Απλά τα πράγματα
Η αποθέωση του απλού. Που είναι και το δύσκολο. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος γράφει για τον παίκτη με τα πόδια - μπουκάλες που έδειξε πως παίζεται σωστά το παιχνίδι, για τον ψηλό - ευλογία, το "κλειδί" του τελικού και τη γενιά του '97 που πήρε αυτό που άξιζε.
Κάποιες φορές τα νούμερα είναι άδικα. Η στατιστική στυγνή. Απόλυτη. Καπνός μπροστα στα μάτια μας. Για αυτό και νομίζω ότι αυτή τη φορά δεν έχουν σημασία. Αν έπρεπε να διαλέξω το καλύτερο παιχνίδι του καλύτερου παίκτη του τουρνουά αυτό θα ήταν το κυριακάτικο. Ο τελικός. Το παιχνίδι στο οποίο ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος έδειξε όλη την κλάση του . Όχι κι απλό αν σκεφτεί κανείς ότι στο Βόλο έκανε ένα τριπλ-νταμπλ και τρία νταμπλ-νταμπλ. Η σπουδαιότερη εμφάνιση του ήταν το ματς με την Τουρκία. Κι όχι απλά ήταν ο τελικός. Αυτή τη φορά δεν έχει να κάνει με νούμερα. Ούτε με χρώματα. Έχει να κάνει με τον τρόπο.
Το εύκολο είναι να κρίνεις έναν παίκτη από τα καλά του παιχνίδια. Να στέκεσαι στα μεγάλα καλάθια, στο πως κάνει τα δύσκολα να μοιάζουν εύκολα. Στην τελική, όμως, το μπάσκετ δεν είναι αυτό. Είναι το να κάνεις το εύκολο. Το απλό. Ο Χαραλαμπόπουλος αντιμετώπισε μια άμυνα προσαρμοσμένη πάνω του, που έφτασε σε σημείο να γίνεται μια box-and-one με έναν παίκτη να μαρκάρει man-to-man τον ίδιο και τους υπόλοιπους τέσσερις να σχηματίζουν παίζοντας ζώνη ένα κουτί. Σε όλες όμως τις φάσεις, ωστόσο, οι Τούρκοι φρόντιζαν να στέλνουν τους κοντινούς παίκτες ένα βήμα πιο κοντά του, για να του κλείσουν το χώρο.
Οι περισσότεροι 18χρονοι που ξέρουν πόσο καλοί είναι, που αγωνίζονται σε έναν τελικό που " πρέπει να πρωταγωνιστήσουν" και μάλιστα μπροστά σε ένα παθιασμένο κοινο, θα επιχειρούσαν να ελέγξουν το παιχνίδι με προσωπικές φάσεις. Να ζεσταθούν νωρίς και να κερδίσουν έτσι αυτοπεποίθηση. Όπως θα έκανε για παράδειγμα ο Κορκμάζ που έβαλε περισσότερα δύσκολα καλάθια από τον Χαραλαμπόπουλο, αλλά βοήθησε λιγότερο την ομάδα του να κερδίσει. Όχι ότι φταίει αυτός, απλά είναι ένα παράδειγμα το πως θα αντιδρούμε σε ένας σταρ-παίκτης. Ο αριστερόχειρας φόργουορντ της Εθνικής, ωστόσο, διάλεξε τον άλλον δρόμο. Τον δύσκολο. Που είναι δύσκολος, γιατί είναι κι ο πιο απλός: πάσαρε στον αμέσως επόμενο παίκτη και προσπάθησε να βρει τις φάσεις του όπου μπορούσε, όπως δηλαδή στον αιφνιδιασμό.
Έτσι λοιπόν κι αφού πρώτα βοήθησε τους συμπαίκτες του, άρχισε και ο ίδιος να τιμωρεί την τουρκική άμυνα που άλλαζε συνεχώς πρόσωπα στο μαρκάρισμα του. Πρώτα έπαιξε έξυπνα με το μπόνους των βολών και στη συνέχεια βρήκε και σκορ. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Πήγε στα ριμπάουντ, έπιανε τους συμπαίκτες του στο ημίχρονο για να τους μιλήσει, ίιχε επικοινωνία με τον πάγκο. Έκανε πράγματα που δεν φαίνονται, αλλά είναι απαραίτητα για να φτάσει μια ομάδα στη νίκη, για να φτάσει στο χρυσό.
Θυμάμαι ότι τον είδα πρώτη φορά πριν τέσσερα καλοκαίρι σε ένα φιλικό της Παίδων με μια ανδρική ομάδα της ΕΣΚΑΝΑ στο κλειστό της Γλυφάδας. Μου κίνησε την περιέργεια. Όχι μόνο γιατί έμοιαζε σαν ξένος λόγω του ξανθού μαλλιού, αλλά κυρίως επειδή ήταν ο πιο ασουλούπωτος σωματικά. Όλος πόδια. Με γάμπες μπουκάλες, χωρίς ίχνος γράμμωσης. Προπονητής εκείνης της ομάδας ήταν ο Μάνος Μανουσέλης, ο οποίος τον είχε φέρει για να παίζει με δύο χρόνια μεγαλύτερους του, διακρίνοντας στα μάτια του νεαρού από το Αιγάλεω τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το παιχνίδι.
Μετά από δύο καλοκαίρι η Παίδων κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο, με τον Χαραλαμπόπουλο να παίζει με έντονες στομαχικές διαταραχές στον ημιτελικό που τελικά χάσαμε. Ακολούθησε η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, οι δύο συμμετοχές σε 4άδες μεγάλων τουρνουά, η Ευρωλίγκα και τώρα το χρυσό. Η δίκαιη κατάληξη για έναν παίκτη και μια φουρνιά με μπόλικο ταλέντο.
Οι δύο παίκτες - κλειδιά
Όπως όμως είναι άδικο να στεκόμαστε στους στυγνούς αριθμούς της στατιστικής, είναι άδικο να στεκόμαστε σε έναν και μόνο παίκτη. Ακόμη κι αν αυτός είναι ο MVP. Για αυτό είναι υπέροχο άθλημα το μπάσκετ. Γιατί κερδίζουν οι καλύτερες ομάδες και όχι οι καλύτεροι παίκτες. Η Εθνική, λοιπόν, δεν θα είχε κερδίσει το χρυσό αν δεν είχε όλα τα στελέχη της συντονισμένα στον ίδιο σκοπό, στον ίδιο τόνο.
Σε ότι αφορά τον τελικό (αλλά και σε ολόκληρο το τουρνουά) η συμμετοχή δύο παικτών ήταν εξίσου καθοριστική. Ο ένας είναι ο Γιώργος Παπαγιάννης και ο άλλος ο Διονύσης Σκουλίδας. Η συνεισφορά του ψηλού πολλές φορές δεν φαίνεται όταν παίζει, αλλά όταν δεν παίζει. Τέτοια είναι η επιρροη του στο παιχνίδι. Δεν είναι μόνο ότι αποτελεί μια σταθερή απειλή στο επιθετικό ριμπάουντ, ή την ασφάλεια στη διεκδίκηση του αμυντικού, αλλά και ότι σκεπάζει τα καλάθια. Φοβίζει αντιπάλους, τους κάνει να σουτάρουν από πιο μακριά και πιο φοβισμένα. Οι πόντοι που γλιτώνει η πελώρια παρουσία του επίσης δεν φαίνονται στην στατιστική. Είναι μεγάλη ευλογία για αυτή την ομάδα, αλλά και για το ελληνικό μπάσκετ, ένας τέτοιος παίκτης, που τα κάνει όλα να φαίνονται (και να είναι) ευκολότερα. Μόνος του, με τη δική του προσπάθεια στο ριμπάουντ, κατάφερε να εξισορροπήσει την έλλειψη μεγέθους που είχε το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σε σχέση με τις άλλες ομάδες.
Όσο για τον Σκουλίδα; Η αμυντική του παρουσία ήταν η κορωνίδα της ομαδικής προσπάθειας. Στο δεύτερο ημίχρονο "έσβησε" τον Κορκμάζ. Έπαιξε εξαιρετική άμυνα πάνω στη μπάλα και έβαλε τις βάσεις για την ανατροπή και τη νίκη. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί σ' αυτό το σημείο η συνολική ελληνική προσπάθεια στο αμυντικό κομμάτι. Αυτο ήταν και το σήμα κατατεθέν της ομάδας του Ηλία Παπαθεοδώρου: η πιεστική περιφερειακή τριπλέτα, που άλλαζε το ρυθμό. Οι Δίπλαρος, Μουράτος, Φλιώνης, Λούντζης, Σκουλίδας, Μιλεντίγεβιτς έκαναν μεγάλη δουλειά στην πίεση της μπάλας και της πάσας, έχοντας παράλληλα τη σιγουριά ότι πίσω τους βρίσκεται ένας ψηλός έτοιμος να κόψει οτι κινείται απειλητικά προς το καλάθι.
Το συμπέρασμα του Βόλου
Η Ελλάδα κέρδισε δίκαια το χρυσό. Ήταν η καλύτερη ομάδα του τουρνουά, ενώ ήταν μέσα σε όλα στα παιχνίδια, ακόμη και τα δύο που έχασε. Παρουσίασε εξαιρετική προπονητική δουλειά και κατάφερε να γίνεται καλύτερη παιχνίδι με το παιχνίδι. Διαχειρίστηκε το άγχος της έδρας κι όσο κυλούσε το τουρνουά γινόταν ολοένα και περισσότερο ομάδα. Είχε ως βάση την άμυνα, έπαιξε αρκετά ομαδικά και πήρε αυτό που άξιζε. Το δεύτερο μετάλλιο για τη γενιά των '97 και το πρώτο χρυσό. Η δική τους στιγμή.
Απλά δεν νομίζω ότι είναι ώρα για συγκρίσεις ή παρομοιώσεις. Ούτε παικτών, ούτε ομάδων και φουρνιών. Παιδιά 18 χρονών είναι. Έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους για αυτά τα πράγματα.