X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

OPINIONS

Ball don't lie είτε είσαι 20, είτε είσαι 40

Το small-ball, ο ξανθός Draymond Green, η άμυνα με τα χέρια, ο Κόνιαρης σε ρόλο παίκτη-αποκάλυψη και ένα μεγάλο αλλά... Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναρωτιέται τι σημαίνει "βάλτε τους να παίξουν";

Η ευλογημένη γενιά των 1997 (και 1998) πάτησε ακόμη μια φορά την κορυφή της Ευρώπης, γεγονός που συνιστά μεγάλη επιτυχία τόσο για τους ίδιους, όσο και για το τεχνικό τιμ, καθώς και την ίδια την ΕΟΚ. Πάνω από όλα ήταν η απόδειξη του ταλέντου αυτής της φουρνιάς, της ικανότητας των Ελλήνων προπονητών, αλλά και των καρπών που δρέπουν όσοι ποντάρουν στα "κουτσά άλογα" της σημερινής εποχής, δηλαδή τη συνέπεια και τη διάρκεια.

Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μια Εθνική ομάδα που παίζει πολλά χρόνια μαζί (Χαραλαμπόπουλος, Μουράτος, Κόνιαρης, Λούντζης, Φλιώνης, Δίπλαρος, Χρηστίδης, Μιλεντίγεβιτς) και έχει σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια τον ίδιο προπονητή , τον Ηλία Παπαθεοδώρου. Αυτό έχει μεγάλη σημασία στην εξέλιξη των παικτών και της ίδιας της ομάδας, η οποία πάτησε πάνω σε βάσεις και δεν αποτέλεσε ένα απλό πυροτέχνημα ταλέντου, ικανότητας και τύχης.

Όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, που ξεκίνησε από την επιμονή του Μάνου Μανουσέλη να βάλει τον 97άρη Χαραλαμπόπουλο με τις γάμπες-μπουκάλες (τότε) με τους 95άρηδες και συνεχίστηκε με την εμπιστοσύνη που έδειξε ο νυν προπονητής σε παίκτες που σε όλο αυτό το διάστημα βρέθηκαν και στο ζενίθ, αλλά και στο ναδίρ όπως συνέβη με τους τραυματισμούς του Κόνιαρη, ή την απραξία άλλων βασικών παικτών (Μουράτος μέχρι πέρσι, Λούντζης κτλ).

Και κάπως έτσι αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν, βελτιώθηκαν, εξελίχθηκαν και κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που βρέθηκαν στο δρόμο τους: τον υποβιβασμό της προηγούμενης φουρνιάς, τους τραυματισμούς (Αντετοκούνμπο), αλλά και την απουσία του παίκτη που θα άλλαζε όλα τα δεδομένα, του Γιώργου Παπαγιάννη. Επειδή ακριβώς οι 97άρηδες ήταν μια ομάδα με όλη τη σημασία της λέξης, κατάφεραν να κοιτάξουν μέσα τους για να βρουν τις λύσεις. Ακόμη κι αν αυτό ήταν το small-ball, ή η ψυχωμένη ανατροπή στον προημιτελικό με τη Λιθουανία, την καλύτερη ομάδα που βρέθηκε στο διάβα της στο φετινό τουρνουά.

Το small-ball της επιτυχίας

Η συγκεκριμένη ομάδα ήταν ένα υπόδειγμα του λεγόμενου ελληνικού μπάσκετ. Χρειάστηκε να στύψει το μυαλό της για να καλύψει τις (αθλητικές) αδυναμίες της. Πάτησε στον χαρακτήρα και στο πλάνο. Είχε ρόλους, μια pick-n-roll λογική και μια άμυνα που έσπαγε κόκαλα: δέχτηκε 57.2 πόντους στο τουρνουά, επιτρέποντας μόνο δύο φορές αντίπαλο της να ξεπεράσει τους 70 πόντους (77 η Γερμανία, 72 η Λιθουανία). The Greek way, σαν να λέμε.

Ήταν μια περιφερειακή ομάδα, που παράλληλα είχε την ικανότητα να υπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες του μπάσκετ, με λέξη-κλειδί την πολυμορφικότητα: με παίκτες που παίζουν περισσότερες από μια θέση, όπως ο Λούντζης, ο Χαραλαμπόπουλος, ο Σκουλίδας και ο Μουράτος.

Αμυντικά προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα μιας καλής περιφερειακής ομάδας, που έχει την πολυτέλεια να κρατά υψηλά το επίπεδο πίεσης, ρίχνοντας αρκετά ζευγάρια πόδια στη φωτιά. Η U20 θέλησε να πρεσάρει τη μπάλα, είτε σε συνθήκες ένας-ένας, είτε με τη μορφή zone-press, κάνοντας εκείνη την πρώτη κίνηση στην σκακιέρα. Προτίμησε δηλαδή να παίζει με τα άσπρα, παρά να αφήνει τον αντίπαλο να πάει το παιχνίδι εκεί που τον βολεύει.

Στα pick-n-roll χρησιμοποιούσαν πολλές διαφορετικές τακτικές ανάλογα τον παίκτη που έπαιζε στο "5", ενώ ήταν η συχνή η χρήση των αλλαγών στα σκριν, κάτι που επέτρεπε το χαμηλό και ευκίνητο σχήμα. Το σήμα κατατεθέν, όμως, ήταν ο τρόπος που όλοι χρησιμοποιούσαν τα χέρια τους στην άμυνα. Προσπαθούσαν να κλείσουν το χώρο, ακόμη κι αν πολλές φορές έπαιρναν το ρίσκο ενός αμαρκάριστου σουτ. Ότι έχαναν σε ύψος, το κάλυπταν με χέρια στη μπάλα και γρήγορα πόδια.

Στην οργανωμένη επίθεση υπήρχε μια pick-n-roll λογική, ενώ παράλληλα το προπονητικό τιμ προσπαθούσε να χτυπήσει το mismatch (είτε μες στο καλάθι, είτε έξω από αυτό) με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, ενώ υπήρχαν αρκετά pick-n-roll option που κατέληγαν σε άλλες φάσεις: post-up, είτε screen μακριά από τη μπάλα για σουτ.

Ένα από αυτά είναι αυτή η αγαπημένη φάση του Ηλία Παπαθεοδώρου, την οποία χρησιμοποιεί σε όλες του τις ομάδες:

Το σημεία αναφοράς στην επίθεση πέρα από τον Χαραλαμπόπουλο, ήταν το pick-n-roll του Κόνιαρη, οι on-ball φάσεις του Βασίλη Μουράτου (1on1, pick-n-roll και post-up), αλλά και τα ποσταρίσματα του Βασίλη Χρηστίδη, που υπερτερούσε σε δύναμη.

Λόγω της γνωστής απουσίας του Παπαγιάννη ήταν εξ αρχής στο μυαλό του τεχνικού τιμ το small-ball με τον Χαραλαμπόπουλο στο "5". Δεδομένου ότι θα δημιουργούσε πρόβλημα στον αντίπαλο, είτε ο αριστερόχειρας άσος έβρισκε απέναντι του βαρύ ψηλό, είτε η άμυνα αντιδρούσε με αλλαγή, καθώς είναι σταθερά καλός πασέρ από το low-post.

Εδώ ο Χαραλαμπόπουλος δημιουργεί ρήγμα στην άμυνα μετά από pop-out

Εδώ παίζει 1on1 τον αντίπαλο ψηλό

Το Ισραήλ προσπάθησε να αντιδράσει με άμυνα ζώνης, αλλά ούτε αυτό λειτούργησε.

Ο ξανθός Draymond Green και η περιφέρεια φωτιά

Ο Χαραλαμπόπουλος ήταν ο κινητήριος μοχλός, λειτουργώντας ως ένα κινητό mismatch. Είχε 14.4 πόντους, 5.9 ριμπάουντ και 4.0 ασίστ σε 30'. Ήταν με άλλα λόγια ο πρώτος σκόρερ, ριμπαόυντερ και πασέρ της Εθνικής ομάδας. Ήταν αυτός που έπαιζε "5" στο χαμηλό σχήμα και ήταν αυτός που συχνά κατέφευγε στο ρόλο του δημιουργού είτε με πρόσωπο απέναντι σε πιο αργούς αντιπάλους, είτε με πλάτη μετά από αλλαγή. Ένας ξανθός Draymond Green.

Δημιουργός, σκόρερ και κλειδί στην άμυνα. Η κόλλα που έδεσε όλη την άμυνα, σαν τον κύριο 23 στους Warriors.

Καθοριστική ήταν και η συνεισφορά του Βασίλη Μουράτου, που ήταν ο 3ος σε χρόνο συμμετοχής, έχοντας ακόμη 8.0 πόντους και το δεύτερο καλύτερο +/- (14.4) πίσω από τον Κόνιαρη. Ο πρώην παίκτης του Ολυμπιακού με τα πλούσια σωματικά προσόντα, στα τελευταία ματς ερχόταν από τον πάγκο, δίνοντας ενέργεια και ορμή σε άμυνα και επίθεση, αλλάζοντας τον ρυθμό του αγώνα. Ένας "ταύρος" που ορμούσε στην αρένα και σήκωνε σκόνη στο διάβα του, τελειώνοντας το τουρνουά ως 2ος ριμπάουντερ της ομάδας (4.0).

Αν οι Κόνιαρης και Μουράτος ήταν τα "μοτέρ", τότε οι Φλιόνης-Δίπλαρος εξελίχθηκαν στα απαραίτητα αξεσουάρ. Ο πρώτος ήταν αυτός που έτρεχε την ομάδα, ως ένας pass-first περιφερειακός, προσφέροντας ισορροπία, ενώ ο δεύτερος ήταν αυτός που άνοιγε την άμυνα με το καλό του περιφερειακό σουτ. Δύο παίκτες με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, με τον Δίπλαρο να παίζει το ρόλο που είχε πριν από δύο χρόνια ο Μιλεντίγεβιτς. Η προσφορά του μάλιστα στα τελειώματα του πρώτου και του τρίτου δεκαλέπτου του τελικού ήταν σημαντική. Στο κλείσιμο της πρώτης περιόδου πρόσφερε πόντους που έλειπαν (μέσω μπόνους και ενός αιφνιδιασμού), ενώ στο 30' ευστόχησε στη βόμβα που έστειλε επί της ουσίας τη διαφορά οριστικά μακριά από την απόσταση βολή των Ισραηλινών.

Κοιτώντας αποκλειστικά τον τελικό θα πρέπει να σταθούμε στον τρόπο που η ομάδα έκλεισε και τα τρία δεκάλεπτα, κερδίζοντας πόντους και "αέρα" ενώ το παιχνίδι ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Όπως συνέβη με το τρίποντο του Χαραλαμπόπουλου, που προηγήθηκε αυτό του Δίπλαρου.

Στο μεταξύ διαρκώς ανοδική πορεία είχε και ο Μιχάλης Λούντζης, ο μοναδικός oversized παίκτης αυτής της ομάδας, που γέμιζε το γήπεδο, αναλάμβανε δύσκολες αποστολές στην άμυνα (όπως τον Μπλατ) και βελτίωνε συνολικά την εικόνα της ομάδας σε άμυνα και ριμπάουντ. Αντίστοιχα καλός και "αθόρυβος" ήταν ο Βασίλης Χρηστίδης, που έκλεισε το τουρνουά με 9.7 πόντους, κάνοντας πολύ δουλειά μες στο καλάθι. Στον τελικό έδωσε ξύλο στον Κόπερμπεργκ (από τους 30 πόντους στον ημιτελικό έμεινε στους 5 με 2/3 σουτ στον τελικό), αλλά παράλληλα αποτέλεσε σημείο αναφοράς στο low-post, προσθέτοντας πόντους και κερδισμένα φάουλ.

Επίσης, εντυπωσιακός και ο Θοδωρής Καρράς, που πέρσι είχε μικρό χρόνο συμμετοχής στο Δούκα, αλλά διαθέτει ένα πλήρες πακέτο για να αποτελέσει ένα σύγχρονο 5άρι. Έχει μέγεθος, μακριά άκρα, γρήγορα πόδια, καλή αίσθηση του χώρου και σπάνια καλά χέρια τόσο στην υποδοχή της μπάλας, όσο και στα τελειώματα. Δεν είναι τυχαίο ότι τέλειωσε το τουρνουά ως 3ος σκόρερ (9.7 πόντοι) και τρίτος ριμπάουντερ (3.6) με 57% στα δίποντα. Αν και λόγω σωματοδομής και ιδιαιτερότητας της θέσης, έχει ακόμη πολλά βήματα να διανύσει για να φτάσει στο επόμενο επίπεδο, θα πρέπει να κρατήσουμε αυτό το όνομα.

Κόνιαρης: ο παίκτης-αποκάλυψη

Ο τίτλος του παίκτη-αποκάλυψη πάει αν μη τι άλλο στον Αντώνη Κόνιαρη, που είχε 11.4 πόντους, 3.4 ασιστ και το εκπληκτικό 54% στα τρίποντα, ευστοχώντας σε 5 προσπάθειες τόσο στον προημιτελικό, όσο και στον τελικό. Η αποκάλυψη κατά κύριο λόγο είχε να κάνει με την αποτελεσματικότητα του στο σουτ, που κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα στο πρωτάθλημα (34% με 0.6 εύστοχο ανά παιχνίδι). Ήταν, όμως, η τρανή απόδειξη πως αλλάζει ένας παίκτης λόγω αυτοπεποίθησης και καλής ψυχολογίας.

Κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα στοιχεία τα είχε δείξει: την ικανότητα στην πάσα, την έφεση στην άμυνα, χάρις στα μακριά χέρια και την οξυδέρκεια που τον διακρίνει. Ένας αυθεντικός πλέι-μέικερ που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε, δικαιώνοντας τον Γιώργο Λιμνιάτη που είχε δει κάτι στο πρόσωπο του πριν πολλά πολλά χρόνια. Θα πρέπει να κρατήσουμε την αίσθηση που έχει στην πάσα, αλλά και την άνεση εντέλει με την οποία σούταρε: δεν ευστόχησε μόνο σε στατικά σουτ, αλλά και μετά από ντρίμπλα. Αριστερά, δεξιά, back-step. Όλα μέσα! Με ένα διαφορετικό μάλιστα στυλ, που παραπέμπει αρκετά στον Steph Curry. Να και πάλι η παρομοίωση με τους Golden State Warriors .

Ο Κόνιαρης είναι η "ιστορία" του τουρνουά. Όχι, μόνο γιατί με την απόδοση του έκλεψε την παράσταση, αλλά και γιατί έδειξε (σε όλους - περισσότερα στα ίδια τα παιδιά), ότι τίποτα δεν τελειώνει πριν τελειώσει. Ο βασικός πλέι-μέικερ στα πρώτα χρόνια αυτής της ομάδας, έχασε επί της ουσίας δύο σεζόν. Τη μισή την πέρασε στον πάγκο του Παναθηναϊκού και την άλλη 1 1/2 στο κρεβάτι του φυσιοθεραπευτή, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα στον αστράγαλο.

Εκεί που ο Παναθηναϊκός αποφάσισε να κόψει το συμβόλαιο του, όλα έδειχναν μαύρα και η στενοχώρια αποδείχτηκε κάτι μεγαλύτερο από αυτό που μπορούσε να αντέξει, όλα γύρισαν. Κέρδισε τη θέση του και τον χρόνο συμμετοχής στο ΠΑΟΚ, κέρδισε με το σπαθί του τον τίτλο του "παίκτη-αποκάλυψη" και να που όλη η Ελλάδα μιλάει για αυτόν. Επομένως, τίποτα δεν τέλειωσε από τις καλές του εμφανίσεις ως Παίδας. Τίποτα δεν τελείωσε όταν κόπηκε το συμβόλαιο του από τον Παναθηναϊκό. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, με τους 20χρονους να απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο, που μόνο τα νιάτα μπορούν να προσφέρουν: είναι όλα μπροστά τους. Είναι όλα στο χέρι τους.

Τι σημαίνει "βάλτε τους να παίξουν";

Ας μην κρυβόμαστε: είμαστε ένας λαός που ενθουσιάζεται εύκολα. Και απογοητεύεται εξίσου εύκολα. Είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων, αλλά και γενικότερα των μεσογειακών λαών. Επομένως, το να μας εξιτάρει το καινούργιο, το φρέσκο, είναι μες στην κουλτούρα μας. Δεν είναι μόδα, υποταγμένη στο πνεύμα των καιρών και της εποχής της ηλεκτρονικής υπερβολής, όπως μπορούν να χαρακτηριστούν τα social media. Παλαιότερα για παράδειγμα συνέρρεαν χιλιάδες (ναι χιλιάδες, όχι απλά εκατοντάδες) κόσμου να παρακολουθήσουν αγώνες παιδικού ή εφηβικού πρωταθλήματος για να δουν από κοντά τον Χατζησμάλλη, τον νέο Γιαννάκη του Ιωνικού Νικαίας, ή τον Δρελιώζη να κάνει ένα αεροπλανικό κάρφωμα με τη φανέλα του Πανιωνίου. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, έστω και ψηφιακά. Ο κόσμος διψάει για νέους παίκτες και καταναλώνει με μανία κείμενα και βίντεο φρέσκων προσώπων. Είτε στο ποδόσφαιρο, είτε στο μπάσκετ. Έτσι είναι, γιατί έτσι πάει.

Αυτό, βέβαια, είναι διαφορετικό από το να ξεχνάμε τους αθλητικούς όρους με τους οποίους μιλάμε. Η τεράστια επιτυχία των Νέων είναι μια ιστορία διαφορετική από το επαγγελματικό μπάσκετ. Όχι τώρα. Πάντα ήταν. Άλλο μετάλλιο με τις "μικρές" Εθνικές και άλλο επαγγελματική καριέρα. Θέλετε να ρωτήσουμε τους Τούρκους; Ή ακόμη και τους Ισπανούς που θριαμβεύουν -κατά κανόνα- στις μικρές ηλικίες, αλλά δεν βρίσκουν ταλαντούχο παίκτη να ξεχωρίζει στο πρωτάθλημα, ούτε με το κιάλι. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Επομένως, θα πρέπει -κατά την ταπεινή μου γνώμη- να ξεχωρίσουμε το καλοκαίρι, από τον χειμώνα. Και αν θέλουμε να κάνουμε μια χάρη σε αυτά τα παιδιά, είναι να μην τους κάνουμε καμιά χάρη.

Η ομορφιά του αθλητισμού είναι η αξιοκρατία του. Δεν έχει σημασία πως σε λένε, από που είσαι, τι ύψος έχεις, τι χρώμα έχεις, που μεγάλωσες, ή τη γλώσσα μιλάς. Όταν μπαίνεις στο γήπεδο πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι καλύτερος από τον άλλον. Στο γήπεδο μετράει απλά το ποιος είναι καλύτερος, τίποτα άλλο. Αυτό πρέπει να αποδείξουν και αυτά τα παιδιά, όπως το απέδειξαν όλοι οι προηγούμενοι που βρέθηκαν στη θέση τους. Οι χρυσοί έφηβοι του 1995 τραγουδούσαν "που 'ναι οι γιούγκοι" όταν κατέκτησαν την κορυφή του κόσμου στο ΟΑΚΑ. Οι Γιούγκοι έφυγαν, κάποιοι που άξιζαν έμειναν και οι ίδιοι βρήκαν το χώρο τους κάτω από τον ήλιο. Όπως έγινε και τους 84άρηδες και τους 85άρηδες, όπως έγινε με τους 90άρηδες. Κανείς δεν απαίτησε τη συμμετοχή τους. Την κέρδισαν.

Επομένως, αυτό το "βάλτε τα να παίξουν" δεν το καταλαβαίνω. Είναι αυθαίρετο και συναισθηματικό. Δεν υπάρχει ούτε ένας προπονητής, ή ένας παράγοντας που θα δει κάποιον που αξίζει και μπορεί και δεν θα τον βάλει. Ούτε ένας. Όλοι θέλουν το καλύτερο για την ομάδα τους και φυσικά - μιας και μιλάμε για επαγγελματικό αθλητισμό - όλοι παίζουν για τη νίκη. Το μόνο που δημιουργείται από όλη αυτή τη συζήτηση, είναι άλλοθι.

Το να δούμε από την άλλη τους λόγους που δεν παίζουν είναι μια άλλη ιστορία, που ενδεχομένως να έχει μεγαλύτερο νόημα. Και ας ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι δεν γίνεται λόγος για να παίξουν στον Ολυμπιακό ή στον Παναθηναϊκό, δηλαδή σε επίπεδο Euroleague. Ξέρετε πόσοι παίκτες κάτω των 20 παίζουν σε ομάδες Top-8; Οι εξής δύο: ο Λούκα Ντόνσιτς, που - πως να το κάνουμε- είναι ο Λούκα Ντόνσιτς, το Νο1 ντραφτ του 2018 και ο άλλος ήταν ο ύψους 2.10 Άντε Ζίζιτς που επίσης του χρόνου θα παίζει στο ΝΒΑ.

Στη Μπασκόνια ο 98άρης Σεντεκέρσκις έπαιξε 13 ματς όλα και όλα και σε αυτά από 5 λεπτά κατά μέσο όρο. Αντίθετα, ο μικρότερος σε ηλικία παίκτης της πρωταθλήτριας Φενέρμπαχτσε ήταν ο 24χρονος Αχμέτ Ντουβεριόγλου που έπαιξε 9 ματς και 60 λεπτά συνολικά. Οι νεαρότεροι παίκτες του φιναλίστ Ολυμπιακού ήταν οι 23χρονοι Παπαπέτρου-Αγραβάνης. Ο 96άρης Τολιόπουλος έπαιξε 2.31' όλη τη σεζόν. Το ίδιο και στην ΤΣΣΚΑ, ο νεαρότερος παίκτης της ήταν ο 23χρονος Μικχαήλ Κουλάγκιν (7 ματς και 37 λεπτά συνολικά).

Είναι δύσκολο πράγμα η Euroleague, δεν είναι απλό. Ο Διαμαντίδης έπαιξε... έπαιξε στον Παναθηναϊκό στα 25. Ο Σπανούλης στα 23 του. Ο Παπαλουκά στα 25. Οι εξαίρεση που ακούει στο όνομα Μάντζαρης-Σλούκας-Παπανικολάου απέκτησαν ουσιαστικό ρόλο στα 22 και αυτό μετά από καραμπόλα, που συνέπεσε με την αλλαγή πολιτικής του Ολυμπιακού, την επιμονή των Αγγελόπουλων (να κρατήσουν Μάντζαρη-Σλούκα) και τις λάθος εκτιμήσεις του Ίβκοβιτς. Οπότε πως μπορεί κάποιος να περιμένει ότι ο εξαιρετικός στο τουρνουά της Κρήτης και πολλά υποσχόμενος Αντώνης Κόνιαρης θα έπαιζε στα 18 του στον Παναθηναϊκό; Ακόμη και ο πολύπειρος - στα 20 του - Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, δυσκολεύτηκε να βρει το ρόλο του στο "τριφύλλι" και μάλιστα σε μια εύκολη θέση, παρά το γεγονός είχε τη στήριξη της διοίκησης και αρκετές ευκαιρίες. Δεν είναι θέμα του ίδιου, ούτε ευθύνεται κάποιο αόρατο χέρι που τον κρατάει στον πάγκοι Είναι η φύση του αθλήματος και η δυσκολία του επιπέδου.

Και εδώ πρέπει να ειπωθεί για πολλοστή φορά η διαδρομή που ακολούθησαν οι παίκτες που αναφέρθηκαν παραπάνω, παίκτες που έφτασαν να θεωρούνται οι καλύτεροι στην Ευρώπη. Ο Σπανούλης πέρασε από Λάρισα και Μαρούσι. Ο Παπαλουκάς από τον Πανιώνιο. Ο Διαμαντίδης από τον Ηρακλή. Ο Πρίντεζης από την Ολύμπια Λάρισας. Ο Μάντζαρης από το Περιστέρι. Ο Σλούκας από τον Άρη. Να το δούμε και συνολικά; Οι τρομεροί έφηβοι του 1995 χρειάστηκαν και αυτοί να κάνουν το "αγροτικό" τους. Για παράδειγμα οι Χατζής-Κακιούζης έπαιξαν στην 8η τότε ΑΕΚ. Ο Καράγκουτης στον Πανιώνιο. Μόνο ο Ρεντζιάς, αυτό το θαύμα της φύσης, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στον διεκδικητή ΠΑΟΚ. Ακόμη και ο Παπανικολάου με τα δύο triple crown έπρεπε να περιμένει το "ντόμινο" με τα ξένα 3άρια στον Ολυμπιακό (αποχώρηση Άντερσον και τιμωρία Γκρέι) για να βρει χώρο και χρόνο στους "ερυθρολεύκους". Και το επόμενο καλοκαίρι έφυγε γιατί δεν έπαιζε και δεν τα έβρισκε με τον προπονητή του.

Ξανά: δεν είναι θέμα αιωνίων. Είναι θέμα ευρωπαϊκού μπάσκετ. Η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ που έχουν τη δυνατότητα να σαρώσουν την ισπανική αγορά έχουν κάνει ελάχιστες κινήσεις τα τελευταία χρόνια. Απλά γιατί δεν υπάρχουν παίκτες με την ποιότητα του Top-8 της Euroleague. Ο Άλεξ Αμπρίνες (από τη Μάλαγα) είναι η εξαίρεση. Η Ρεάλ για παράδειγμα δεν έχει εντάξει κανέναν Ισπανό πρωταγωνιστή μετά τον ερχομό του Γιουλ, πέρα μόνο από τον Ουίλι Ερνανγκόμεζ, που με τη σειρά του πέρασε από τη Σεβίλλη. Μιλάμε για παίκτες που παίζουν αυτή τη στιγμή στο ΝΒΑ, όχι απλές περιπτώσεις. Κατά τα άλλα οι "μπλαουγράνα" σπάνε συμβόλαια για να πάρουν τον Βίβες που είχε 3.7 πόντους στο Eurocup, ή τον 25χρονο ρολίστα Οριόλα. Όλα αυτά είναι αποδείξεις ότι η δεξαμενή για αυτές τις ομάδες είναι περιορισμένη. Δεν θα παίξουν όλοι. Και από τη μεριά μας: ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ να παίξουν όλοι.

Πίσω στο γιατί δεν παίζουν οι δικοί μας. Το βασικό πρόβλημα είναι η διάβρωση της πυραμίδας του ελληνικού μπάσκετ, σε συνδυασμό με την οικονομική συγκυρία που μαστίζει όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Να βάλουμε στο μίξερ και την μαλθακή ανατροφή των νέων που προτιμούν το Playstation από το μονό στη γειτονιά; Να το βάλουμε, αλλά είναι προτιμότερο να περιοριστούμε αποκλειστικά μες στις τέσσερις γραμμές. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν, ή δεν είναι τόσο σταθερά όσο στο παρελθόν, τα σκαλοπάτια για την ανέλιξη ενός παίκτη. Πριν 10-15 χρόνια ένας παίκτης θα έβαζε στόχο να παίξει στην Α2. Μετά να παίξει σε μια ομάδα της Α1. Μετά να ανέβει επίπεδο και να μπει στο λεγόμενο "Eurocup" (ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Άρη). Και μετά να κάνει το άλμα για τους "αιώνιους", την αφρόκρεμα του ελληνικού μπάσκετ, ή να βρει ομάδα αντίστοιχου βεληνεκούς στο εξωτερικό. Προσπαθώ να σκεφτώ κάποιον παίκτη που παρέλειψε περισσότερο από ένα από αυτά τα βήματα και αδυνατώ. Έναν παίκτη τουλάχιστον που δεν ξεπερνά τα όρια της φαντασίας σε ότι αφορά τα σωματικά προσόντα (Αντετοκούνμπο).

Ο Περπέρογλου είχε τον Ηλυσιακό. Ο Καϊμακόγλου τη Νήαρ Ηστ και το Μαρούσι. Ο Αγραβάνης το Μαρούσι και τον Πανιώνιο. Ο Παπαπέτρου το κολέγιο. Ο Παππάς τον Πανιώνιο. Και πάει λέγοντας. Το γεγονός ότι οι υπόλοιπες ομάδες της Α1 έχασαν σε status και έπαψαν να προσφέρουν μια οικονομική σιγουριά, προκάλεσε ένα ντόμινο. Πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις ο τελευταίος παίκτης του Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, πληρώνεται καλύτερα από τον καλύτερο παίκτη του Άρη ή του ΠΑΟΚ. Επομένως οι τελευταίες θέσεις του ρόστερ έγιναν στόχος για τους ατζέντηδες και επομένως για τους πελάτες τους. Με μισή το πολύ, καμιά φορά μπορεί να μην χρειάζεται ούτε αυτή, σεζόν στην Α1 κατέληξαν στο βάθος του πάγκου και ξαφνικά έπρεπε στα 18 τους να παίζουν. Ναι, αλλά δεν γίνεται να παίξουν. Δεν μπορούν να τους πάνε από το νηπιαγωγείο στο πανεπιστήμιο, όπως θα έλεγαν και στο Φτάσαμε. Και μοιραία - στην καλύτερη - θα καταλήξουν ξανά δανεικοί (με τη σιγουριά του οικονομικού μανδύα των μεγάλων) για να πάρουν χρόνο συμμετοχής και στην καλύτερη να επιστρέψουν.

Γιατί φταίει επομένως ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός που δεν έχει την πολυτέλεια να βάλει τον 13ο παίκτη του να παίξει; Γιατί φταίει ο ΠΑΟΚ και ο Άρης, που δεν έχει τα χρήματα ή τον τρόπο να προσελκύσει ή και να κρατήσει ένα νέο ταλέντο, νικώντας το κοντόφθαλμο τρόπο σκέψης; Γιατί φταίει η κάθε ομάδα που προβιβάζεται στην Α1 με τον σύντομο κύκλο ζωής και το ανύπαρκτο πλαίσιο ανάπτυξης που κοιτάει το σήμερα και όχι το αύριο; Γιατί δεν φταίει ο 18χρονος που αντί να κάνει ένα-ένα τα βήματα κάνει απευθείας το άλμα στην Α1, επειδή ακριβώς η πόρτα είναι ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα; Που είναι οι νέες γενιές που θα κυριαρχήσουν στο παρκέ και θα στείλουν τους 40άρηδες που κάνουν πλάκα περπατώντας στην Α2;

Δεν φταίει κανείς. Και παράλληλα φταίνε όλοι. Από το γεγονός ότι οι ομάδες δεν βάζουν στόχο να αποτελέσουν κομμάτια αυτής της πυραμίδας, αγνοώντας έννοιες όπως πρόγραμμα και σχέδιο, ως τους ατζέντηδες που νοιάζονται μόνο για το παχυλό δένδρο μπροστά τους, αδιαφορώντας για το μακροπρόθεσμο δάσος. Από τους παίκτες που τα περιμένουν όλα στο πιάτο και τους γονείς που ονειρεύονται καριέρα Σπανούλης, ως το ότι ξαφνικά η μεταβατική περίοδος έγινε είδος υπό εξαφάνιση, κάνοντας μόδα την ατομική προπόνηση. Παλαιότερα, υπήρχαν συμβόλαια. Υπήρχαν παίκτες που έμεναν στην ομάδα και δούλευαν τα καλοκαίρια για να γίνουν καλύτεροι. Τώρα με το που τελειώσουν τα πρωταθλήματα, όλοι σκορπίζουν. Είναι και αυτό ένα πρόβλημα. Μην τα βάζουμε, όμως, αποκλειστικά με την κορυφή της πυραμίδας. Αυτή τη φορά το ψάρι δεν βρωμάει από το κεφάλι.

Ξέφυγα... Ας μείνουμε στα παιδιά. Απέδειξαν ότι είναι οι καλύτεροι 97άρηδες στην Ευρώπη. Είναι οι κορυφαίοι μεταξύ ομοίων. Το ταξίδι, όμως, τώρα ξεκινά. Στο μπάσκετ δεν σταματά η υποχρέωση να αποδείξεις ότι αξίζεις. Κι οι 20χρονοι θα πρέπει να το κάνουν, χωρίς ηλικιακούς περιορισμούς. Σε νόμους ελεύθερης αγοράς. Από τη μεριά τους έδειξαν ότι διαθέτουν το ταλέντο και τις μπασκετικές βάσεις για να τα καταφέρουν. Όπως έκανε ο Κόνιαρης που πέρασε δύσκολες στιγμές και αναγεννήθηκε φέτος στον ΠΑΟΚ. Όπως έκανε ο Μουράτος παίζοντας στην Α2 και στο Ψυχικό. Μην τους φοβάστε, θα την βρουν την άκρη τους. Δεν χρειάζεται να τους κάνει κανείς χάρη. Δεν υπάρχει βάλτε τους να παίξουν. Υπάρχει το "μπείτε μόνοι σας".

Η κατάσταση είναι δύσκολη, αλλά πότε δεν ήταν; Ως γνήσιοι "μεγάλοι" θεωρούμε ότι τα νέα παιδιά είναι πιο μαλθακά και τα θέλουν όλα εύκολα. Ευτυχώς, μιλάμε για αθλητισμό, επομένως δεν έχει σημασία τι θέλει ο καθένας, αλλά το τι μπορεί να κάνει. Και αυτό θα το δούμε στο γήπεδο.

Ball don't lie, που λένε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ