Να μιλήσουμε για Παναθηναϊκό και προπονητές;
Σωστή ή λάθος, λογική ή παράλογη, η αποχώρηση Πεδουλάκη κάνει τον Παναθηναϊκό εξαίρεση και όχι κανόνα. Μήπως τελικά τίθεται θέμα σεβασμού στο θεσμό του προπονητή; Μήπως κρίνεται πιο αναγκαία η εισαγωγή του όρου τζένεραλ μάνατζερ; Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναλύει το κεφάλαιο "προπονητές" στην νέα εποχή του "τριφυλλιού".
Οι παίκτες παίζουν, οι προπονητές προπονούν και οι διοικήσεις διοικούν. Αυτό είναι το δόγμα του αθλητισμού, το οποίο βέβαια όσο λογικό κι αν ακούγεται, σπανίως τηρείται. Η διοίκηση του Παναθηναϊκού πήρε την απόφαση της και με τον τρόπο της έδειξε την πόρτα της εξόδου στον Αργύρη Πεδουλάκη. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ οι δύο πλευρές τα "έσπασαν" λόγω ενός όρου στο συμβόλαιο. Ποιος προπονητής του υψηλότερου επιπέδου θα δεχόταν "προπονητή για την επίθεση"; Κανείς. Ποιος θα υπέγραφε συμβόλαιο με τέτοιον όρο; Ας κρατήσουμε μια υποσημείωση για τη συνέχεια.
Ήταν το πιο λογικό ο Αργύρης Πεδουλάκης να πει "φεύγω". Ειδικά για έναν τέτοιον όρο, που πέρα από παράλογος, χτυπάει συγκεκριμένο νεύρο. Το 2014 ο ίδιος προπονητής είχε αποχωρήσει μετά από μια εντός έδρας ήττα από την Λαμποράλ Κούτσα, επειδή ο Παναθηναϊκός δεν έπαιζε ελκυστικό μπάσκετ. Επειδή κέρδισε ή έχανε πηγαίνοντας τα παιχνίδια στους 65 πόντους. Από εκεί προκύπτει η ταμπακιέρα του "προπονητή της επίθεσης", ως δικλείδα της διοίκησης, ή έστω ως μέτρο πίεσης.
Οι διοικήσεις διοικούν, έτσι δεν είπαμε; Σωστά. Διοικήσεις είναι ότι θέλουν κάνουν. Με την έννοια ότι οι διοικήσεις είναι αυτές που θέτουν τους στόχους. Μια διοίκηση μπορεί να θέλει να παίρνει τίτλους. Άλλη θέλει να βγάζει νέους παίκτες. Άλλη πιθανότατα να θέλει μια ομάδα που θα σκοράρει 120 πόντους. Δικαίωμα της είναι. Ναι. Μεν. Αλλά.
Το "ναι μεν" έχει να κάνει με το παραπάνω. Το "αλλά" βέβαια έχει να κάνει με την μέθοδο. Η εκάστοτε διοίκηση πρέπει να βρει τον τρόπο να πετύχει τους στόχους της. Το οποίο ξεκινά με την επιλογή του κατάλληλου προπονητή για να φέρει εις πέρας το project. Θέλει μια ομάδα να αναδείξει νέους παίκτες, θα φέρει έναν προπονητή τέτοιου προφίλ, που θα το έχει ξανακάνει. Θέλει τίτλους; Θα πορευτεί διαφορετικά. Κρατήστε μια ακόμη υποσημείωση, όμως, εδώ για το θέμα, γιατί είναι διαφορετικό το "θέλω" μια διοίκησης και διαφορετικό το "ξέρω". Κανείς παράγοντας δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει. Ειδικά από τη στιγμή που προέρχεται από έναν εντελώς διαφορετικό κλάδο.
Κι εδώ κολλάει το ρητό "δεν χρειάζεται να ξέρεις, χρειάζεται απλά να ξέρεις αυτόν που ξέρει". Για αυτό το λόγο έχουμε τους τεχνοκράτες. Τους τζένεραλ μάνατζερ, δηλαδή, που στην Ελλάδα αποτελούν άγνωστη λέξη. Εν αντιθέσει με το εξωτερικό (για παράδειγμα την Ισπανία), ή πολύ περισσότερο το ΝΒΑ. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να μπούμε καν στη διαδικασία να συζητήσουμε το αν οι Αμερικάνοι είναι αυτοί που γνωρίζουν από αθλητική οργάνωση και ανάπτυξη. Οπότε ας δεχτούμε εκ προοιμίου ότι δεχόμαστε ότι αποτελούν το ασφαλές παράδειγμα για άλλους.
Ο τζένεραλ μάνατζερ θα ισορροπήσει μεταξύ διοίκησης και προπονητή. Θα μεταφέρει τα "θέλω" της διοίκησης, του προπονητή και των παικτών και θα τα κάνει "πρέπει". Με τον σωστό τρόπο, όμως. Για παράδειγμα ένας τζένεραλ μάνατζερ δεν θα έβαζε ποτέ όρο "συνεργασίας με προπονητή από το ΝΒΑ για την επίθεση". Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν δεν υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο "επίθεση" και ξεχωριστό κεφάλαιο "άμυνα" στο μπάσκετ. Αν το δούμε λίγο πιο γενικά η μεγάλη διαφορά του μπάσκετ με τα άλλα ομαδικά αθλήματα επαφής είναι το transition. Είναι το μοναδικό άθλημα που η κατοχή αλλάζει τόσο γρήγορα (εξαιρείται το βόλεϊ που δεν έχει επαφή) και έχει επομένως τόσο υψηλό σκορ. Σε 24'' η ομάδα πρέπει να εκδηλώσει επίθεση. Αυτό ισοδυναμεί περίπου με 90 κατοχές σε επίπεδο Euroleague για κάθε ομάδα. Αυτό ισοδυναμεί περίπου με 35 ριμπάουντ υπό διεκδίκηση. Σημαίνει 180 "πάνω-κάτω". Η άμυνα συνδέεται άμεσα με την επίθεση και το αντίθετο.
Να μιλήσουμε με παραδείγματα; Δεν θα μπορούσε ποτέ η Ρεάλ, με τον τρόπο που εκτελεί στην επίθεση, να έχει μια άμυνα που να δέχεται 65 πόντους. Κι αυτό γιατί έχει παίκτες που σουτάρουν πολύ νωρίς σε κάθε κατοχή (άρα περισσότερες κατοχές) και πολλές φορές εκτός ισορροπίας. Πως οπότε μπορεί μια ομάδα που έχει παίκτες που σουτάρουν υπό πίεση στο ένα πόδι, να έχει ισορροπία στο αμυντικό transition και να μην δέχεται αιφνιδιασμούς; Δεν γίνεται. Αντίθετα, πως μπορεί μια ομάδα που παίζει κλειστά στην άμυνα και δεν πιέζει τη μπάλα, να κάνει κλεψίματα, να οδηγήσει σε κακές/βιαστικές επιλογές και επομένως να τρέξει; Δεν γίνεται. Παράδειγμα: οι ομάδες του Μπαρτζώκα και οι ομάδες του Περάσοβιτς. Οι πρώτες εκτελούν συνήθως μετά από πολλές πάσες και υπό καλές προϋποθέσεις και σπανίως επιτρέπουν ή βγάζουν αιφνιδιασμούς, ενώ οι ομάδες του Κροάτη πιέζουν πιο πολύ από κάθε άλλη ευρωπαϊκή ομάδα τη μπάλα και τρέχουν σαν παλαβές. Έτσι είναι το μπάσκετ, μια μεγάλη αλυσίδα.
Ωραία. Ο Αργύρης Πεδουλάκης θα διαβάσω κάτω στα σχόλια θα έπρεπε να έχει αρνηθεί να υπογράψει συμβόλαιο με τέτοιο όρο. Έχοντας όμως αποχωρήσει από την Ούνιξ Καζάν, έχοντας μείνει πάνω από ένα χρόνο ανενεργός και βλέποντας μπροστά του μια πολύ περιορισμένη από ευκαιρίες αγορά, το παράλογο θα ήταν να πει "όχι". Ας δούμε λίγο την μεγαλύτερη εικόνα. Στην Ελλάδα της κρίσης και της ανεργίας τι προσωπικές "εκπτώσεις" κάνει ο καθένας μας, επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις στον εργασιακό τομέα; Πριν γίνουμε αδέκαστοι, να σκεφτούμε λίγο τα δεδομένα, έτσι δεν είναι;
Ο Πεδουλάκης επομένως υπέγραψε. Και δέχτηκε να επιστρέψει στον Παναθηναϊκό. Ίσως γιατί σκέφτηκε ότι αδικήθηκε στην πρώτη του θητεία. Αν μη τι άλλο πρέπει να του χρεωθεί η ολική επαναφορά του Παναθηναϊκού, που βρέθηκε με μόλις έναν παίκτη στο ρόστερ στο πρώτο καλοκαίρι χωρίς τον Ομπράντοβιτς. Ο δεύτερος, ο Κώστας Τσαρτσαρής, πείστηκε από τον Πεδουλάκη να συνεχίσει ένα χρόνο ακόμα. Ο έμπειρος προπονητής έχτισε (με τη δεύτερη) ένα ρόστερ που θα μπορούσε να κερδίσει. Για την ακρίβεια θα μπορούσε να διεκδικήσει τη νίκη όπου κι αν έπαιζε. Όχι εύκολο. Γιατί με τη δεύτερη; Γιατί οι Κίτσεν, Άρμστρονγκ αποχώρησαν νωρίς-νωρίς κι ο Γκιστ ήρθε ως ανταλλαγή από τη Μάλαγα αντί του Πάνκο, για να αλλάξει τις ισορροπίες. Και ξαφνικά ο Παναθηναϊκός έγινε η ομάδα που έχανε και κέρδιζε δύσκολα, είτε έπαιζε εντός με την ΤΣΣΚΑ, είτε εκτός με τη Ρεάλ. Εκείνη τη χρονιά μάλιστα οι "πράσινοι" βρέθηκαν να έχουν κάνει το μπρέικ στη Βαρκελώνη και να έχουν τη δυνατότητα να προκριθούν στο φάιναλ-φορ. Από το 2013 και μετά αυτό ήταν και το πιο κοντά που βρέθηκαν σε φάιναλ-φορ.
Μετά την αποχώρηση του Πεδουλάκη, σε μια χρονιά που δαπανήθηκαν χρήματα για προσθήκες (Φώτσης, Μπατίστ), ανανεώσεις και ελληνικές ενέσεις (Μαυροκεφαλίδης, Παππάς, Γιάνκοβιτς) και επομένως αυξήθηκαν οι απαιτήσεις. Τη θέση του πήρε ο Φραγκίσκος Αλβέρτης (με τη βοήθεια του Δημήτρη Πρίφτη), που δεν ανήκε καν στο προπονητικό τιμ του Παναθηναϊκού, αλλά είχε ρόλο διοικητικό στην ομάδα. Την επόμενη σεζόν ήρθε ο Ντούσκο Ιβάνοβιτς, ο οποίος αποχώρησε με τη σειρά του μετά το τέλος των προημιτελικών με την ΤΣΣΚΑ (3-1). Είχε προηγηθεί βέβαια ένα ξέσπασμα του Δημήτρη Γιαννακόπουλου το χειμώνα, που εξηγούσε ότι η διοίκηση θέλει να παίζουν οι Έλληνες. Τη θέση του Ιβάνοβιτς πήρε ο Σωτήρης Μανωλόπουλος, μέχρι πρότινος βοηθός του, συνεπικουρούμενος από τον Άρη Λυκογιάννη.
Πέρσι ήταν η χρονιά του Σάσα Τζόρτζεβιτς. Οι κλυδωνισμοί για τον ίδιο ξεκίνησαν μετά την ήττα στο ΣΕΦ, που είχε αρκετές ομοιότητες με τη φετινή. Με τη διαφορά ότι τότε οι "πράσινοι" κατάφεραν να κλείσουν την ψαλίδα του σκορ και ότι αυτοί που τελικά πλήρωσαν το μάρμαρο ήταν οι παίκτες (Πάβλοβιτς, Κούζμιτς). Η ομάδα ενισχύθηκε (Ουίλιαμς, Χέινς, Χάντερ), αλλά και πάλι απέτυχε να προκριθεί στο φάιναλ-φορ χάνοντας από την Λαμποράλ. Μετά το τέλος της σειράς ο Τζόρτζεβιτς αποτέλεσε παρελθόν. Τη θέση του πήρε ο Πεδουλάκης.
Δεν παίζει ρόλο ο λόγος, το πως και το γιατί; Ο Ιβάνοβιτς θα μπορούσε να πει κανείς ότι ίσως θα έπρεπε να αποχωρήσει όταν στην προετοιμασία οι παίκτες του πήγαιναν συχνότερα στον μαγνητικό τομογράφο από ότι στην αίθουσα με τα βάρη. Αλλά για τον Μαυροβούνιο όλα αυτά είχαν γραφτεί τότε. Ο Τζόρτζεβιτς ενδεχομένως θα έπρεπε να νιώσει την καρέκλα του να τρίζει από τις λιγοστές ώρες προπόνησης και την έλλειψη προετοιμασίας για τα παιχνίδια για την οποία κατηγορήθηκε, ή ακόμη και για το γεγονός ότι προτιμούσε να βάζει τον Πάβλοβιτς αντί του Χαραλαμπόπουλου για παράδειγμα. Δεν είναι αντικείμενο της συζήτησης το αν ήταν σωστές οι αποφάσεις της διοίκησης να αποκτήσουν, ή να διώξουν τους συγκεκριμένους προπονητές. Δεν είναι το θέμα. Απλά όταν οι αλλαγές προπονητή καθιερώνονται σε τέτοια συχνότητα, αυξάνονται οι πιθανότητες να μην αρμενίζουν αυτοί στραβά, αλλά να έχει στραβώσει ο γιαλός, έστω και σε επίπεδο κριτηρίων επιλογής προπονητή.
Αυτό που δεν μπορεί να προσάψει κανείς στη διοίκηση Γιαννακόπουλου είναι η έλλειψη προσπάθειας. Όλα αυτά τα χρόνια γίνονται προσθήκες και υψηλές -για την εποχή- δαπάνες. Όπως έγινε φέτος με διαδοχικές υπερβάσεις, για παράδειγμα με τον Μπουρούση. Ο Παναθηναϊκός απέκτησε (Τζέιμς, Σίνγκλετον) και κυνήγησε (Κλαβέρ) παίκτες που είχαν κάνει limit-up στις μετοχές τους. Πλήρωσε υπεραξία. Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους "πράσινους" ότι δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη, ούτε μπορεί να τους προσάψει ότι δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο κριτήριο που ονομάζεται "ντέρμπι". Έτσι είναι τα πράγματα. Καλώς η κακώς. Και οι δύο διοικήσεις πορεύονται με βάση τα αποτελέσματα στα παιχνίδια με τον "αιώνιο" αντίπαλο. Αυτό πλήρωσε (ουσιαστικά) ο Τζόρτζεβιτς, αυτό πλήρωσε ο Πεδουλάκης. Αυτό πλήρωσε από την άλλη πλευρά ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Αυτό είναι το όνομα του παιχνιδιού, όπως θα έλεγαν και στην Αμερική.
Θα μπορούσε να γίνει ξεχωριστή ανάλυση και για το αν κρίνεται βιαστική, ή βάσιμη η απόφαση για "διαζύγιο" με τον Αργύρη Πεδουλάκη. Από τη μια υπάρχει το πρόωρο της 2ης αγωνιστικής. Από την άλλη, όμως, ο Παναθηναϊκός έκανε τη χειρότερη εμφάνιση του σε ντέρμπι κανονικής περιόδου. Θα μπορούσαν να καταλογιστούν πέρα από το αποτέλεσμα στον Πεδουλάκη, η κατηγορία εντός του κύκλου της ομάδας ότι έχει χάσει τους παίκτες, ή ότι η over-coaching φιλοσοφία του, πάει κόντρα με το μοντέρνο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Προς υπεράσπιση του, όμως, μια ομάδα που άλλαξε τόσους πολλούς παίκτες, μπαίνει στην μετά-Διαμαντίδη εποχή του, δεν μπορεί να κριθεί τόσο νωρίς. Ειδικότερα από τη στιγμή που έχασε τον πολυτιμότερο του παίκτη, βάσεις της εικόνα του ίδιου και της ομάδας στα φιλικά. Τη ζυγαριά την έχει η διοίκηση και αυτή έχει κάθε δικαίωμα να πάρει την απόφαση που θεωρεί σωστή.
Η σούμα, ωστόσο, δεν την δικαιώνει. Ανεξαρτήτως Πεδουλάκη, σωστού ή λάθους. Ο Παναθηναϊκός έχει προχωρήσει σε τέσσερις αλλαγές προπονητή σε τέσσερα χρόνια. Στο ίδιο διάστημα η ΤΣΣΚΑ έχει αλλάξει έναν. Η Μπαρτσελόνα έναν. Ο Ολυμπιακός έναν. Η Ρεάλ κανέναν. Η Φενέρ κανέναν. Το Μιλάνο έναν. Μόνο οι Εφές (τρεις), η Μακάμπι (τρεις) και η Μπασκόνια (τέσσερις) έχουν μπει σε μια αντίστοιχη διαδικασία. Να δούμε και τις υπόλοιπες από τις 16 ομάδες; Ο Ερυθρός Αστέρας πορεύεται σταθερά με τον Ράντονιτς. Η Μπάμπεργκ έχει τον ίδιο προπονητή για τρίτη σερί χρονιά. Η Γαλατάσαραϊ συνεργάζεται με τον Αταμάν από το 2012. Η Ζαλγκίρις από τη σεζόν 2013-14 έχει αλλάξει έναν προπονητή: τον Κράπικας με τον βοηθό του, τον Γιασικεβίτσιους. Ακόμη και η Ούνιξ Καζάν που έχει τον πιο ιδιόρρυθμο πρόεδρο της Ευρώπης από το 2014 έχει μετρήσει τρεις προπονητές (Τρινκέρι, Πεδουλάκης, Πασούτιν). Ο Παναθηναϊκός αντίστοιχα έχει μετρήσει έξι αν υπολογίσουμε και τον διάδοχο του Πεδουλάκη. Θα μιλούσαμε για εφτά αν δεν υπήρχε ο κοινός παρανομαστής με το όνομα Αργύρης Πεδουλάκης.
Οπότε καταλαβαίνουμε αν ο Παναθηναϊκός ανήκει στην εξαίρεση, ή στον κανόνα. Επίσης καταλαβαίνουμε ότι βάσει του τρόπου που επιλέγει και αποφασίζει η διοίκηση της ομάδας, δεν τρέφει σεβασμό για το θεσμό του προπονητή. Πως εξηγείται διαφορετικά η προσπάθεια διαδοχής του πιο πετυχημένου προπονητή στην ιστορία της Euroleague με έναν προπονητή (Γιασικεβίτσιους), που δεν ήταν καν προπονητής, αλλά παίκτης; Πως εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι κάθε χρόνο - τα τελευταία τέσσερα - γίνεται αλλαγή; Πως εξηγείται το γεγονός ότι στη θέση του Πεδουλάκη επιλέχτηκε ο Αλβέρτης, που δεν ήταν, ούτε ήθελε να είναι προπονητής;
Σε πείσμα των καιρών όλο αυτό. Να πάρουμε για παράδειγμα το περσινό φάιναλ-φορ; ΤΣΣΚΑ (Ιτούδης), Φενέρ (Ομπράντοβιτς), Λοκομοτίβ Κουμπάν (Μπαρτζώκας), Λαμποράλ (Περάσοβιτς). Τέσσερις ομάδες που έφεραν φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του προπονητή τους. Τέσσερις ομάδες που επένδυσαν πρώτα στον πάγκο και μετά στο παρκέ. Να πάρουμε και άλλο παράδειγμα; Να δούμε πως οι ομάδες που κέρδισαν τις εντυπώσεις την πρώτη αγωνιστική της Euroleague ήταν οι ομάδες που είχαν τον ίδιο προπονητή; Η ΤΣΣΚΑ δηλαδή, η Ρεάλ και η Μπάμπεργκ που έχασε, αλλά ήταν σαν να κέρδισε.
Μην κρυβόμαστε. Στην Ελλάδα θεωρούμε ότι ο προπονητής βρίσκεται εκεί μόνο και μόνο για να έχουμε κάποιον να κατηγορούμε. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι στο μπάσκετ η επιρροή του προπονητή είναι μεγάλη. Ειδικά από τη στιγμή που οι περισσότεροι προπονητές κάνουν και τους τζένεραλ-μάνατζερ, φέροντας μεγάλο μερίδιο ευθύνης στο recruiting. "Ο προπονητής δεν είναι ο σταρ" όπως δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξη του στο Sport24.gr, ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Σύμφωνοι, δεν είναι ο "Θεός Ήλιος" όπως αυτοπροβάλλονται οι προπονητές ποδοσφαίρου της Premier League (Μουρίονιο, Κλοπ, Γουαρδιόλα, Βενγκέρ), αλλά είναι σημαντικός. Σημαντικότερος από ότι νομίζουμε. Ο προπονητής είναι αυτός που προπονεί. Οι παίκτες αυτοί που παίζουν και οι διοικήσεις αυτές που διοικούν. Οι δημοσιογράφοι; Οι δημοσιογράφοι δεν βρίσκονται εδώ για να προτείνουν. Αυτό το κάνουν οι ατζέντηδες και οι σύμβουλοι. Οι δημοσιογράφοι καταγράφουν, αναλύουν και μεταδίδουν.