερειακούς όπως ο Ραμούνας Σισκάουσκας, ο Δημήτρης Διαμαντίδης και ο Σάνι Μπετσίροβιτς. Ήταν μια ομάδα που κέρδισε τίτλους (το triple crown για την ακρίβεια), αλλά από την άλλη δεν ήταν ποτέ μια ομάδα που "σάρωνε" τον αντίπαλο. Ήταν όμως ένα σύνολο που έλεγχε το ρυθμό και το ίδιο το παιχνίδι, παίρνοντας το αποτέλεσμα. Αντίστοιχα με τις ομάδες του Αργύρη Πεδουλάκη, που είχαν τον ίδιο post-προσανατολισμό.

Παράλληλα η τακτική του Ομπράντοβιτς "στοχοποιεί" και συγκεκριμένους παίκτες, τους οποίους βάζει στη διαδικασία να παίξουν με επαφές και να σπρώξουν τον αντίπαλο τους κοντά στο καλάθι με τον κίνδυνο να κάνουν φάουλ. Αυτό κάνει από την αρχή της σεζόν η Φενέρ, η οποία έχει διαφορετικές επιλογές στο παιχνίδι με πλάτη στο καλάθι: τον Γιαν Βέσελι (32% των φάσεων), τον Έκπε Ούντο (31% των φάσεων), τον Τζίτζι Ντατόμε και επικουρικά τους Κάλινιτς (σαν "3") και Άντιτς (σαν "4") αν έχουν mismatch.

Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν την δύναμη της ομάδας στο post-up. Μες στη χρονιά οι παίκτες του Ομπράντοβιτς έχουν σκοράρει 229 πόντους από αυτή τη διαδικασία, τους περισσότερους μετά το Μιλάνο (Ραντούλιτσα, Σάντερς, ΜακΛιν, Μάτσβαν) και τη Ζαλγκίρις (Γιανκούνας, Λίμα, Καβαλιάουσκας, Ουλανόβας, Γιαβτόκας). Έχουν παράλληλα τον δεύτερο καλύτερο συντελεστή πόντων/ανά κατοχή (0.931), ενώ είναι η μοναδική ομάδα -πλην των Μιλανέζων- που αντλεί τόσο μεγάλο ποσοστό των πόντων της από το παιχνίδι με πλάτη στο καλάθι (10%).

Ο Παναθηναϊκός θα κληθεί επομένως να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις. Είτε με τα 3άρια όταν χρησιμοποιούνται κοντά σχήμα με τρεις γκαρντ (με Τζειμς-Καλάθη και είτε Παππά, είτε Φελντέιν), είτε με τον Τζέιμς Σίνγκλετον που είναι εξαιρετικούς αμυντικούς σε όλους τους τομείς, πλην του post-up. Ο Μπουρούσης από την άλλη διακρίνεται σ' αυτή την άμυνα, καθώς είναι μεγάλο κορμί και πολύ έμπειρος, αλλά έχει αποδειχτεί ότι το καλό σχήμα του Παναθηναϊκού ως τώρα είναι αυτό το Σίνγκλετον-Γκιστ ή το Σίνγκλετον-Γκάμπριελ. Αν και στη συγκεκριμένη σειρά επειδή ακριβώς αναμένεται να εξελιχθεί πολύ σε μονομαχία μισού γηπέδου παίκτες όπως ο Μπουρούσης και ο Ρίβερς θα έχουν ακόμη περισσότερο χρόνο συμμετοχής.

Το post-up, ωστόσο, δεν σημαίνει μόνο σκοράρισμα ή φθορά μέσω των φάουλ. Σημαίνει και δημιουργία. Παραδοσιακά το αγαπημένο παιχνίδι του "Ζοτς" ήταν το "βρες τον αμαρκάριστο". Βασίζεται πολύ δηλαδή στις καλές αποστάσεις και στην ύπαρξη καλών σουτέρ, δόγμα βέβαια που "κοντράρεται" από την αναγκαστική συνθήκη των δίδυμων πύργων που χαλάνε τις αποστάσεις της ομάδας. Απόδειξη ότι οι Τούρκοι παίρνουν το 24.8% των συνολικών πόντων τους από στατικά σουτ. Μόνο η Μπάμπεργκ και η Μπαρτσελόνα επιδεικνύουν μεγαλύτερο ποσοστό.

Η άμυνα με αλλαγές και το τρίποντο

Και οι δύο ομάδες μπορούν να χαρακτηριστούν αμυντικογενείς. Έχουν μικρό παθητικό και διακρίσεις στους αμυντικούς δείκτες. Οι "πράσινοι" έχουν την 3η καλύτερη άμυνα (υπολογίζονται και οι πόντοι της παράτασης) με 74.5, ενώ η Φενέρ αντίστοιχα έχει την 5η καλύτερη άμυνα (74.8), με το 3ο καλύτερο ranking αντιπάλου (79.1). Είναι ομάδα δηλαδή που χαλάει το παιχνίδι της άλλης ομάδας.

Οι Τούρκοι στηρίζουν την αμυντική τους στην άμυνα με αλλαγές, τακτική που αποτελεί κλειδί και για τον Παναθηναϊκό, λόγω των Γκιστ και Σίνγκλετον. Η ομάδα του Ομπράντοβιτς την εφαρμόζει πολύ συχνά καθώς διαθέτει ψηλά γκαρντ (Μπογκντάνοβιτς, Ντατόμε, Κάλινιτς) και ψηλούς (Ούντο-Βέσελι) που μπορούν να σκεπάσουν το καλάθι και να σταματήσουν κοντούς παίκτες στην περιφέρεια. Το πλεονέκτημα εξάλλου της κοινής τους παρουσίας στην άμυνα είναι πως ο ένας μπορεί να καλύπτει τη ρακέτα και να εξασφαλίζει τα ριμπάουντ, όταν ο άλλος αμύνεται στη γραμμή του τριπόντου. Σαν να παίζει με δύο τερματοφύλακες, που εναλλάσσονται αν προτιμούμε τους ποδοσφαιρικούς όρους. Ενδεικτικά η συγκεκριμένη ομάδα επιτρέπει λίγα ριμπάουντ στον αντίπαλο (4η με 32-9).

Με αυτή την άμυνα με αλλαγές η Φενέρμπαχτσε πετυχαίνει δύο στόχους: α) μετατρέπει το pick-n-roll σε φάση ένας-εναντίον-ενός και β) δεν μπαίνει σε περιστροφές με αποτέλεσμα να μην ρισκάρει σουτ αντιπάλου. Το πρώτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Φενέρμπαχτσε έχει την 2η καλύτερη pick-n-roll άμυνα (741 πόντοι), αλλά αντίθετα δέχεται πολλούς σε φάσεις isolation (289). Κάτι που εξηγείται από τις αλλαγές. Οι Ούντο - Βέσελι καταλήγουν να μαρκάρουν κοντούς παίκτες στην περιφέρεια και ξαφνικά η συνεργασία δύο παικτών, μετατρέπεται σε επίθεση ένας-ένας.

Όσο για το δεύτερο; Η Φενέρ έχει να επιδείξει την 2η καλύτερη άμυνα απέναντι σε στατικά σουτ (0.953 πόντοι ανά κατοχή). Το να μην δεχτεί τρίποντο είναι βασικό κομμάτι της αμυντικής της φιλοσοφίας. Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι είναι 4η στα τρίποντα αντιπάλου (7.9) και 4η σε χειρότερο ποσοστό αντιπάλου (35.7%). Πολύ σημαντικό στοιχείο αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός είναι η 2η ομάδα σε εύστοχα τρίποντα (9.5) και 2η σε συνολικές προσπάθειες (26.4).

Οι "πράσινοι" βασίζουν το παιχνίδι τους σε τέτοιες προσπάθειες. Είτε με προσωπικές ενέργειες όπως αυτές του Τζέιμς και του Φελντέιν, είτε με το pop-out του Σίνγκλετον (κυρίως) και του Γκιστ, είτε με plays που περιέχουν screen μακριά από τη μπάλα για τον Ρίβερς, τον Φελντέιν και τον Γκάμπριελ. Οπότε θα πρέπει να περιμένουμε αρκετές φάσεις ένας-εναντίον-ενός. Εξάλλου ο Παναθηναϊκός είναι μια τυπική on-ball ομάδα που βασίζει τα ξεσπάσματα του στις επινοήσεις παικτών όπως ο Καλάθης, ο Τζέιμς, ο Ρίβερς, ο Παππάς και ο Μπουρούσης στο post. Απόδειξη και το γεγονός ότι διαθέτει τον καλύτερο συντελεστή πόντων/ανά κατοχή σε επιθέσεις στα τελευταία 4'' από οποιαδήποτε ομάδα της διοργάνωσης.

Το μικρό rotation και ο παίκτης κλειδί

Μετά τη συμμετοχή στον τελικό του Βερολίνου η Φενέρμπαχτσε βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Χρειάστηκε να πληρώσει υπεραξία στους παίκτες που είχε ήδη, για να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες του ΝΒΑ (Βέσελι, Ούντο, Μπογκντάνοβιτς), αλλά και στις κανονικές σειρήνες που ακούστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, για παράδειγμα με την απόπειρα πραξικοπήματος. Αυτές οι δύο συνθήκες, συν την επιθυμία του Ομπράντοβιτς να περιορίσει το τούρκικο στοιχείο στην ομάδα (επειδή δεν υπάρχουν παίκτες πρώτης γραμμής, αλλά και για προσωπικούς λόγους), συνηγόρησαν στη δημιουργία ενός μικρού και σφιχτού ρόστερ.

Το κουπί στην περιφέρεια τραβούν ο scoring guard Μπόμπι Ντίξον (11.3 πόντοι, 3.2 ασίστ), ο μοναδικός πλέι-μέικερ της ομάδας Κώστας Σλούκας (10.2 πόντοι, 4.5 ασίστ) και ο παίκτης-κλειδί Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς (13.6 πόντοι, 3.1 ριμπάουντ, 3.9 ασίστ, 1.2 κλεψίματα και 15.4 ranking). Ο Σέρβος γκαρντ είναι 1ος σκόρερ, 2ος πασέρ, 3ος ριμπάουντερ, πρώτος κλέφτης (1.1), 2ος στο ranking και 2ος σε χρόνο συμμετοχής (26:50) στην ομάδα. Όχι τυχαία, διότι δίνει πολλά στην ομάδα, που μπορεί να δώσει μόνο εκείνος. Είναι ψηλό γκαρντ εν αντιθέσει με τον Σλούκα και τον Ντίξον και παίζει πολύ καλή άμυνα στη μπάλα, έχοντας παράλληλα πλεονέκτημα όταν η ομάδα μπαίνει στη διαδικασία αλλαγών στα pick-n-roll. Παράλληλα είναι εκ των βασικών δημιουργών και ένας πολύ καλός spot-up σουτέρ. Η παρουσία του βοηθάει την Φενέρ σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς, βελτιώνοντας τη συνολική λειτουργία της ομάδας. Εξ ου και η αγωνιστική καθίζηση των Τούρκων στα 13 ματς που έχασε.

Ο Νάναλι είναι ο 4ος γκαρντ (18 λεπτά), αλλά ο Αμερικάνος που προέρχεται από μια εξαιρετική χρονιά στο ιταλικό πρωτάθλημα, δεν έχει εγκλιματιστεί πλήρως. Αυτό φαίνεται και από τα νούμερα του (5.9 πόντοι και 5.1 ranking), καθώς έχει πολλά σκαμπανεβάσματα. Η 5η επιλογή στην περιφέρεια είναι ένας ρολίστας σουτέρ, ο Μελίχ Μαχμούτογλου που παίζει 12 λεπ΄τα και προσφέρει λύσεις με την μαχητικότητα και το μακρινό του σουτ (43.%). Στην κατηγορία "βασικοί" όμως χωρούν μόνο οι τρεις πρώτοι, συν τους τέσσερις παίκτες της φροντ-λάιν (Ντατόμε, Κάλινιτς, Ούντο και Βέσελι). Οι τέσσερις αυτοί παίκτες μοιράζονται το χρόνο στο 3-4-5, με τον Άντιτς και τον Μπένετ να δίνουν "ανάσες" για μερικά λεπτά.

Ο Ομπράντοβιτς συνηθίζει να χαμηλώνει το σχήμα της ομάδας του βάζοντας τον Κάλινιτς στο "4" όταν ξεκουράζεται ένας από τους δύο πύργους. Από αυτούς ο Ούντο παίζει περισσότερο (11.8 πόντοι, 7.7 ριμπάουντ σε 31'), ενώ ο Βέσελι (10.1 πόντοι, 4.5 ριμπάουντ σε 24') συχνά μπαίνει σε διαδικασία προβλήματος με φάουλ. Το γεγονός ότι η ομάδα του έχει μικρό μέσο όρο ηλικίας είναι θετικό για τον Ομπράντοβιτς, εξισορροπώντας το ρηχό rotation.

Ο Παναθηναϊκός είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία, καθώς έχει πολλές λύσεις. Επί της ουσίας είναι επιλογή του Τσάβι Πασκουάλ να παίζει με συγκεκριμένους παίκτες, αφήνοντας συχνά εκτός κάδρου Έλληνες όπως ο Φώτσης και ο Χαραλαμπόπουλος, ή τον Νίκολς, παίκτες που μπορούν να δώσουν λεπτά.

Τι βγάζει η σούμα;

Από τη στιγμή που μιλάμε για δύο ομάδες που προσέχουν τις κατοχές και τον ρυθμό, ρίχνουν το βάρος στην επίθεση μισού γηπέδου και δέχονται πόντους με το σταγονόμετρο είναι δεδομένο ότι πρέπει να περιμένουμε κλειστά ματς που θα κριθούν στις λεπτομέρειες. Χωρίς αμφιβολία ο Παναθηναϊκός είναι το φαβορί λόγω έδρας και φόρμας. Αν ήταν άλλη ομάδα απέναντι του θα αναφερόταν και ως πλεονέκτημα το γεγονός ότι έχει δώσει τόσα πολλά ματς που κρίθηκαν στην κόψη του ξυραφιού, που έχει βγει πολύ δυνατός από αυτή τη διαδικασία. Στην αντίπαλη γωνία όμως κάθεται η Φενέρμπαχτσε. Μια ομάδα με σταθερό κορμό τα τελευταία χρόνια και παίκτες που έχουν παίξει πολλούς τελικούς. Και "τελικούς".

Από την άλλη, όμως, η Φενέρμπαχτσε βρίσκεται σε κακή αγωνιστική κατάσταση έχοντας να αντιμετωπίσει διαδοχικούς τραυματισμούς (Σλούκας, Ντατότε, Μπογκντάνοβιτς, Ούντο) που πλήγωσαν το σφιχτό της ρόστερ. Και λόγω της μεγάλης πίεσης που επικρατεί στο περιβάλλον της ομάδας, ίσως το γεγονός ότι ξεκινά μακριά από το γήπεδο της, την κάνει πιο επικίνδυνη. Συν του ότι είναι μια ομάδα που χτίστηκε ακριβώς για τη φύση τέτοιων παιχνιδιών. Είναι γαλουχημένη στο παιχνίδι του μισού γηπέδου, στη λογική του κατοχή-κατοχή, όπως δηλαδή εξελίσσονται τα παιχνίδια στο τέλος της χρονιάς.

Επομένως, οποιαδήποτε πρόβλεψη πέρα από το ασφαλές "σε πέντε παιχνίδια" κρίνεται παρακινδυνευμένη.

TAGS EUROLEAGUE
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ