Εθνική ομάδα: μύθοι και πραγματικότητα
Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναλύει έξι διαφορετικές παραμέτρους (μύθους και πραγματικότητες) που δείχνουν ότι βλέπουμε το ζήτημα Εθνικής ομάδας εντελώς - μα εντελώς - λάθος. Από κάθε άποψη.
Η Εθνική εκτός Ολυμπιακών Αγώνων, λοιπόν. Απούσα από μεγάλη διοργάνωση, τη δεύτερη μέσα σε τέσσερα χρόνια. Καράκας 2012, Τορίνο 2016. Αποκλεισμός στο πρώτο νοκ-άουτ για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, τον κύκλο του προπονητή να κλείνει και τη σελίδα ανάμεσα στις γενιές να έχει γυρίσει. Τις τελευταίες ημέρες έχει ξεκινήσει ένας κύκλος συζητήσεων αφενός για το τι φταίει και αφετέρου για το τι πρέπει να γίνει.
Από τη μια η εικόνα των Κροατών με τις παλιοσειρές (Βράνκοβιτς, Ράτζα, Πέτροβιτς) που φαντάζει ως η λύση για το μέλλον ( όπως έγραψε ο Γιάννης Φιλέρης ), από την άλλη οι γνωστές συζητήσεις που καταλήγουν σε ανάθεμα, κατά - συνήθως- του προπονητή. Εσχάτως η μπάλα παίρνει και την Ομοσπονδία.
Για να μπορέσουμε, όμως, να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την κατάσταση θα πρέπει να δούμε πιο μακριά. Πέρα από το δέντρο.
1) Τουρνουά ειδικών συνθηκών
Το Προολυμπιακό τουρνουά ήταν μια διοργάνωση πολύ ιδιαίτερη. Διοργανώθηκε πολύ κοντά στο τέλος της σεζόν και το κυριότερο διαρκεί λιγότερο από μια βδομάδα. Τέσσερα παιχνίδια συγκεκριμένα. Όλοι οι προπονητές αναφέρονται στην δουλειά του ομοσπονδιακού προπονητή ως κάτι εντελώς διαφορετικό και ξεχωριστό από μια τη δουλειά ενός προπονητή σε σύλλογο. Οπότε μπορούμε να καταλάβουμε τι ισχύει για το συγκεκριμένο τουρνουά.
Για αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα τελευταία εισιτήρια πήραν οι συγκεκριμένες ομάδες: η Σερβία, η Γαλλία και η Κροατία. Η Σερβία για παράδειγμα έχει για τρίτο καλοκαίρι τον ίδιο προπονητή (Τζόρτζεβιτς) και ένα κορμό παικτών που αγωνίζονται μαζί για πολλά χρόνια. Οι Στίματς, Νέντοβιτς, Κάλινιτς, Μπογκντάνοβιτς, Στίματς εισήχθηκαν στην εθνική ομάδα το 2013. Ο Μάρκοβιτς το 2011. Ο Ραντούλιτσα το 2009 έστω και με διαλείμματα. Ο Τεόντοσιτς το 2007. Όταν η ομάδα είναι δεμένη, όταν λειτουργεί σαν μηχανή, μπορεί από τη μια να "μασήσει" και να κάνει δικά της όλα τα νέα πρόσωπα, αλλά παράλληλα να καλύψει και τις απουσίες, ακόμη κι αν είναι τόσο σημαντικές όσο αυτές των Μπιέλιτσα και Μαριάνοβιτς.
Η Κροατία από την άλλη μπορεί να άλλαξε προπονητή, αλλά έφερε στη θέση του Περάσοβιτς, μια παλιά καραβάνα, έναν προπονητή με ειδικό βάρος, τον Άτσα Πέτροβιτς. Και μπορεί να επιχείρησε με τη σειρά της να κάνει ανανέωση προσθέτοντας αρκετά νέα πρόσωπα, ωστόσο, ο κορμός έμεινε ο ίδιος: ο Σάριτς παίζει τρία χρόνια στην ομάδα, ο Σιμόν πέντε, ο Στίπτσεβιτς έξι, ο Μπογκντάνοβιτς έξι, ο Ούκιτς 13.
Για τη Γαλλία ίσως να μην χρειάζεται καν να μιλήσουμε. Ο Κολέ βρίσκεται στον πάγκο της Εθνικής από το 2009. Παρέα με την παλιοπαρέα των Πάρκερ (1999), Ντιαό (2003), Πιετρίς (2003), Τζελαμπάλ (2005), Ντε Κολό (2009), Ντιό (2009) και Μπατούμ (2009).
Αναμενόμενο οπότε το συμπέρασμα: σ' αυτό το τουρνουά της μικρής προετοιμασίας και της ακόμη μικρότερης διάρκειας κέρδισαν οι πιο "δεμένες" ομάδες. Είδαμε αντίστοιχα πόσο δυσκολεύτηκαν ακόμη και ομάδες γεμάτες ταλέντο όπως ο Καναδάς. Ή αντίστοιχα πόσο καλά πήγαν άλλες που είχαν "κορμό" αλλά λιγότερες δυνατότητες, όπως το Πουέρτο Ρίκο. Και η Ιταλία κάπως έτσι την πάτησε και θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να μελετήσουμε στη συνέχεια το παράδειγμα της.
2) Στην Εθνική το μπάσκετ έρχεται δεύτερο
Υπερβολικό όπως διαβάζεται, αλλά έχει μια γερή δόση αλήθειας. Η προπονητική κατεύθυνση προφανώς και παίζει τεράστιο ρόλο, αλλά μην ξεχνάμε ότι αναφέρθηκε και παραπάνω. Ο προπονητής δεν έχει τη δυνατότητα να αφήσει γρήγορα τη σφραγίδα του, εκτός αν μείνει αρκετά χρόνια και δουλέψει με τους ίδιους παίκτες πάνω σ' ένα πρόγραμμα. Μεγαλύτερη σημασία έχουν οι ισορροπίες της ομάδες, η διαχείριση δηλαδή των καταστάσεων.
Θεωρώ λάθος να στεκόμαστε στα πρόσωπα που επιλέχτηκαν ή σ' αυτά που δεν επιλέχτηκαν (βλέπε παρακάτω), ή για παράδειγμα αν παίξαμε περισσότερη ώρα post-up ή περισσότερες κατοχές pick-n-roll από το αναμενόμενο. Στο τουρνουά του Τορίνο εξάλλου δεν είδαμε "σεμινάριο μπάσκετ", αλλά αντίθετα είδαμε ομάδες με προσανατολισμό στην άμυνα και προσπάθεια να παίξουν στα δυνατά σημεία των καλών τους παικτών στην επίθεση. Συγκεκριμένο play-book, ελάχιστη προσπάθεια για επιβολή μπάσκετ ρυθμού και μάχη για το αποτέλεσμα.
Οπότε θα επιμείνω. Το πρόβλημα της Εθνικής δεν ήταν το αν είχαμε τρία γκαρντ, ούτε αν είχαμε πρόβλημα στο σουτ. Που είχαμε. Το σουτ μαζί με την αθλητικότητα είναι τα δύο κυρίαρχα στοιχεία του σύγχρονου μπάσκετ, αλλά παρόλα αυτά δεν ήταν το μεγάλο μας πρόβλημα. Μην ξεχνάμε ότι για παράδειγμα η Κροατία που μας απέκλεισε σούταρε χειρότερα από μας στο νοκ-άουτ.
Θέλετε κι άλλη απόδειξη; Το 2005 (Οκ διαφορετική εποχή, αλλά νομίζω ότι έχει βάση ως επιχείρημα) η Εθνική μας κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με τους εξής παίκτες: τον Δημήτρη Διαμαντίδη που είχε 0.65 εύστοχα τρίποντα ανά παιχνίδι. Τον ίδιο Διαμαντίδη για τον οποίο την ΕΠΟΜΕΝΗ χρονιά ο Μάικ Σιζέφσκι έλεγε "ότι είναι επικίνδυνος σουτέρ" και τον κοροϊδεύαμε. Τον Θοδωρή Παπαλουκά που σε 23 αγώνες της Euroleague ευστόχησε σε 7 τρίποντα. Όσα είχε στην ΤΣΣΚΑ και ο Δήμος Ντικούδης. Τον Κώστα Τσαρτσαρή που μέτρησε 9 εύστοχα σε 24 αγώνες ελληνικού πρωταθλήματος. Τον Νίκο Χατζηβρέττα που πετύχαινε 0,6 τρίποντα ανά παιχνίδι (15 σε 25 ματς στην Α1). Τον Νίκο Ζήση που σούταρε με 31% σε Ελλάδα και Euroleague. Τον Αντώνη Φώτση που είχε 12 εύστοχα τρίποντα μια ολόκληρη ευρωπαϊκή χρονιά στη Ρεάλ. Τον Μιχάλη Κακιούζη που σούταρε με 24%. Ο μοναδικός που σούταρε καλά από τη γραμμή (που ήταν στα 6,25 κιόλας) ήταν ο Βασίλης Σπανούλης, που με το Μαρούσι είχε 2 εύστοχα το παιχνίδι και 39% ποσοστό.
Ούτε εκείνη η ομάδα είχε σουτ. Και αν δεν πείθουν τα ποσοστά να θυμίσω την κριτική που είχε ασκηθεί στην ομάδα του 2004, η ίδια πάνω-κάτω συν τον Αλβέρτη, που έχασε στους "8" από τους μετέπειτα πρωταθλητές Αργεντίνους. Ότι δεν έχει σουτ, με τον Παναγιώτη Γιαννάκη να απολογείται για το "κόψιμο" του Νίκου Χατζή. Χωρίς σουτέρ ταξιδέψαμε στο Βελιγράδι και κατακτήσαμε το χρυσό. Χωρίς σουτέρ πήγαμε στην Ιαπωνία και σκοράραμε 101 πόντους με τους Αμερικάνους.
Η διαχείριση δεν αφορά μόνο το ίδιο το παιχνίδι. Έχει να κάνει περισσότερο με τη "χημεία" της ομάδας και τις ισορροπίες. Αν πρέπει να εντοπίσουμε το βασικό πρόβλημα αυτής της ομάδας είναι το αποτυχημένο πάντρεμα παικτών με διαφορετικό background. Γιατί στο κάτω-κάτω το ζητούμενο είναι 12 παίκτες να δημιουργήσουν την καλύτερη ομάδα. Να παίξει ο ένας για τον άλλον. Να βάλουν το "εγώ" κάτω από την ομάδα, με μια και μοναδική σελίδα στην "ατζέντα" τους: την επιτυχία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος.
Έχουμε δει τόσες και τόσες ομάδες να αποτυγχάνουν επειδή οι παίκτες σκεφτόντουσαν τα συμβόλαια τους, το ποιος παίρνει τα περισσότερα σουτ, ποιος παίρνει τα σφυρίγματα στην προπόνηση, ή τελικά ποιους έχει επιλέξει, ή ποιους έχει κόψει ο προπονητής. Είναι κοινό μυστικό ότι στην αρχή ο Θανάσης "ήταν ο αδερφός του Γιάννη", ενώ υπάρχουν και πολλοί που θεωρούν ότι η παρουσία του Ντόρσεϊ δημιουργούσε αναμπουμπούλα για αυτό και "κόπηκε". Προφανώς, η αναμπουμπούλα δεν προκλήθηκε από τον ίδιο τον 20χρονο γκραντ, που δεν έδωσε κανένα δικαίωμα με τη συμπεριφορά του.
Flash-back. Σερβία 2004 και 2005. Μποντιρόγκα, Μίλισιτς, Ραντμάνοβιτς, Ρακόσεβιτς, Γιάριτς, Ρέμπρατσα, Κρστιτς, Γκούροβιτς. Και στον πάγκο ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Η Σερβία το 2004 τερμάτισε τελευταία (ναι τελευταία) στον όμιλο όπου συμμετείχαν ομάδες όπως η Κίνα και η Νέα Ζηλανδία, ενώ ούτε το 2005 κατάφερε να περάσει στην επόμενη φάση. Ήταν η βραδιά που ο "Ζοτς" είπε "δεν θα κοουτσάρω ποτέ εθνική ομάδα, δεν θέλω ούτε να το ακούω". Ποιο να ήταν το πρόβλημα τους; Αν ο Ομπράντοβιτς δεν πήρε τον Στογιάκοβιτς και προτίμησε τον Σκεπάνοβιτς ή αν έπαιζε περισσότερα πλαϊνά PnR από ότι κεντρικά. Το πρόβλημα ήταν η χημεία. Οι ισορροπίες. Καλομαθημένοι σταρ, με μεγάλα "εγώ" και μικρή δίψα. Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Η Ελλάδα, λοιπόν, έχει το υλικό. Έχει το ταλέντο. Έστω και με την βοήθεια από τις ΗΠΑ (Καλάθης, Κουφός, Ντόρσεϊ) έχει επόμενη ημέρα.
3) Σημασία έχουν τα κοψίματα, όχι οι επιλογές
Συνέχεια από το προηγούμενο.
Να πάρουμε παράδειγμα την Εθνική του 2005-2006; Ήταν μια ομάδα με παίκτες κοντινής ηλικίας (30 ο μεγαλύτερος - 22 ο μικρότερος από αυτούς που έπαιζαν), που είχαν αρχίσει να φτιάχνουν το όνομα τους, αλλά δεν είχαν αρχίσει να κερδίζουν. Ο Διαμαντίδης δεν ήταν ο Διαμαντίδης. Ο Σπανούλης δεν ήταν ο Σπανούλης. Ο Παπαλουκάς δεν ήταν ο Παπαλουκάς. Μετά έγιναν. Πρώτα από την Εθνική και μετά από τις ομάδες τους. Οπότε όλοι μαζί μια γροθιά. Για να πετύχει η ομάδα. Για να πετύχουν όλοι.
Δεν υπάρχει πιο άκυρη συζήτηση κατά τη γνώμη μου από αυτή της επιλογής. Αγαπημένο ελληνικό καλοκαιρινό χόμπι. Είμαι σίγουρος ότι πολλούς από αυτούς που εκφέρουν γνώμη σήμερα, είναι οι ίδιοι που έλεγαν ότι το 2004 ο Γιαννάκης επέλεξε τον Σπανούλη με "βύσμα" επειδή τον είχε στο Μαρούσι. Συζητήσεις επί συζητήσεων, τσακωμοί και ψηφοφορίες για το αν θα έπρεπε να είναι ο ένας, ή ο άλλος. Λες και υπήρχε περίπτωση στο νοκ-άουτ να παίξουν περισσότεροι από 8-9 παίκτες. Οπότε τι σημασία έχει στο κάτω-κάτω (για το αποτέλεσμα και μόνο) αν ο 12ος θα είναι ο ένας, ή ο άλλος. Η επιλογή των παικτών έχει περισσότερη σημασία για το πρόγραμμα που τρέχει η εκάστοτε Ομοσπονδία. Για τους παίκτες που θα έρθουν από πίσω και θα πρέπει να πάρουν "μυρωδιά" τι σημαίνει Εθνική ομάδα. Σάμπως ο Μπουρούσης που είναι τώρα αρχηγός δεν πέρασε από 12ος χωρίς να παίζει καθόλου;
Αυτά που έχουν πραγματική αξία είναι τα κοψίματα. Διότι για να φτιάξεις ομελέτα πρέπει να σπάσεις αυγά. Δεν γίνεται αλλιώς. Θα πρέπει να κοπούν παίκτες (ακόμη και υπεράνω υποψίας) όπως έγινε στο παρελθόν με Σιγάλα, Ρεντζιά, Αλβέρτη κτλ για να δημιουργηθεί η κατάλληλη χημεία σε μια ομάδα, χωρίς απαραίτητα να φταίνε οι ίδιοι. Απλά έτσι πρέπει να γίνει.
Ας μιλήσουμε με παραδείγματα; Έκανε καλό στη Σερβία η αμείλικτη στάση του Τζόρτζεβιτς που έτριξε τα δόντια στους παίκτες που έκαναν τους δύσκολους ή έκανε κακό; Κανονικά δεν έπρεπε να δεχτεί τον Μαριάνοβιτς μόνο για τους Ολυμπιακούς; Μήπως κάτι ξέρει παραπάνω που προτιμά να αφαιρέσει δύναμη πυρός από την ομάδα του για το καλό της χημείας και των ισορροπιών; Έκανε καλό ή κακό η απόφαση του Κολέ να "κόψει" τον 1ο σε ασίστ παίκτη της Euroleague, τον Τομάς Ερτέλ για το καλό της χημείας; Ή από την άλλη; Η Ιταλία βγήκε κερδισμένη που είχε στο παρκέ ταυτόχρονα τα μεγάλα της ονόματα; Μήπως τελικά αυτός που ξεχώρισε ήταν ο παίκτης ομάδας, Ντάνιελ Χάκετ και όχι οι άλλες πριμαντόνες;
Το ίδιο ισχύει για τις ομάδες, πόσο μάλλον για τις Εθνικές ομάδες που έχουν μικρότερο διάστημα να μονταριστούν και να βρεθούν: η εθνική δεν είναι all-star επιλογή. Δεν χρειάζεται να παίζουν οι 12 καλύτεροι. Διόρθωση: ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να παίζουν οι 12 καλύτεροι. Γιατί δεν θα παίξουν όλοι, ούτε θα πρέπει να κάνουν όλοι αυτά που κάνουν στις ομάδες τους. Όπως ισχύει σε κάθε ομάδα θα πρέπει να υπάρχουν οι βασικότατοι, οι βασικοί και οι αναπληρωματικοί. Οι 4-5 που αποτελούν τον κορμό, οι 4-5 που τους συμπληρώνουν και αυτοί που δεν θα παίζουν. Γιατί μόνο έτσι θα τσουλήσει το πράγμα.
4) Η αιώνια κόντρα κάνει κακό
Στην Ελλάδα, βέβαια, υπάρχει μια αντικειμενική δυσκολία σε όλο αυτό. Η αρρωστημένη κόντρα Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού που διαβρώνει γενιές φιλάθλων, αλλά και την ίδια την εθνική ομάδα. Το είπε προσφάτως σε συνέντευξη του κι ο Τάκης Φύσσας για την αντίστοιχη του ποδοσφαίρου. Κάτι περισσότερο θα ξέρει. Μην ξεχνάμε ότι και ο Παναγιώτης Γιαννάκης κάτι τέτοιο πλήρωσε. Αλλά και οι επόμενοι. Ποιοι θα κληθούν, ποιοι δεν θα κληθούν. Λάσπη, ύβρεις και έριδες μεταξύ παικτών, αν και αυτοί έχουν συνηθίζει να αντέχουν και να μην επηρεάζονται. Οι γύρω-γύρω όμως; Οι οπαδοί που έβαζαν την Εθνική πάνω από όλα;
Ο Δημήτρης Διαμαντίδης την ημέρα που σταμάτησε το μπάσκετ, φορώντας τη μπλούζα του Παναθηναϊκού διότι την αντίστοιχη της Εθνικής την είχε βάλει στο ντουλάπι εδώ και έξι χρόνια, όταν τον ρωτούσαν για την κορυφαία στιγμή έλεγε πάντα για την Εθνική. Αυτό μπας και καταλάβουν οι "φίλαθλοι της νέας γενιάς" τι συμβαίνει πραγματικά.
Το 2005-2006 δεν υπήρχε "αιώνια" κόντρα. Είχε προηγηθεί η χειμερία νάρκη (λόγω Ολυμπιακών Αγώνων) των δύο ομάδων και ο Κόκκαλης είχε μειώσει το ενδιαφέρον του για τη μπασκετική ομάδα. Δεν υπήρχε ατζέντα. Δεν υπήρχαν κόκκινες και πράσινες φωνές. Υπήρχε μόνο μπλε.
5) Κεφάλαιο "προπονητής"
Θα ξεκινήσω τονίζοντας ότι όταν η απάντηση μπορεί να είναι "Παναγιώτης Γιαννάκης" δεν χρειάζεται καν να γίνει η ερώτηση. Και δεν είναι θέμα σύγκρισης. Ούτε με τον Κατσικάρη, ούτε με τους προπονητές της νεότερης γενιάς. Έχει να κάνει με το ειδικό βάρος, το πάθος για την Εθνική ομάδα, την ιστορία, αλλά και την απόδειξη ότι έχει πετύχει. Εκτός αν έχει ξεχάσει κανείς το χρυσό του 2005 και το ασημένιο του 2006. Δεν νομίζω...
Από εκεί και πέρα δεν νομίζω ότι είναι της παρούσης. Ο Τρινκέρι ο οποίος έκανε πολύ καλή πορεία με τη Μπάμπεργκ (αλλά και στις προηγούμενες ομάδες του) έφυγε σαν "άσχετος". Δεν ήταν, ούτε είναι. Το ίδιο ισχύει και για τον Κατσικάρη. Είναι η μοίρα του προπονητή αυτή και από αυτή τη διαδικασία δεν γλιτώνει ούτε ο νυν ομοσπονδιακός τεχνικός, που πλήρωσε το μάρμαρο. Ανέλαβε μάλιστα την ευθύνη μετά το τέλος του τουρνουά, ίσως και μεγαλύτερη από αυτή που του αναλογεί, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Με την επόμενη ημέρα τι γίνεται; Αυτό που απαιτείται αρχικά είναι η συνέπεια, κατεύθυνση την οποία ακολούθησε την τελευταία τριετία η Ομοσπονδία, διατηρώντας τον ίδιο άνθρωπο στο τιμόνι. Αλλά είναι νομίζω το πιο εύκολο από όλα τα ζητήματα που αναφέρθηκαν. Μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες προπονητές αποτελούν τους καλύτερους στην Ευρώπη, κάτι που είναι λογικό από τη στιγμή που έχουμε "10 εκατομμύρια προπονητές", όπως συνηθίζει να αστειεύεται ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα μετράει τους περισσότερους προπονητές στην Euroleague. Τέσσερις. Διπλάσιους από την Ισπανία και την Κροατία, που έρχονται δεύτερες. Ο Ιτούδης είναι πρωταθλητής. Ο Μπαρτζώκας πήγε στην Μπαρτσελόνα. Ολοένα και περισσότεροι Έλληνες προπονητές δουλεύουν και πετυχαίνουν στο εξωτερικό. Προπονητές έχουμε. Και θα βρούμε. Οπότε το αφήνω στην άκρη.
6) Θα πρέπει να τους ζηλεύουμε
Αργεντινή, Ισπανία, Γαλλία. Τρεις ομάδες που παίζουν για περισσότερα από 10 χρόνια με τον ίδιο κορμό. Σκόλα-Τζινόμπιλι-Νοτσιόνι οι "γκαούτσος". Γκασόλ-Ναβάρο-Ρέγες οι Ισπανοί. Με Πάρκερ-Ντιαό-Πιετρίς οι Γάλλοι. Στην πορεία προστέθηκαν και άλλοι. Που μπήκαν σιγά-σιγά στο κλίμα. Γιατί αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα; Δεν έχει δημιουργεί μια περιβάλλον τέτοιο ώστε να προδιαθέτει τους παίκτες για κάτι τέτοιο. Και να μην το βλέπουμε ατομικά. Ο Πάρκερ παίζει με τους παιδικούς του φίλους στη Γαλλία. Ο Γκασόλ, ο Ναβάρο και ο Ρέγες μοιράζονται μια ζωή τα ίδια αποδυτήρια. Οι Σέρβοι μπήκαν ξανά στο χάρτη μέσα από την Εθνική τους ομάδα. Πριν λίγες ημέρες ο Σκόλα έκανε πλάκα δημοσιεύοντας μια φωτογραφία με την ίδια πόζα που είχε τραβήξει με τον Τζινόμπιλι από το... 1821.
Αυτοί όμως δεν έχουν το οπαδικό σαράκι να τους τρώει. Δεν σιχαίνονται τους εαυτούς τους και το άθλημα που αγαπούν κάθε φορά που γνωρίζουν μια αποτυχία. Γιατί σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να ήταν Έλληνες οι Γκασόλ αν είχαν χάσει όπως έχασαν το 2014 στο Παγκόσμιο που διοργάνωσαν στο σπίτι τους. Είμαι σίγουρος ότι την επόμενη χρονιά ο Γκασόλ δεν θα δεχόταν να κατέβει και εντέλει να το πάρει μόνος του.
Θα συμφωνήσω οπότε με τον Γιάννη Φιλέρη που έγραφε έστω και στα social media ότι η Εθνική χρειάζεται αγάπη. Δεν θέλει ατζέντα. Θέλει 12 να παίζουν για τη νίκη.