Η Κολομβία του Πάμπλο και του Αντρές Εσκομπάρ
Το ντοκιμαντέρ "The Two Escobars" απαντά όλα τα "γιατί" που αφορούν την άνοδο και την πτώση της ποδοσφαιρικής Κολομβίας. Το Sport24.gr ξετυλίγει το φιλμ του "narco-football" με τη βοήθεια του Αμερικάνου σκηνοθέτη Μάικλ Ζίμπαλιστ.
Η Κολομβία, την οποία αντιμετωπίζει το Σάββατο η Εθνική μας ομάδα, επιστρέφει σε Μουντιάλ μετά από 16 ολόκληρα χρόνια. Το 1994 στην Αμερική ο Ρενέ Χιγκίτα τίναζε τη χαίτη του. Τώρα το 2014 στην Βραζιλία ο Μάριο Γιέπες τινάζει πάνω από τη φανέλα της εθνικής του ομάδας, την άσπρη σκόνη της προκατάληψης, περιμένοντας το νόμισμα του διαιτητή να πέσει στο γρασίδι. Ένα νόμισμα -διαφορετικό από τα άλλα- που βρισκόταν στον αέρα για δύο δεκαετίες και δεν είχε γράμματα, παρά μόνο κεφάλια. Στη μια όψη αυτό του βαρώνου της κοκαΐνης Πάμπλο Εσκομπάρ και στην άλλη, την ματωμένη, αυτό του αρχηγού της ομάδας του 1994, του Αντρές Εσκομπάρ.
Αυτή είναι η ιστορία της ανόδου και της πτώσης του ποδοσφαίρου στην Κολομβία, η ιστορία του "narco-football" την οποία αφηγείται στο Sport24.gr ο σκηνοθέτης Μάικλ Ζίμπαλιστ, ο άνθρωπος που την αποτύπωσε σε ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ με τίτλο "The two Escobars" και προβλήθηκε στη σειρά "30 for 30" του ESPN. Αξίζει να αφιερώσετε λίγο χρόνο και να το παρακολουθήσετε πατώντας play στο κάτω μέρος της σελίδας...
"Κοινωνικό φαινόμενο, όχι αθλητικό"
"Το εμπόριο ναρκωτικών είναι σαν χταπόδι. Ακουμπάει τα πάντα". Αυτή η φράση του ομοσπονδιακού προπονητή, Φρανσίσκο Ματουράνα, χτυπάει σαν μπαλάκι του σκουός στο μυαλό του Μάικλ Ζίμπαλιστ. Θα μπορούσε να είναι η ατάκα που συμπυκνώνει όλο το νόημα του "narco-football" και εξηγεί με λίγες λέξεις το τι συνέβη τη δεκαετία του '90 στην μακρινή Κολομβία.
"Κι εγώ κι ο αδερφός μου (Τζεφ Ζίμπαλιστ) λατρεύουμε το ποδόσφαιρο από μικροί. Παρακολουθούμε τις μεγάλες διοργανώσεις και θα δούμε και το φετινό Μουντιάλ. Μετά τη δουλειά που κάναμε για το ντοκιμαντέρ ερωτευτήκαμε την Κολομβία και την παρακολουθούμε".
Την εποχή που το ESPN έψαχνε ιδέες για τη σειρά "30 for 30" τα δύο αδέρφια δούλευαν ένα άλλο project στην Κολομβία και πρότειναν να παρουσιάσουν την ιστορία για το θάνατο του Αντρές Εσκομπάρ, ο οποίος ακόμη και σήμερα παρέμενε ένα μυστήριο. "Στην προσπάθεια μας, όμως, καταλάβαμε ότι πρέπει να πούμε την ιστορία από την αρχή: για τον Πάμπλο Εσκομπάρ, για την εθνική ομάδα, για το narco=-football". Να δείξουμε τη μεγαλύτερη εικόνα".
Το ντοκιμαντέρ οπότε "ασχολείται με την απίστευτη άνοδο του ποδοσφαίρου, τα όνειρα και τις ελπίδες ενός λαού όπως εκφράστηκαν μέσω της ομάδας ποδοσφαίρου, αλλά και την σύνδεση των ναρκωτικών με την κοινωνία και τον αθλητισμό", σύμφωνα με τον Μάικλ Ζίμπαλιστ.
Για να γυριστεί το "Two Escobars" έκαναν 36 συνεντεύξεις, αντιμετώπισαν ανθρώπους που φοβόντουσαν ή που ήταν διστακτική να μιλήσουν για ένα θέμα ταμπού. "Είχε έντονη συναισθηματική φόρτιση. Μιλήσαμε με πολύ κόσμο, που χρειάστηκε να γυρίσει σε μια πολύ σκοτεινή περίοδο, κάτι που δεν ήταν εύκολο για τους ίδιους". Βέβαια δεν ήταν εύκολο ούτε για το ίδιο το συνεργείο, που έφτασε να κάνει συνεντεύξεις μέχρι και σε φυλακή υψίστης ασφαλείας.
"Δεν ήταν ποδοσφαιρικό το θέμα. Ήταν κοινωνικό. Ξεκινήσαμε για το narco-football και μιλούσαμε για ναρκω-πολιτική, για ναρκώ-το-ένα και νάρκω-το-άλλο, θέτοντας εν τέλει μια ηθική ερώτηση".
Μεταξύ των 36 συνεντεύξεων αυτή που θα θυμάται για πάντα ήταν η συζήτηση με τον προπονητή Φρανσίσκο Ματουράνα "ο οποίος ήταν καλλιεργημένος, μιλούσε σχηματικά και έξυπνα", αλλά και την συνάντηση με τον Ποπέγιε, τον εκτελεστή του Πάμπλο Εσκομπάρ, που είχε θάψει περισσότερους από 250 ανθρώπους. "Αυτό που θυμάμαι δεν είναι τα λόγια του, αλλά αυτό που μας είπε πριν το γύρισμα, ότι πριν μιλήσει στις κάμερες είδε στον ύπνο του τον Πάμπλο κι ότι ήταν πολύ αναστατωμένος που θα έδινε συνέντευξη αποκαλύπτοντας τα μυστικά του" εξήγησε ο Αμερικανός σκηνοθέτης.
"Ο βασιλιάς των βασιλιάδων"
Η εικόνα γίνεται θολή και ασπρόμαυρη και γυρίζει πίσω στην εποχή που ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν ένας θρασύς Ρομπέν των Δασών τουλάχιστον κατά το ήμισυ: έκλεβε από τους πλούσιους. Στη συνέχεια μπήκε στο παιχνίδι της διακίνησης ναρκωτικών στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο, φτάνοντας να βγάζει την ημέρα μέχρι και 50 εκατομμύρια δολάρια. Ναι, την ημέρα.
Η ζωή και η "καριέρα" του συνδέθηκε εξ αρχής με το ποδόσφαιρο: ως χορηγός της ομάδας της πόλης του, της Μεντεγίεν και εν συνεχεία ως βασικός χρηματοδότης της Νασιονάλ. Είχε βάλει φώτα και γρασίδι στην αλάνα του χωριού του, διατηρούσε τερέν στην έπαυλη του, ενώ όταν τελικά παραδόθηκε στις αρχές και φυλακίστηκε στο "Καθεντράλ" ζήτησε να φτιαχτεί και εκεί ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Το ποδόσφαιρο ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι, όπως και άλλων βαρόνων. Έκανε παρέα με τους ποδοσφαιριστές, τους καλούσε να παίξουν στο γήπεδο που είχε στο σπίτι του μετά από μπάρμπεκιου. Συχνά διοργάνωνε και αγώνες με Κολομβιανούς αλλά και διεθνείς παίκτες στην έπαυλη του. Οι παίκτες ερχόντουσαν με ιδιωτικό αεροπλάνο στο ράντσο του για να παίξουν στον αγώνα και μετά έφευγαν. Ενδιάμεσα ο Εσκομπάρ μπορεί να είχε ποντάρει 2-3 εκατομμύρια με τον αντίπαλο του σε αυτή την πρωτοποριακή έκδοση του "fantasy football".
Το ποδόσφαιρο, όμως, δεν ήταν μόνο χόμπι. Ήταν και ο καλύτερος τρόπος για να ξεπλυθούν τα λερωμένα με αίμα και σκόνη δολάρια. Έτσι ο Εσκομπάρ ανέλαβε την Νασιονάλ, ο "Ελ Μεχικάνο" την Μιλιονάριος και ο Μιγκέλ Ροντρίγκεθ την Αμέρικα ντε Κάλι. Οι ομάδες πλέον είχαν τα χρήματα για να φέρουν ξένους προπονητές και να κρατήσουν τους δικούς τους αστέρες εντός συνόρων. Κι η βιτρίνα ήταν πιο λαμπερή από ποτέ: γεμάτα γήπεδα, σπουδαίο θέαμα, εκπληκτικές πορείες σε διεθνείς διοργανώσεις. Η Νασιονάλ με πρόεδρο τον Πάμπλο Εσκομπάρ και κολόνα στην άμυνα τον Αντρές Εσκομπάρ (σ.σ από τότε οι ζωές τους ήταν παράλληλες) έγινε η πρώτη ομάδα από την Κολομβία που κατέκτησε το Λιμπερταδόρες. Ήταν το απόγειο του "narco-football".
Πίσω από τη βιτρίνα, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Διαιτητές χρηματιζόντουσαν, διαιτητές έπεφταν νεκροί στη μέση του δρόμου γαζωμένοι από πολυβόλα. Ο Εσκομπάρ ήταν τότε "ο βασιλιάς των βασιλιάδων" και όπως έλεγαν οι αντίπαλοι του δεν είχε όρια: "θα σκότωνε τον οποιονδήποτε για να κερδίσει η ομάδα του".
Mano negra
Το 1994 δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η εθνική ομάδα της Κολομβίας ήταν η καλύτερη ομάδα στον κόσμο. Είχε παίξει ρόλο σ' αυτό ο τρόπος με τον οποίο προκρίθηκε στο Μουντιάλ των ΗΠΑ: με μια εκτός έδρας νίκη επί της Αργεντινής με 5-0, τον Ασπρίγια να δίνει ρεσιτάλ και ένα ολόκληρο γήπεδο να κάνει standing ovation.
Χιγκίτα, Γκόμες, Ασπρίγια, Βαλντεράμα, Ρινκόν, Βαλέντσια και φυσικά Αντρές Εσκομπάρ. Μια ομάδα γεμάτη ταλέντο και ένας προπονητής, ο Φρανσίσκο Ματουράνα, που είχε μια ιδιαίτερη φιλοσοφία για το ποδόσφαιρο. "Ξαφνικά αναρωτήθηκαν όλοι από που ήρθαμε πως το κάναμε" λέει ο βετεράνος τεχνικός μπροστά στην κάμερα, που απλά ζητούσε από τους παίκτες του "να παίζουν χωρίς φόβο, να εκφραστούν σύμφωνα με την προσωπικότητα τους".
Το αποτέλεσμα ήταν αρχικά ένας ιδανικός συνδυασμός θεάματος και ουσίας. Για κάθε κούρσα του "τρένου" Αντόλφο Βαλέντσια (σ.σ έπαιξε στον ΠΑΟΚ στο τέλος της καριέρας του), ο Ρενέ Χιγκίτα έκανε την απόκρουση του σκορπιού και για κάθε κεφαλιά του Εσκομπάρ, ο "Τίνο" Ασπρίγια χόρευε μια ολόκληρη άμυνα. Και όπως εξηγεί ο Ματουράνα "όταν μας είδε ο κόσμος, είπε 'αυτοί είμαστε', είδαν στο παιχνίδι μας τα όνειρα τους, το πάθος τους. Ήμασταν η Κολομβία".
Οι Κολομβιανοί μπήκαν στο αεροπλάνο για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 γεμάτοι όνειρα και φιλοδοξίες. Μόνο που τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμεναν. Στην πρεμιέρα γνώρισαν την ανέλπιστη ήττα από τη Ρουμανία (3-1) και ο Ραντιτσόγιου άθελα του με το τρίτο γκολ που σημείωσε άνοιξε το κουτί της Πανδώρας.
Μέχρι να επιστρέφει η αποστολή της ομάδας στο ξενοδοχείο οι παίκτες είχαν δεχτεί απειλές για τη ζωή τους ή για απαγωγή μελών της οικογένειας τους, άκουγαν ότι είχαν καταραστεί από μάγισσες και ένιωθαν ένα μαύρο χέρι να έχει απλωθεί πάνω από τις ψυχές τους. "Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πράγματα, που δεν έπρεπε να σκεφτόμαστε πριν από ένα παιχνίδι" όπως έλεγαν. Mano negra. Μαύρο χέρι.
Ο θάνατος του Αντρές Εσκομπάρ
Όταν ο Φρανσίσκο Ματουράνα μπήκε στο δωμάτιο του ένα απειλητικό μήνυμα στην τηλεόραση: "αν ξαναπαίξει ο Μπάραμπας Γκόμεζ" θα πεθάνετε όλοι". Ο Γκόμεθ δεν ξαναέπαιξε και αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Πέρα από την απογοήτευση και τον θυμό ενός λαού που είχε μάθει να ζει με το χέρι στην σκανδάλη, είχαν μπλεχτεί στα δίχτυα του Χιγκίτα επικίνδυνοι άνθρωποι που είχαν χάσει πολλά χρήματα στον τζόγο, αλλά και οξύθυμοι πρόεδροι που ήθελαν να βλέπουν τους παίκτες της δικής τους ομάδας να παίζουν στην 11άδα και όχι άλλους, όπως για παράδειγμα τον Μπάραμπας Γκόμεζ.
Οι παίκτες της Κολομβίας δεν μπορούσαν να παίξουν το ποδόσφαιρο που ήξεραν, το ποδόσφαιρο χωρίς φόβο. Έτρεμαν για τη ζωή τους, έτρεμαν για τη ζωή της οικογένειας τους. Μέτα το πρώτο ματς σκοτώθηκε ο αδερφός του Χόντο και πλέον έξω από τα σπίτια των ποδοσφαιρικών είχαν παραταχθεί αστυνομικοί για να τους προστατεύσουν.
Η Κολομβία δεν κατάφερε να ξεφύγει από το "μαύρο χέρι". Στο κρίσιμο παιχνίδι με τις Ηνωμένες Πολιτείες ο Αντρές Εσκομπάρ έκανε ένα από τα ελάχιστα λάθη της καριέρας του. Έκανε λάθος προβολή και έστειλε τη μπάλα στην εστία της ομάδας του, πετυχαίνοντας ένα αυτογκόλ που αποδείχτηκε μοιραίο, τόσο για τον αποκλεισμό της ομάδας του, όσο και για την ίδια του τη ζωή. Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του στην Κολομβία και ενώ συζητούσε να πάρει μεταγραφή στην Ιταλία, σκοτώθηκε έξω από ένα μπαρ την ώρα που έμπαινε στο αυτοκίνητο του. Ήταν 27 ετών.
Για τη δολοφονία του κατηγορήθηκαν δύο αδέρφια, γνωστά στον υπόκοσμο. Τελικά την πλήρωσε ο σωματοφύλακας τους, ο οποίος σύμφωνα με το δικαστήριο ήταν αυτός που πάτησε τη σκανδάλη. "Έφαγε" 43 χρόνια. Βγήκε μετά από 11 λόγω καλής διαγωγής.
Η εθνική ομάδα της Κολομβίας είχε αποτύχει. "Θέλαμε να δείξουμε στον κόσμο ότι η Κολομβία δεν είναι μόνο βία. Είναι και άλλα πράγματα. Αποτύχαμε" λέει ο Ματουράνα, ο οποίος το έθεσε άκρως σχηματικά: "η κοινωνία νόμιζε ότι το ποδόσφαιρο σκότωσε τον Αντρές. Όχι! Ένας ποδοσφαιριστής σκοτώθηκε από την κοινωνία".
Αντί για το μπρίο και το πάθος μιας προικισμένης ομάδας, η υφήλιος έμαθε για τη χώρα της κοκαΐνης και των πυροβολισμών. Μετά το θάνατο του Αντρές Εσκομπάρ ο κόσμος άρχισε να αδειάζει από τις κερκίδες, οι παίκτες κυκλοφορούσαν με μπράβους και οι περισσότεροι αποφάσισαν να σταματήσουν από την εθνική ομάδα.
Δρόμοι γεμάτοι αίμα
Zoom out στην μεγαλύτερη εικόνα της Κολομβίας. Ο Πάμπλο Εσκομπάρ, με περιουσία πάνω από 3 δις. δολάρια ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο και σίγουρα ο πιο ισχυρός άνδρας στην Κολομβία. Παράλληλα είχε κηρύξει πόλεμο κατά παντός: είχε βγάλει από το παιχνίδι τους Ρώσους και άλλες μαφιόζικες ομάδες, είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με τα άλλα καρτέλ της χώρας και είχε χωρίσει στη μέση τις αρχές της χώρας, πληρώνοντας τις μισές με ασήμι και τις άλλες με "μολύβι".
Βόμβες, δολοφονίες, "λαδώματα", πλεκτάνες, άρση ασυλίας. Το μενού είχε από όλα. Ο Εσκομπάρ, ο Νο1 καταζητούμενος, ήταν ταυτόχρονα και ευεργέτης της Μεντεγίεν, εκεί ο κόσμος τον λάτρευε σαν θεό γιατί μοίραζε αρκετά από τα χρήματα του βοηθώντας τους φτωχούς. Η κυβέρνηση συνέχιζε τον πόλεμο εναντίον του, παρά το γεγονός ότι ο ένας μετά τον άλλον οι αντίπαλοι του έβγαιναν από τη μέση. Τελικά κατάφερε να πετύχει τον στόχο του και να υποχρεώσει ("αγοράζοντας" τη μια ψήφο, μετά την άλλη) τη βουλή να ψηφίσει την άρση της έκδοσης του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλάζοντας επί της ουσίας τους συνταγματικούς νόμους. Την επόμενη ημέρα παραδόθηκε με τους δικούς του όρους και φυλακίστηκε τρόπον τινά στο "Καθιντράλ".
Ο πόλεμος, όμως, δεν είχε τελειώσει. Οι Κολομβιανοί συμφώνησαν να τον παραδώσουν στα χέρια των Αμειρικάνων. Το πληροφορήθηκε και απέδρασε για να ξεκινήσει η εποχή των "Pepes", του στρατού που χτίστηκε για την πάταξη του. Όλοι οι αντίπαλοι του (κράτος και αντίπαλα Καρτέλ) συμμάχησαν για να θάψουν τον άνθρωπο που ευθύνεται για το θάνατο τουλάχιστον 5.500 ανθρώπων. Και τα κατάφεραν.
Το τέλος της εποχής Εσκομπάρ, ο θάνατος τόσο του Πάμπλο, όσο και του Αντρές, σημάδεψαν και το τέλος του "narco-football". Το 1994 η Κολομβία ήταν στο Νο4 της παγκόσμιας κατάταξης. Το 1998 ήταν στο Νο34. Η εθνική ομάδα έκανε 20 χρόνια για να προκριθεί και το 2009 οι 14 από τις 18 ομάδες του πρωταθλήματος ήταν στο όριο της χρεωκοπίας.
Στο ίδιο διάστημα ολόκληρη η χώρα χρειάστηκε να γλείψει βαθύτερες πληγές. Όταν σκοτώθηκε ο "Βασιλιάς", όλοι ήθελαν να γίνουν "βασιλιάδες" και ο άτυπος εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε. Το 1994 η Κολομβία ήταν η χώρα με τις περισσότερες δολοφονίες. Το 2009 το συγκεκριμένο ποσοστό έχει κοπεί στο μισό.
"Το φάντασμα του Πάμπλο Εσκομπάρ"
Ο επίλογος ανήκει στον Μάικλ Ζίμπαλιστ. "Το φάντασμα του Εσκομπάρ στοιχειώνει ακόμη την Κολομβία. Μια ολόκληρη χώρα που συνδέθηκε με τα ναρκωτικά, τα καρτέλ και τη βία, παλεύει σκληρά να αλλάξει εικόνα, να δώσει ένα διαφορετικό μήνυμα στον υπόλοιπο κόσμο. Το ίδιο θα επιχειρήσει μέσω του ποδοσφαίρου αυτή η συγκεκριμένη ομάδα. Θα αποτελέσει η πορεία της μια δήλωση περί αυτού, του τι συνέβη τότε, αλλά και της στροφής όλων αυτών των ετών. Οι Κολομβιανοί προσπαθούν σκληρά να μεταδώσουν μια θετική νότα στον κόσμο". Να γίνουν ξανά η χώρα του ποδοσφαίρου, του Μάριο Γιέπες, του Τζάκσον Μαρτίνεθ και του (τραυματία) Φαλκάο και όχι η χώρα της κόκας και των αιματοβαμμένων δρόμων.
Το ντοκιμαντέρ που περιγράφει μέσα από τις αφηγήσεις μελών της συμμορίας του Εσκομπάρ (όπως το δεξί του χέρι ο Ποπεγιέ με περισσότερες από 250 δολοφονίες στο ενεργητικό του), παικτών, προπονητών, παραγόντων, της οικογένειας του Αντρές Εσκομπάρ και ανθρώπων των αρχών, τελειώνει με μια προφητική δήλωση του αδικοχαμένου παίκτη: "η ζωή δεν σταματάει εδώ. Συνεχίζεται".
Πέρασαν 20 χρόνια για να το καταλάβουμε, αλλά η Κολομβία ζει ακόμα.