Αποτυχημένη πλην... αγαπημένη!
Το παιχνίδι χάθηκε από τη ζώνη. Όχι λάθος. Χάθηκε λόγω κούρασης. Όχι λάθος. Χάθηκε στο παιχνίδι με τη Ρωσία. Ή μήπως στο ξύλο με τη Σερβία; Η ουσία δεν είναι οι αιτίες, αλλά το γεγονός ότι μείναμε έξω από τους «16» και πολύ μακριά από βάθρο. Το κακό είναι ότι δεν πείσαμε. Για πολλούς και διάφορους λόγους.
Το «αυτά έχει ο αθλητισμός» ο Σπανούλης είναι η αλήθεια. Δεν μπορείς να κερδίζεις συνέχεια. «Υπάρχουν πάνω και κάτω», όπως δήλωσε ο Διαμαντίδης. Στην Τουρκία θυμηθήκαμε το «κάτω» μετά από πολύ καιρό. Τι να κάνουμε, όμως; Ποιος μπορεί να κρατήσει… κακία σε αυτή την ομάδα; (τα μελοδραματικά συνεχίζονται στον επίλογο…)
Ζώνη ή κούραση
Η άμυνα ζώνης έβγαλε την ομάδα εκτός ρυθμού; Κατά μια έννοια ναι. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ακόμη και στο 4 δεκάλεπτο οι διεθνείς έβγαλαν καλές φάσεις. Αλλά τις έχασαν κι έτσι ουσιαστικά το πρόβλημα άρχισε να έρχεται μετά από αρκετές φάσεις, όταν τα άστοχα σουτ έγιναν κακές επιλογές κι οι πάσες στον αμαρκάριστο παίκτη έγιναν λάθη.
Με εξαίρεση την άμυνα της Τουρκίας που είχε διαφορετική κατεύθυνση και φιλοσοφία, οι υπόλοιπες έπαιξαν με το «μυαλό» κι όχι με το παιχνίδι της Εθνικής.
Εκ του αποτελέσματος, ωστόσο, μπορεί να πει κανείς ότι μας «πλήγωσε» σε ένα κρίσιμο σημείο.
Άποψη μου, ωστόσο, είναι ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η κούραση. Ο Ρούμπιο σε όλο το παιχνίδι κούρασε πολύ τον Σπανούλη κι ο Σκαριόλο φρόντισε να αλλάξει αρκετούς παίκτες πάνω του.
Ίσως έπρεπε ο Καζλάουσκας να κρατήσει πιο φρέσκια την ομάδα. Δοκίμασε τον Καλάθη στο πρώτο δεκάλεπτο, αλλά δεν του βγήκε κι ίσως στη συνέχεια δίστασε να ρισκάρει. Προτίμησε να εμπιστευτεί έναν κορμό 6-7 παικτών και να νικήσει ή να χάσει μ’ αυτούς. Το τέλος, όμως, είναι φανερό ότι οι βασικοί κουράστηκαν, δεν είχαν την «φλόγα» που έπρεπε για να τελειώσουν καλά το ματς.
Από την άλλη ο Σκαριόλο μοίρασε το χρόνο και πήρε πολύτιμες λύσεις από τους παίκτες του πάγκο, όπως είναι ο Γκιουλ, ο Ραούλ Λόπεζ κι ο Ρέγιες. Κι όταν έπρεπε οι Ρούντι και Ναβάρο είχαν τις δυνάμεις για να κάνουν τη διαφορά.
Αποτυχία…
Αν κάποιος το δει στυγνά θα κρίνει ότι η πορεία της Εθνικής ήταν αποτυχημένη. Είναι εξάλλου η πρώτη φορά μετά το 2001 (με μοναδική… απουσία το 2002) που η Ελλάδα «πέφτει» κάτω από την 5 θέση σε οποιαδήποτε διοργάνωση κι αν πήρε μέρος.
Οι θέσεις και τα χρώματα των μεταλλίων, ωστόσο, δεν αποτελούν τις καλύτερες κρίσεις. Κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτό που μετράει σε μια ομάδα είναι η αύρα της.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν έπαιξε καλά. Δεν έπεισε ότι μπορούσε να πάει και πολύ ψηλότερα. Δεν έδειξε δηλαδή καλύτερη.
Η ήττα από την Ισπανία είναι μια διαφορετική υπόθεση. Μπορεί να έχουμε χάσει αρκετές φορές τα τελευταία τέσσερα χρόνια (έξι αν δεν κάνω λάθος), αλλά πρέπει να παραδεχτούμε την ανωτερότητα τους. Είναι ένα επίπεδο πάνω από μας. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο.
Οι παίκτες μας παραμένουν του υψηλότερου επιπέδου, αλλά αν σκεφτεί κανείς τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ ελληνικού μπάσκετ και ισπανικού, Α1 και ACB αν θέλετε, τότε θα έπρεπε να… βγούμε στους δρόμους και να πανηγυρίσουμε, διότι υπάρχει τεράστιο χάσμα.
Στην Ελλάδα ξεκινούν οι ομάδες της χρονιάς λέγοντας ότι «μην περιμένετε να πληρώνεστε την πρώτη του μηνός» (ίσον «θα πληρωθείτε 1-2 φορές και πολύ σας είναι»), ενώ η ισπανιική λίγκα γίνεται κάθε χρόνο και καλύτερη.
Όσο για τη διαιτησία; Αν και γενικότερα δεν μ' αρέσει να την αναφέρω, ήταν φανερό ότι δεν μας σφύριξε καλα. Ειδικά στο 4ο κρίσιμο δεκαλέπτο.
Παρένθεση: Επιτρέψτε μου να κρατήσω τις επόμενες ημέρες ένα σχόλιο για τον Δημήτρη Διαμαντίδη: τον καλύτερο παίκτη στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ! Θα επανέλθω επί του θέματος.
Το μόνο σχόλιο προς το παρόν αφορά το… κακό timing, που αποτελούσε μέχρι στιγμής άγνωστη λέξη στο παιχνίδι του διεθνούς γκαρντ. Τέτοιες αποφάσεις δεν παίρνονται με τόσους σφυγμούς και μετά από παιχνίδι. Ειδικά μετά από ήττα. Ας ελπίσουμε να ήταν μια σκέψη… εν θερμώ.
Δεν έπρεπε να χάσουμε από τη Ρωσία
Κι εγώ είχα θυμώσει που χάσαμε από τη Ρωσία. Όχι για εθνικοηθικούς λόγους. Για καθαρά αγωνιστικούς. Μια ομάδα δεν παίζει ποτέ για να χάσει. Δεν παραδέχεται ποτέ ότι «φοβάται» κάποιον αντίπαλο. Τουλάχιστον όχι κάποια που έχει βλέψεις για την κορυφή.
Ήταν ακόμη χειρότερο που οι διεθνείς το έδειξαν φανερά. Να μου πει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι λογικό. Προπονούνται 365 ημέρες το χρόνο να βάζουν καλάθια, όχι να αστοχούν. Προπονούνται να κερδίζουν, όχι να χάνουν.
Και να ρωτήσω εγώ; Υπήρχε λόγος να φοβηθεί κανείς αυτή την Ισπανία; Και να μην αρχίσει κανείς να λέει για την Αμερική κτλ. Οι διεθνείς δεν τα έδωσαν όλα με τη Ρωσία λόγω του Ναβάρο και της παρέας του. Δεν κοιτούσαν τόσο μακριά και καλά έκαναν, αφού όταν κάνεις πρωταθλητισμό κοιτάς το επόμενο ματς. Και τίποτα άλλο.
Δυστυχώς κι εξ αποτελέσματος αν το κρίνει κάποιος η επιλογή ήταν λάθος. Δεν έπρεπε να χάσουμε από τη Ρωσία. Θα είχαμε αποφύγει τις τριβές, τις εθνικιστικές κορώνες, τους αφορισμούς και τα «μεγάλα λόγια».
Και στο κάτω-κάτω τώρα μπορούν να πουν πολλοί πολλά. Αυτοί που θέλουν δηλαδή και ψάχνουν την πρώτη ευκαιρία.
Όσο μας πληγώνει, τόσο μας πωρώνει
Νομίζετε ότι τσάμπα τη λένε «επίσημη αγαπημένη»; Πως αλλιώς να την αποκαλέσεις; Σε κάνει να γελάς και να κλαίς, να την αποθεώνεις, να τη θαυμάζεις, να της τα… χώνεις, να την ακολουθείς, να ξενυχτάς μαζί της (Τορόντο, Ατλάντα και που’ σαι ακόμα), να σε τρελαίνει μέχρι τέλους κι όσο πάει.
Η Εθνική μπάσκετ είναι σαν γυναίκα. Όχι ερωμένη, αν κι έρχεται μόνο για λίγες ημέρες το καλοκαίρι. Αγαπημένη. Γιατί θα είναι πάντα πιστή σε μας και σε όσα μας έκαναν εξ αρχής να τη γουστάρουμε.
ΥΓ1 Κακία πάντως δεν μπορείς να της κρατήσεις
ΥΓ2 Κάπου το ‘χα διαβάσει και μ’ άρεσε: «Εγώ πάντως την Εθνική, δεν μπορώ να την πω μωρή».
Κάπως έτσι.