OPINIONS

Ο καλός "κακός" ΠΑΟ κι ο Ζοτς που... βαριέται

Ο καλός "κακός" ΠΑΟ κι ο Ζοτς που... βαριέται
INTIME SPORTS

Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος γράφει για το "παράδοξο" του Διαμαντίδη, τον καλό... κακό Παναθηναϊκό, τον "ψηλό" που καθαρίζει τα ματς και τον Ομπράντοβιτς που κατέρριψε τις μανιέρες -προφανώς- για να μη βαριέται!

Από τη στιγμή που «σκότωσε» το λιοντάρι, έγινε το αφεντικό της ζούγκλας. Ο Παναθηναϊκός πήγε στο φάιναλ-φορ ως φαβορί, τακτοποίησε τις… εκκρεμότητες που είχε και γύρισε με τον 6 τίτλο στην καριέρα του.

Ο Παναθηναϊκός αν και τράκαρε, πέρασε τον σκόπελο της Σιένα και στη συνέχεια «καθάρισε» εύκολα τη Μακάμπι. Η νίκη θα είχε έρθει και πιο… χαλαρά αν οι «πράσινοι» δεν είχαν βαλθεί να εξασφαλίσουν τη νίκη από την επίθεση κι όχι από την άμυνα, που ήταν ουσιαστικά το μεγάλο τους όπλο στο τουρνουά.

Το μοναδικό διάστημα που ουσιαστικά δέχτηκαν πάνω από ένα συνεχόμενο εύκολο καλάθι ήταν στα τελευταία λεπτά, όπου η… παραλίγον ανατροπή έγινε σκέψη στο μυαλό των Ισραηλινών μετά από συνεχόμενα λάθη (τύπου παμπαιδικής ομάδας) και την αστοχία στις βολές.

Να χάσει, ωστόσο, δεν υπήρχε περίπτωση. Όχι από αυτή τη Μακάμπι. Διότι απλούστατα όπως φάνηκε και στα ημιτελικά (αλλά κι όλη τη χρονιά) η μια ομάδα έπαιζε μπάσκετ κι άλλη… ινδιάνικο, το γνωστό στυλ του «όποιος προλάβει», με ρητή εντολή… απαγόρευσης της τρίτης πάσας στην ίδια επίθεση.

Οπότε ήταν ξεκάθαρο ότι αν ο Παναθηναϊκός έκοβε τον αιφνιδιασμό και κυρίως τα εύκολα προσωπικά καλάθια (κυρίως από τους δύο δημιουργούς: Έιντσον και Πάργκο), τότε θα είχε τον πρώτο λόγο. Ο αριστερόχειρας Αμερικανός έβαλε προσωπικές φάσεις στο πρώτο ημίχρονο κι η Μακάμπι ήταν κοντά στο σκορ. Στο δεύτερο έμεινε εκτός και μοιραία η διαφορά εκτοξεύτηκε. Πως έγινε αυτό; Με την… καθιερωμένη σύνθετη άμυνα και τις συνεχόμενες αλλαγές, που απαιτούν από τον αντίπαλο να επιδείξει υπομονή στη δική του επίθεση, αρετή που στο Τελ Αβίβ δεν κατέχουν.

Το πόσο καλή είναι μια ομάδα φαίνεται από τον τρόπο που παίζει όταν είναι… κακή. Ο Παναθηναϊκός στα δύο πρώτα ημίχρονα του φάιναλ-φορ ήταν άστοχος, έχασε ριμπάουντ κι έκανε λάθη. Αλλά κατάφερε να μπει στα αποδυτήρια κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας προπορευόμενος. Οπότε ήταν λογικό όταν «ανέβει» στην επίθεση, να χτίσει διαφορά ασφαλείας. Όπως κι έγινε.

  • Για τον Διαμαντίδη τι να πει κανείς; MVP της διοργάνωσης, αμυντικός της χρονιάς και πολυτιμότερος παίκτης του τελικού. Α ναι και … πρωταθλητής. Η «αγιογραφία» του αρχηγού του Παναθηναϊκού έχει γραφτεί προ μηνών. Θα επιμείνω ότι είναι «ο καλύτερος Έλληνας όλων των εποχών».

Κι αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση σε αυτά τα παιχνίδια είναι το γεγονός ότι ο Διαμνατίδης παίζει καλύτερα στο τέλος. Συνήθως οι παίκτες δείχνουν τις αρετές τους στο πρώτο ημίχρονο που είναι συγκεντρωμένοι και φρέσκοι. Το «ρομπότ» με το κωδικό όνομα «3D», όμως δεν καταλαβαίνει και ανεβάζει στροφές όσο το παιχνίδι πλησιάζει στο τέλος του.

  • Αναφορά πρέπει να γίνει και στον Μάικ Μπατίστ, βέβαια. Με αυτόν στο παρκέ ο Παναθηναϊκός είναι πάντα καλύτερος, γιατί κάνει τα απλά. Καλό σκριν, γρήγορο ρολάρισμα, καλό σταμάτημα, ψύχραιμο τελείωμα. Όχι κάτι σπουδαίο, θα πει κανείς. Σκεφτείτε μόνο πόσοι άλλοι τα κάνουν όλα στην εντέλεια και αναρωτηθείτε αν τελικά το απλό είναι και το δύσκολο.

Ο Αμερικανός σέντερ, βέβαια, για ακόμη ένα παιχνίδι επιβεβαίωσε την κλάση και τα ηγετικά του καθήκοντα. Μπορεί να λέμε ότι το μπάσκετ είναι άθλημα των κοντών, ωστόσο, ο Παναθηναϊκός έχει… αναζητήσει πολλές φορές στα κρίσιμα ενός αγώνα τον «ψηλό» του για μερικούς «σίγουρους» πόντους. Πρωταθλήματα , ευρωπαϊκά, κύπελλα έχουν «σφραγιστεί» από τα χέρια του Μπατίστ.

Ολοκληρώνοντας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Παναθηναϊκός ήταν η καλύτερη ομάδα στο φάιναλ-φορ. Τι κι αν η φετινή διοργάνωση ήταν η χειρότερη των τελευταίων ετών (προσωπική μου άποψη ότι το λιγότερο… ποιοτικό ήταν πίσω στο μακρινό 1998 - ξανά στη Βαρκελώνη). Αυτό είναι πρόβλημα των άλλων, όχι της πράσινης ευρωπαϊκής «δυναστείας».

  • Και κάτι τελευταίο για τον Ομπράντοβιτς. Γράφεται/λέγεται συχνά ότι ο Παναθηναϊκός παίζει όλα αυτά τα χρόνια το ίδιο μπάσκετ κτλ. Ο Παναθηναϊκός, λοιπόν, δεν παίζει το ίδιο μπάσκετ, αντίθετα ξεκινώντας από σταθερές βάσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες εξελίσσεται, αλλάζει, διαφοροποιείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών.

Ο συγκεκριμένος άνθρωπος «καθιέρωσε» τα 4άρια με σουτ και τους δύο πλέι-μέικερ στην πεντάδα. Πήρε τίτλους με διαφορετικού στυλ παίκτες (από τον Ρέμπρατσα, στον Παπαδόπουλο και τον Μίντλετον στον Βουγιούκα), με ομάδες που έβαζαν 100 ή ομάδες που έτρωγαν 50, μόνο με πικ-εν-ρολ ή τώρα με άλλες επιθέσεις, παρουσιάζοντας κάθε χρόνο κάτι διαφορετικό στην άμυνα ή στη διαχείριση του παιχνιδιού.

Με άλλα λόγια δεν έχει μανιέρα. Αντίθετα κάθε καλοκαίρι ανακαλύπτει έναν νέο δρόμο προς την κορυφή. Ίσως για να μη βαριέται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ