Έβαλε πλάτη ο Ρίβερς
Ο Παναθηναϊκός, σκίζοντας το gameplan του προηγούμενου αγώνα, παρουσιάστηκε διαφορετικός. Αλλά και ίδιος. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναλύει το πλεονέκτημα του Ρίβερς, την "μεταστροφή" του Καλάθη και την αλλαγή τακτικής στον Σπανούλη.
Το κλισέ πριν από κάθε αγώνα αναφέρει ότι "κάθε παιχνίδι έχει τη δική του ιστορία". Μετά τον ημιτελικό κυπέλλου επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Μέσα σε διάστημα 10 ημερών είδαμε ένα ίδιο, αλλά και ένα εντελώς διαφορετικό παιχνίδι. Με άλλον νικητή. Αυτή τη φορά η ομάδα που επικράτησε δίκαια ήταν ο Παναθηναϊκός , που παρουσιάστηκε πιο έτοιμος και σε καλύτερη ημέρα.
Κόντρα σ' αυτόν που λέει ότι "το μόνο που μαθαίνεις από μια ήττα είναι να χάνεις" μια ομάδα που χάνει μοιάζει με ένα πληγωμένο θηρίο, που επιστρέφει στη σπηλιά του, γλείφει τις πληγές του και την ίδια ώρα σχεδιάζει την εκδίκηση του. Έτσι έκαναν οι "πράσινοι", που παρουσίασαν ένα διαφορετικό πρόσωπο και επί της ουσίας έθεσαν τον τόνο ενός εξαιρετικού - από τακτκής άποψης - αγώνα. Με σειρά προτεραιότητας αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε τις αρετές του "τριφυλλιού" αυτές ήταν η συγκέντρωση-ετοιμότητα για ένα τέτοιο ματς, η καλή ημέρα και φυσικά οι διαφορές στην τακτική. Σημαντικός ο διαχωρισμός της σειράς σε μια προσωπολατρική χώρα που ψάχνει με μανία ένα άτομο να αποθεώσει ή να καταδικάσει.
Αναλύοντας την εξέλιξη του αγώνα έχει μεγάλη αξία να σταθούμε στα σημεία που έκριναν την αναμέτρηση:
Ο οίστρος του Κέισι Ρίβερς
"It goes without saying" που λένε και στην πατρίδα του, τη Βόρεια Καρολίνα. Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει, που λέμε εμείς. Ο Ρίβερς ήταν εξαιρετικός. Σκόραρε 27 πόντους τους περισσότερους που έχει σκοράρει παίκτης του Παναθηναϊκού στο ΣΕΦ από την εφαρμογή του χρόνου επίθεσης των 24''. Έβαλε μεγάλα σουτ, προκάλεσε φθορά παίζοντας στο post και γενικότερα είχε μια πολύπλευρη επιθετική παραγωγή: βγήκε από screen, έπαιξε ένας-ένας, σκόραρε με διεισδύσεις, πήρε pick-n-roll, εκτέλεσε στην αδύνατη πλευρά μετά από πάσες συμπαίκτη του. Τα έκανε όλα.
Ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο όταν επιλέχτηκε το σχήμα Καλάθης - Ρίβερς - Τζεντίλε, ο Αμερικανός γκαρντ είχε μεγάλο πλεονέκτημα απέναντι στον Σπανούλη, δημιουργώντας πολλά προβλήματα στην άμυνα του Ολυμπιακού. Ως "2" δηλαδή είχε ένα αβαντάζ, το οποίο και εκμεταλλεύτηκε. Μέχρι να ζεσταθεί και μετά να μεταφέρει τον "πονοκέφαλο" όταν επιλέχτηκε στο "3" παίζοντας εναλλάξ με δύο εκ των Καλάθη - Τζέιμς - Φελντέιν.
Αυτό που ξεχωρίζει στο scouting report του Ρίβερς, πριν καν έρθει στον Παναθηναϊκό, είναι η ικανότητα του να παίζει στα δύσκολα. Το έχει αποδείξει πολλάκις στο παρελθόν και με τη φανέλα της Χίμκι και με αυτή της Ρεάλ Μαδρίτης. Στο βιογραφικό του αναφέρονται νικητήρια σουτ, αλλά και σπουδαίες εμφανίσεις σε ματς που κρίνουν τίτλους και προκρίσεις. Αυτή είναι η μεγαλύτερη του αρετή. Αυτή ξεδίπλωσε ακόμη μια φορά τη φετινή σεζόν στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Και το πόσο "μέσα" στο παιχνίδι ήταν δεν φαίνεται μόνο από το season-high που σημείωσε, αλλά κυρίως από τις αντιδράσεις του. Το πως λειτούργησε στο μικρο-επεισόδιο του ημιχρόνου, το πως (δεν) πανηγύριζε τα καλάθια του, το μήνυμα που έστειλε με το σκληρό φάουλ στον Μάντζαρη στην αρχή του ημιχρόνου.
Τα μεγάλα σουτ και η διαφορά με την Euroleague
Μπορεί όλο το παιχνίδι να ήταν διαφορετικό, αλλά το τελευταίο δεκάλεπτο έμοιαζε αρκετά με το προ 10ημέρου ματς, τουλάχιστον σε ότι αφορά την τακτική. Η άμυνα του Ολυμπιακού οδήγησε τους παίκτες του Παναθηναϊκού σε πολλές προσωπικές φάσεις. Ο Τσάβι Πασκουάλ προσπάθησε να εξισορροπήσει το on-ball παιχνίδι, με φάσεις μακριά από τη μπάλα, αλλά επί της ουσίας αυτό που έκρινε την αναμέτρηση ήταν τα συνεχόμενα μεγάλα σουτ των "πρασίνων". Ξεκινώντας από το buzzer-beater του Μάικ Τζέιμς στη λήξη της τρίτης περιόδου και συνεχίζοντας με αυτό του Φελντέιν (ξανά στο τελείωμα χρόνου), τις φάσεις του Ρίβερς και τους 5 πόντους του Νικ Καλάθη, συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας ένα λεπτό πριν τη λήξη που διαμόρφωσε το τελικό αποτέλεσμα.
Στο ματς της Euroleague είχε σχηματιστεί μια άποψη ότι ο "Παναθηναϊκός έχασε επειδή σκόραραν μόνο οι Τζέιμς και Ρίβερς". Η οποία ήταν λάθος, ειδικά από τη στιγμή που μιλάμε για δύο εκτελεστικούς γκαρντ και όχι δημιουργικούς. Αυτό είναι με άλλα λόγια το παιχνίδι τους. Στο ευρωπαϊκό ματς η σωστή διάσταση είναι ότι "αφού σκόραραν μόνο οι Τζέιμς και Ρίβερς, ο Παναθηναϊκός έχασε". Γιατί και τώρα ο Ρίβερς ήταν το ίδιο παραγωγικός. Η διαφορά ήταν ότι στην εξίσωση είχαν μπει όχι ένας (Τζέιμς), αλλά ακόμη τρεις παίκτες. Ο Σίνγκλετον, ο Γκάμπριελ και ο Καλάθης.
Ο Σίνγκλετον σκόραρε 15 πόντους (είχε ακόμη 9 ριμπάουντ), δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στον Πάτρικ Γιανγκ, τον οποίο νικούσε τραβώντας τον μακριά από το καλάθι. Ο Γκάμπριελ, που επιλέχτηκε την τελευταία στιγμή αντί του Νίκολς, πρόσθεσε άλλους 14 (6/9 σουτ), έχοντας ακόμη 6 ριμπάουντ. Έβγαλε γρήγορα 9 πόντους από τον πάγκο στο πρώτο ημίχρονο και πέτυχε και ένα μεγάλο σουτ στην τέταρτη περίοδο.
Ίσως, όμως, έχει μεγαλύτερη αξία να σταθούμε στην απόδοση του Νικ Καλάθη. Αυτός ήταν η μεγάλη διαφορά του Παναθηναϊκού, η οποία εντοπίζεται ακριβώς στον τρόπο που διαχειρίστηκε το παιχνίδι ο ίδιος. Στα δύο προηγούμενα ματς του ΣΕΦ ο Καλάθης υπερέβαλλε στο ξεκίνημα του αγώνα σε σουτ μετά από ντρίμπλα, έχοντας περισσότερο στο μυαλό του να "νικήσει" την επιλογή του αντιπάλου να του δώσει το σουτ, παρά επί της ουσίας να παίξει το παιχνίδι. Τώρα, ήταν εντελώς διαφορετικός. Είχε υπομονή, δεν εκβίασε προσπάθειες και επί της ουσίας τα σουτ που πήρε στο ξεκίνημα ήταν καλές επιλογές, ή σουτ στην λήξη των 24''.
Επί της ουσίας, οπότε, το πρόβλημα στην απόδοση του δεν ήταν τα ποσοστά του, αλλά ο τρόπος που διαχειριζόταν το παιχνίδι. Γιατί και στο πρώτο ημίχρονο ήταν άστοχος (0/3 τρίποντα), αλλά με καλές επιλογές, με συνεισφορά στην καλή επιθετική λειτουργία (2 ασίστ), 5 ριμπάουντ και πολύ καλή άμυνα πάνω στη μπάλα (Σπανούλη). Και όταν χρειάστηκε στο δεύτερο ημίχρονο σκόραρε 9 πόντους, οι 5 εκ των οποίων πολύ καθοριστικοί. Και κατάφερε εντέλει να αποδείξει πολλά, όταν ακριβώς σταμάτησε να σκέφεται ότι αυτό που πρέπει να κάνει, είναι να αποδείξει.
Η διαφορετική προσέγγιση του Πασκουάλ
Ο Τσάβι Πασκουάλ είναι από τους προπονητές που θέλει ομάδες-χαμαιλέοντες, που λατρεύει να αλλάζει το αγωνιστικό πρόσωπο της ομάδας του από ματς σε ματς. Και πολλές φορές αλλάζει τα πάντα ακόμη και μετά από λίγες ημέρες. Είναι κάτι που έχουν παραδεχτεί προπονητές που τον έχουν αντιμετωπίσει σε σειρές πλέι-οφ, όπως αυτή του 2011 με τον Παναθηναϊκό, αυτή του 2013 με τον Παναθηναϊκό, ή την περσινή με την Λοκομοτίβ Κουμπάν. Μεταξύ των 10 ημερών δεν είναι ότι ο Καταλανός προπονητής άλλαξε "τα πάντα", ωστόσο, πήρε μια διαφορετική τακτική στροφή, αλλάζοντας το αρχικό line-up, δίνοντας περισσότερες επιλογές στην επίθεση και επιμένοντας σε μια διαφορετική pick-n-roll άμυνα κόντρα στον Βασίλη Σπανούλη. Ας τα πάρουμε, όμως, όλα ένα-ένα.
Το rotation
Η επιλογή της κοινής παρουσίας του Σίνγκλετον και του Μπουρούση στην πεντάδα δεν είναι κάτι συνηθισμένο για τον φετινό Παναθηναϊκό. Και φάνηκε εξ αρχής η σκέψη του: ο Μπουρούσης έγινε επιθετικός στόχος στο low-post και ο Σίνγκλετον έγινε αμυντικό αποκούμπι ματσάροντας με τον Πρίντεζη. Σε ότι αφορά τις διαφορές στο rotation, ο Καλάθης έπαιξε περισσότερο από τον Τζέιμς, το ίδιο και ο Φώτσης, ενώ ο Παππάς δεν αγωνίστηκε καθόλου. Από την άλλη χρησιμοποιήθηκε ο Γκάμπριελ - και έκανε τη διαφορά μάλιστα - ο οποίος δεν είχε χρησιμοποιηθεί καθόλου στο προηγούμενο ματς στο ΣΕΦ.
Ο Πασκουάλ εξάλλου συνηθίζει σε όλα τα ματς να ανοίγει το rotation στο πρώτο ημίχρονο και στο δεύτερο να στηρίζεται σ' αυτούς που θεωρεί ότι βρίσκονται σε καλύτερη ημέρα. Και αυτό το παιχνίδι δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Η λογική του post-up
Ο Παναθηναϊκός στηρίχτηκε πολύ στην post-up επίθεση, χτυπώντας εκεί που είχε πλεονέκτημα. Ο βασικός λόγος δεν είναι άλλος, όμως, από τον έλεγχο του ρυθμού. Με επιθέσεις κοντά στο καλάθι η ομάδα που επιτίθεται ελαχιστοποιεί τη δυνατότητα αιφνιδιασμού για πολλούς λόγους (η μπάλα διεκδικείται κοντά στη στεφάνη, υπάρχει πίεση στο επιθετικό ριμπάουντ, η άμυνα κατεβαίνει πιο χαμηλά) και αυτός ήταν βασικός στόχος. Και οι "πράσινοι" τα πήγαν περίφημα. Στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τέταρτο δεκάλεπτο δεν δέχτηκαν πόντο στο transition, αν εξαιρέσουμε το δίποντο του Παπανικολόυ μετά το λάθος του Καλάθη στην επαναφορά. Στο τρίτο, όμως, όταν η επίθεση τους έγινε πιο βιαστική και επιπόλαια, επέτρεψαν στον Ολυμπιακό να καταφύγει στο δυνατό του σημείο, που είναι οι πόντοι στο ανοιχτό γήπεδο (7). Είναι η απόδειξη ότι το σωστό αμυντικό transition, εξαρτάται πρωτίστως από την ισορροπία της επίθεσης. Και σ' αυτό το κομμάτι ο Παναθηναϊκός τα πήγε περίφημα, ελέγχοντας τον ρυθμό και περιορίζοντας τα λάθη του.
Από εκεί και πέρα το "τριφύλλι" σημάδεψε τα πλεονεκτήματα του έναντι του αντιπάλου. Τον Μπουρούση κόντρα στον Μπιρτς. Τον Ρίβερς κόντρα στον Γκριν και τον Σπανούλη. Τον Καλάθη κόντρα στον Γκριν. Τον Τζεντίλε κόντρα στον Λοτζέσκι. Είδαμε ακόμη και ένα συνηθισμένο τρικ που περιλαμβάνει σκριν μεταξύ περιφερειακών, για να υποχρεώσει στην αλλαγή μαρκαρισμάτων. Μέσα από αυτή την επίθεση ο Ρίβερς έπαιρνε ξεκάθαρο πλεονέκτημα κόντρα στον Γκριν, σκοράροντας με άνεση στο δεύτερο δεκάλεπτο.
Η άμυνα στον Σπανούλη
Το πιο λαμπρό αμυντικό παράσημο του Παναθηναϊκού ήταν η pick-n-roll άμυνα κόντρα στον Σπανούλη. Επί της ουσίας ήταν η ίδια την οποία είχε εισάγει για πρώτη φορά στο ευρωπαϊκό παιχνίδι του ΟΑΚΑ, χωρίς όμως να έχει την ίδια επιτυχία. Μια άμυνα που τη χρησιμοποιεί και σε άλλα παιχνίδια. Η λεγόμενη "side defense", αυτή κατά την οποία η άμυνα προσπαθεί να κρατήσει τον αντίπαλο στα πλάγια, σπρώχνοντας τον στην κατεύθυνση που θέλει. Έτσι επί της ουσίας απαγορεύει το κέντρο και τις καθαρές ματιές σε ανοιχτές πάσες. Μ' αυτόν τον τρόπο ο Παναθηναϊκός κατάφερε να πάρει από τον αντίπαλο του ένα μεγάλο πλεονέκτημα από το επιθετικό του ρεπερτόριο, να "παγώσει" τους σουτέρ που δεν έπιαναν τη μπάλα για αμαρκάριστα σουτ (Πρίντεζης, Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Γκριν και Λοτζέσκι είχαν συνολικά 3/13 τρίποντα) και να "σταματήσει" τον Σπανούλη. Ο 34χρονος γκαρντ που ταλαιπωρείται από τραυματισμό (δεν έπαιξε στη Βαρκελώνη κόντρα στη Μπαρτσελόνα), είχε 3/8 σουτ, 1 μόλις ασίστ και 5 λάθη στα 24 λεπτά που αγωνίστηκε. Λιγότερα ανοιχτά σουτ, μηδέν έτοιμα καλάθια στους ψηλούς. Έτσι εξηγείται και το μηδέν του Μπιρτς για παράδειγμα.
Τι έμεινε επομένως για τον Ολυμπιακό; Η επιθετικότητα του Μάντζαρη, που έκανε ένα από τα καλύτερα του παιχνίδια. Ο διεθνής γκαρντ ήταν ο πρώτος σκόρερ του Ολυμπιακού με 16 πόντους (3/5 δίποντα, 3/5 τρίποντα) και 3 ασίστ, αν και αυτό δεν λέει από μόνο του όλη την αλήθεια. Το επί της ουσίας σημαντικό είναι ότι από αυτούς τους 16 πόντους, τους 13 τους σημείωσε με προσωπικές ενέργειες και όχι με spot-up σουτ. Δημιούργησε δηλαδή ο ίδιος τους πόντους του.
Αυτό βέβαια είχε και ένα τίμημα, διότι κατανάλωσε μεγάλη ενέργεια, με αποτέλεσμα να μην είναι το ίδιο αποτελεσματικός (όπως στο προηγούμενο παιχνίδι) στο αμυντικό κομμάτι, πρωταγωνιστώντας αρνητικά στις τελευταίες φάσεις του Τζέιμς και του Καλάθη.
Ο μη δημιουργικός Ολυμπιακός
Συνολικά ο Ολυμπιακός "πλήρωσε" τις μόλις 10 ασίστ του. Δεν είχε σταθερές επιλογές αν εξαιρέσουμε τον Μάντζαρη όπως αναφέρθηκε, τον Πρίντεζη που χτύπησε τον αδύναμο αμυντικό Γκάμπριελ κυρίως στο δεύτερο ημίχρονο και τον Γιανγκ του πρώτου ημιχρόνου. Ο Λοτζέσκι είχε ξεσπάσματα κυρίως στο ανοιχτό γήπεδο, ο Παπαπέτρου έπαιξε λιγότερο (12') και ακούμπησε λιγότερες μπάλες σε σχέση με το ματς της Euroleague, ενώ και ο Μιλουτίνοφ απέτυχε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναμέτρηση. Γενικότερα το rotation των ψηλών φαίνεται να μην λειτούργησε για τον Ολυμπιακό, που συνεχώς ακολουθούσε τον Παναθηναϊκό σε μια ενδιαφέρουσα σεκάνς: ο Μπουρούσης χτύπησε τον Μπιρτς, ο Γιανγκ χτύπησε τον Μπουρούση και ο Σίνγκλετον χτύπησε τον Γιανγκ. Η επιβεβαίωση του υψηλού βαθμού τακτικής επιρροής στην αναμέτρηση.
Η "ενεργοποίηση" του Γιανγκ και η πτώση του Σπανούλη έχουν επηρεάσει πολύ τον Μπιρτς, που διανύει περίοδο ντεφορμαρίσματος. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο μπάσκετ, ο ένας κρίκος ενώνεται με τον άλλον και σχηματίζει μια αλυσίδα. Ενδεχομένως, όμως, για να επιστρέψουμε στην διαπίστωση της εισαγωγής, η ήττα στο συγκεκριμένο σημείο να προσφέρει περισσότερα στον Ολυμπιακό ενόψει της συνέχειας. Η πρώτη του ήττα μετά από τρεις φετινές νίκες, μετατρέπει αυτόν στο θηρίο που λαβώθηκε και σχεδιάζει πλέον την εκδίκηση του. Εξάλλου οι δυο τους θα τα ξαναπούν, πολλές φορές ακόμη.