Δεν του φταίει κανείς...
Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναρωτιέται ποιος πραγματικά ασχολείται με το μπάσκετ, αναφέρεται στο "βουητό" για τη διαιτησία και τον Ολυμπιακό που έχασε ένα δικό του παιχνίδι χωρίς να του φταίει... κανείς.
Να ρωτήσω κάτι άσχετο; Το μπάσκετ τι είναι; Ένα προϊόν για τους επαγγελματίες (παίκτες, προπονητές, παράγοντες, δημοσιογράφους, ατζέντηδες) κι ένα παιχνίδι για τους υπολοίπους. Τελικά, όμως , είτε ως το ένα, είτε ως το άλλο το αντιμετωπίζουν πλέον οι ελάχιστοι, που τείνουν να γίνουν κι οι… γραφικοί εκεί καταντήσαμε.
Αυτό που κατάλαβα εγώ μετά το τέλος του 2 τελικού είναι ότι αν θες να λέγεσαι Ολυμπιακός πρέπει να καταδικάσεις την διαιτησία για την ήττα και το 2-0 κι αν είσαι Παναθηναϊκός να κατηγορήσεις έναν παίκτη που σου έχει χαρίσει τίτλους. Δεν ασχολείται κανείς με το γεγονός ότι συγκρούστηκαν δύο από τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης και εμείς παρακολουθήσαμε το καλύτερο φετινό Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός.
Το κακό έχει παραγίνει. Και εντάξει οι «άρρωστοι» ή βλάκες, πάρτε όποιον από τους δύο ορισμούς θέλετε, ας ασχοληθούν με τη διαιτησία, είτε επειδή δεν ξέρουν να κάνουν κάτι άλλο, είτε επειδή ψάχνουν εναγωνίως άλλοθι, αλλά εδώ έχουμε φτάσει σε σημείο οι σχολιαστές της κρατικής τηλεόρασης, οι εφημερίδες και τα site να σπαταλούν περισσότερο σάλιο και περισσότερα πατημένα πλήκτρα για να αναφερθούν στους γκρι, παρά στο ίδιο το μπάσκετ.
Για παράδειγμα πιο πολλά ριπλέι έδειξαν στην ΕΡΤ τις αμφισβητούμενες φάσεις, παρά το φοβερό φόλοου του Μπατίστ, ή την πασάρα του Τεόντοσιτς στον Μπουρούση. Εμένα αυτό με πειράζει. Και δεν πα να κερδίσει ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός ή όποιος άλλος θέλει…
Που είναι, λοιπόν, όλοι αυτοί που γουστάρουν το μπάσκετ, τα αγαπούν και θέλουν να το δουν να προοδεύει; Πως πλασάρουν, πως προστατεύουν και πως βελτιώνουν το μπάσκετ; Προφανώς όχι με μονολόγους αποκλειστικά για τη διαιτησία στη συνέντευξη Τύπου και ειρωνείες προς τον τρίτο διαιτητή (τον εύκολο στόχο, που πήρε και μεταξύ μας τα λιγότερα σφυρίγματα), όχι με ριπλέι των αμφισβητούμενων φάσεων, κέρματα, μπουκάλια, επεισόδια και μια τάση για μόνιμη δυσφήμιση κι όχι για διαφήμιση.
Δεν θα αναφερθώ στον πρόσφατο τελικό του Champions League γιατί η διαφορά είναι χαώδης. Ας μου επιτραπεί μόνο μια μικρή σύγκριση. Μετά το φινάλε του τελικού στον Λονδίνο οι δύο προπονητές -και ποιοι προπονητές έτσι; - αρκέστηκαν σε μια μικρή τεχνική ανάλυση και κυρίως στο… εγκώμιο του Μέσι. Του πρωταγωνιστή. Του ανθρώπου που γεμίζει τα γήπεδα.
Στην ίδια κατηγορία, τηρουμένων των αναλογιών, είναι ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης, ο Τεόντοσιτς, ο Μπατίστ κτλ κτλ. Μιλάμε για κορυφαίους παίκτες στην Ευρώπη. Και δεν ασχολείται κανείς με αυτούς. Ούτε καν για τους προπονητές, παρότι είδαμε έναν τελικό με πολλή τακτική.
Για να ολοκληρώσω επί του θέματος: το μπάσκετ είναι ένα προϊόν. Οι δύο ομάδες μπορούν να το… πουλήσουν διότι έχουν την ποιότητα και τη δυναμική, κάτι που δεν ισχύει για το υπόλοιπο πρωτάθλημα που δεν έχει παίκτες, δεν έχει ποιότητα, δεν έχει ομάδες. Έχουμε δυο Φεράρι στο γκαράζ και εμείς τις χρησιμοποιούμε για σκυλόσπιτα.
Περί διαιτησίας
Ξέρω, ξέρω… Είμαι «βάζελος» γιατί δεν γράφω για σφαγή κτλ. Αφού διαβεβαιώσω ότι δεν μου καίγεται καρφάκι αν θα πάρει το πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟΚ, ο Άρης, η ΑΕΚ ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα, θα περάσω στο παρασύνθημα.
Το βουητό για τη διαιτησία μου έφαγε τα αυτιά. Για αυτό και η παρακολούθηση του αγώνα σε επανάληψη κρίθηκε απαραίτητη, έτσι για το «μπας και…». Αν θέλουμε να είμαστε τελείως αντικειμενικοί θα πρέπει να πούμε ότι ο Ολυμπιακός έχασε ένα δικό του παιχνίδι. Μόνος του.
Όσο ήταν καλός είχε το προβάδισμα και μάλιστα με διαφορές που άγγιζαν το δεύτερο ημίχρονο. Τα λάθη των διαιτητών ήταν πολύ λιγότερα από τα 27 που έκαναν μαζί Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Και μιλάμε για τα λάθη της στατιστικής κι όχι αυτά των αποφάσεων ή των επιλογών των προπονητών. Οι «γκρι» σφύριξαν 2-3 φάσεις ευκολότερα φάουλ στο «τριφύλλι» στο δεύτερο ημίχρονο (ως το 30’ το παιχνίδι ήταν τελείως μοιρασμένο) και τίποτα παραπάνω.
Λένε ότι η στατιστική είναι ο καλύτερος τρόπος για να πεις ψέματα. Σύμφωνοι… Το 31-9 στις βολές είναι μια μεγάλη διαφορά. Αγωνιστικά ένα μέρος μπορεί να «δικαιολογηθεί» από το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός έχει περισσότερους παίκτες που κάνουν επίθεση απευθείας στο καλάθι ή ρολάρουν δυνατά μες στη ρακέτα, ενώ ο Ολυμπιακός πέρα από τον Σπανούλη (και ενδεχομένως τον Γκόρντον) δεν απειλεί τόσο μες στη ρακέτα, δεδομένου της απουσίας low-post παιχνιδιού. Θεωρητικά όλα αυτά. Επί της ουσίας οι «ερυθρόλευκοι» στο δεύτερο ημίχρονο αρκέστηκαν σε πολλά περιφερειακά σουτ και σε ακόμη περισσότερες ντρίμπλες στην περιφέρεια.
Η ουσία, όμως, είναι ότι το φάουλ ήταν 24-18 συν την τεχνική ποινή του Τεόντοσιτς. Η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη. Κι αν το πάρουμε τμηματικά η ουσιαστικά διαφορά ήταν στο 2 δεκάλεπτο όταν ο Παναθηναϊκός πήγε νωρίς στο μπόνους. Ναι μιλάμε για το ίδιο δεκάλεπτο που ο Ολυμπιακός, παίζοντας πολύ καλύτερα, ήταν άξια μπροστά στο σκορ με 6 πόντους.
Αυτά για τη διαιτησία και τέλος.
Το έχασε ο... καλύτερος Ολυμπιακός
Ας επιστρέψουμε, όμως, στον Ολυμπιακό. Οι «ερυθρόλευκοι» μπήκαν πολύ συγκεντρωμένοι στο παιχνίδι. Με σαφή διάθεση να πασάρουν γρήγορα τη μπάλα (κυρίως ο Σπανούλης), βρήκαν σουτ, άνοιξαν την αντίπαλη άμυνα και πήραν μια σημαντική διαφορά.
Για το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα οι παίκτες του Ντούσαν Ίβκοβιτς ήταν συγκεντρωμένοι, είχαν πλάνο και υπομονή στην επίθεση. Καμία σχέση με την εικόνα του πρώτου τελικού. Χτυπούσαν με άνεση μες στη ρακέτα (πολύ καλός στα τελειώματα ο Μπουρούσης), είχαν απειλή απ’ έξω και τον Σπανούλη πολύ δημιουργικό.
Η άμυνα του Παναθηναϊκού στα pick-n-roll (είτε ήταν man-to-man, είτε σύνθετη) ήταν το λεγόμενο hedge-out, δηλαδή ο ψηλός του σκρίνερ να ακολουθεί μακριά από το καλάθι τον ντριμπλέρ. Είναι μια άμυνα που χρησιμοποιείται από τον Ομπράντοβιτς για… ψυχολογικούς λόγους, διότι με αυτή ο χειριστής δυσκολεύεται να σκοράρει. Ο «Ζοτς» την βάζει επειδή ξέρει ότι τόσο ο Σπανούλης, όσο κι ο Τεόντοσιτς θέλουν να έχουν τη μπάλα στα χέρια, καθυστερώντας χαρακτηριστικά το παιχνίδι των υπολοίπων.
Στο πρώτο ημίχρονο οι «συγκεντρωμένοι» παίκτες του Ολυμπιακού δεν έπεσαν στην παγίδα. Μοίρασαν γρήγορα τη μπάλα και βρήκαν λύσεις σε όλες τις άμυνες, ακόμη και στην «καινούργια» του Ομπράντοβιτς: την 3-2 με ψηλό φόργουορντ (Καϊμακόγλου ή Σάτο) στο κέντρο. Αυτή με τον… σύρτη, που έλεγαν οι παλιότεροι.
Ο Ολυμπιακός – ο καλύτερος στα φετινά ντέρμπι- βρήκε λύσεις και κατάφερε να μείνει στο ματς για πολύ ώρα μετά το «πράσινο» προσπέρασμα. Ουσιαστικά στα μέσα της τελευταίας περιόδου έχασε την επαφή με το σκορ, όταν αστόχησε σε βιαστικά σουτ και έχασε δύο λέι-απ. Στο ίδιο διάστημα ο Σάτο ευστόχησε σε μακρινό σουτ κι οι ψηλοί του «τριφυλλιού» σκόραραν με άνεση. Η ψαλίδα άνοιξε. Χωρίς επαφές, χωρίς αμφισβητούμενες φάσεις.
Χωρίς συγκέντρωση
Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα οι «ερυθρόλευκοι» έχασαν την αυτοσυγκέντρωση τους. Ήταν σε καλύτερη μέρα κι αν έμειναν μες στο παιχνίδι θα το κέρδιζαν, γιατί έπαιζαν χωρίς πίεση και με υψηλό κίνητρο. Ο Ίβκοβιτς μετά το ματς τα έριξε στη διαιτησία κι όχι στο γεγονός –όπως είπε- ότι οι παίκτες του ήταν απείθαρχοι στο τέλος, κάτι που αποτελεί αποκλειστικά ευθύνη του προπονητή.
Ολοκληρώνοντας να αναφερθούμε και στα σημεία κλειδιά: ο Ολυμπιακός δέχτηκε αναπάντητους πόντους σε καθοριστικά σημεία του αγώνα, κάτι που δεν γινόταν στα προηγούμενα φετινά παιχνίδια.
Η τεχνική ποινή του Τεόντοσιτς, οι συνεχόμενοι πόντοι του Διαμαντίδη (απέναντι στον Σέρβο) στην αρχή του ημιχρόνου και το αντιαθλητικό του Σπανούλη, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του παιχνιδιού. Κατά την ταπεινή μου άποψη –αν και θα επαναλάβω ότι το μπάσκετ είναι ομαδικό άθλημα- η παρουσία του Τεόντοσιτς ήταν αρνητική για τον Ολυμπιακό: αμυντικά και επιθετικά: εκβίασε φάσεις, «κράτησε» τη μπάλα και ουσιαστικά έβγαλε εκτός λογικής την ομάδα, παρασέρνοντας και τους συμπαίκτες του σε ένα πιο ατομικό παιχνίδι.
Όπως επίσης σημαντική ήταν η προσφορά του Τσαρτσαρή από τον πάγκο, του Καϊμακόγλου στον αμυντικό τομέα κι η οριακή φάση με το αμαρκάριστο άστοχο του Τεόντοσιτς και το… κατά λάθος τρίποντο του Νίκολας (ο Βουγιούκας κατάφερε να τον βρει μέσα από έξι χέρια), που επιβεβαιώνουν ότι σε αυτό το παιχνίδι οι «πράσινοι» είχαν την τύχη με το μέρος τους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι ο Ολυμπιακός έχει καταφέρει να κερδίσει σε πολλά σημεία τον Παναθηναϊκό. Αλλά όχι στην πνευματική μάχη. Στη μάχη της συγκέντρωσης και της ηρεμίας. Χωρίς αυτά, πρωτάθλημα δεν παίρνει.