Ο Μπράιαν Ρόμπερτς ξέρει κι άλλο μονοπάτι
Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναλύει τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του Μπράιαν Ρόμπερτς, που μοιάζει εκ πρώτης με μια βελτιωμένη έκδοση του Ντόμινικ Ουότερς. Το αγαπημένο του stop-and-go κι ο τρόπος που καλύπτει τις αθλητικές του αδυναμίες.
Ο Ολυμπιακός κατέληξε στη λύση του Μπράιαν Ρόμπερτς για τη θέση του point guard. Κατά την προσφιλή του συνήθεια επομένως έψαξε και βρήκε παίκτη με δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: α) να διαθέτει ευρωπαϊκή εμπειρία β) να μπορεί να παίξει ρόλο σε μια ομάδα με διαμορφωμένες δομές.
Ξεκινώντας την ανάλυση θα πρέπει να σταθούμε ξανά στα δεδομένα που προκύπτουν από το ρόστερ του Ολυμπιακού, αλλά και από τις συνθήκες της ίδιας της αγοράς, που έχουν αναλυθεί εις βάθος τις προηγούμενες ημέρες. Ο Ολυμπιακός το φετινό καλοκαίρι κινήθηκε σε δύο διαφορετικούς άξονες: στην ανανέωση των βασικών - που ήταν και το μεγάλο στοίχημα - και στην πλαισίωση του κορμούς με καλούς ρολίστες. Επομένως, μετά την παραμονή του Πρίντεζη, του Μάντζαρη και του Μιλουτίνοφ, τριών παικτών 5άδας, κινήθηκε για την απόκτηση ξένων που θα έχουν συμπληρωματικό ρόλο: Ρόμπερτς, Στρέλνιεκς, Τίλι, ΜακΛίν και ενός ακόμη Έλληνα ψηλού, του Γιώργου Μπόγρη. Κοινό σημείο; Το γεγονός ότι και οι τέσσερις έχουν φέρει εις πέρας την αντίστοιχη αποστολή. Έχουν υπάρξει δηλαδή αξεσουάρ σε καλές ομάδες και όχι τα ίδια τα μοτέρ.
Το καλοκαίρι που πέρασε δεν ήταν εύκολο για τον Ολυμπιακό, αν και είναι αλήθεια ότι οι άμεσες υπογραφές ανανέωσης του Μάντζαρη και του Πρίντεζη, διευκόλυναν μεγάλο μέρος του σχεδιασμού. Οι Τα εμπόδιο επί της ουσίας στήθηκαν από τις σειρήνες του ΝΒΑ που έφεραν σε αβέβαιο status τους Μιλουτίνοφ, Μπιρτς, με αποτέλεσμα οι Πειραιώτες να μπουν σε μια διαδικασία να αλλάξουν σχεδόν όλους τους ξένους τους, επιλογή στην οποία κατέληξαν για διαφορετικούς λόγους. Οι Χάκετ και Λοτζέσκι αντικαταστάθηκαν λόγω των προβλημάτων τραυματισμού. Ο Ολυμπιακός κάηκε την περασμένη σεζόν από τον χυλό των απουσιών και αποφάσισε το φετινό καλοκαίρι να φυσήξει το γιαούρτι. Ο Ουότερς έφυγε λόγω απόδοσης, ο Γκριν λόγω ρόλου/οικονομικών δεδομένων και ο Γιανγκ για όλους τους παραπάνω, συν της στρατηγικής επιλογής στον σχεδιασμό να μην αποκτηθούν τρεις ξένοι σέντερ, αλλά ένας (Τίλι) που θα παίζει και στο "4".
Το καλοκαίρι οι ομάδες κοντοστέκονται μπρος σε ένα σταυροδρόμι: της αλλαγής ή της βελτίωσης. Θέλουν να αλλάξουν τον σχεδιασμό τους (τρόπο παιχνιδιού, βασικούς άξονες, θέσεις ξένων, ακριβά συμβόλαια), ή απλά θέλουν να αντικαταστήσουν τα κομμάτια που έφυγαν, με βελτιωμένες λύσεις; Ο Ολυμπιακός παραδοσιακά έπαιρνε το δεύτερο δρόμο, εκτός από τις φορές που τον υποχρέωναν οι συνθήκες (πώληση Παπανικολάου, αποχώρηση Σλούκα) ή απλά έκανε στραβοτιμονιά (σχεδιασμός καλοκαιριού 2015). Φέτος, ο Ολυμπιακός πήρε τη μέση οδό: έκανε μια αλλαγή με επιλογή ξένου παίκτη στο "4" και την μονιμοποίηση δύο Ελλήνων στο "3", αλλά κατά κύριο λόγο προσπάθησε μια προβληματική αγορά να αντικαταστήσει τα κομμάτια που έχασε. Λόγω λύσεων, όμως, φαίνεται εκ πρώτης ότι δεν κατάφερε να βρει παίκτες με τα στοιχεία που του έλειψαν (να βελτιώσει τις αδυναμίες του), αλλά παίκτες με εμπειρία, επίγνωση και low-risk τρόπο παιχνιδιού.
Ο ΜακΛίν είναι ένας καλός pick-n-cut ψηλός, που μπορεί να χτυπήσει το mismatch, αλλά ρίχνει το αθλητικό επίπεδο της ομάδας. Ο Στρέλνιεκς είναι ένας καλός σουτέρ και χειριστής, που μπορεί να είναι αποτελεσματικός και με τη μπάλα στα χέρια και μακριά από αυτή, αλλά δεν δημιουργεί για τον εαυτό του. Ο Τίλι είναι ένας σούπερ αμυντικός κι ένας πολύ καλός αθλητής, αλλά δεν είναι stretch-four. Αντίστοιχα και ο Ρόμπερτς είναι ένας ποιοτικός παίκτης, που δεν έχει όμως το 1on1 στοιχείο, αυτό που έλειψε στο τέλος της περσινής σεζόν από την ομάδα, ή διέκρινε τους παίκτες που βρέθηκαν στη λίστα του Γιάννη Σφαιρόπουλου (ΜακΚόλουμ, Τζάκσον, Μπάικς).
Η παραμονή του Μιλουτίνοφ άλλαξε εκ νέου τα δεδομένα για τον Ολυμπιακό, που μπορεί να ξεφύγει μέσω αυτού από την αποκλειστική pick-n-roll τακτική του. Οι προσωπικοί πόντοι και η εναλλακτική πηγή δημιουργίας, που αναζητήθηκε μακριά από το δίπολο Σπανούλη-Πρίντεζη, βρίσκονται στα χέρια του Σέρβου σέντερ. Επομένως, ίσως να μην χρειάζεται αποκλειστικά ένας on-ball περιφερειακός στο "1" (ΜακΚόλουμ, Πάργκο), που ναι μεν θα έδινε σκορ, αλλά ενδεχομένως να άλλαζε την ταυτότητα και να χαλούσε τη χημεία στην περιφέρεια, στην οποία κυριαρχεί η εμβληματική φιγούρα του Βασίλη Σπανούλη. Σε αυτό το πλαίσιο οι Πειραιώτες επέλεξαν ξανά το μικρότερο δυνατό ρίσκο, όπως στις περιπτώσεις Στρέλνιεκς, Τίλι, ΜακΛίν, αποκτώντας συμπληρωματικούς παίκτες που δεν παίζουν εις βάρος της ομάδας.
Συν του ότι η αγορά δεν προσφέρει τις λύσεις του παρελθόντος. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, σε αυτά τα οικονομικά δεδομένα πολλοί παίκτες που να έχουν για παράδειγμα όλα τα στοιχεία που ψάχνει ο Ολυμπιακός. Δεν υπάρχουν 5 περιφερειακοί Euroleague επιπέδου και εμπειρίας με 1on1 χαρακτηριστικά για να διαλέξει. Το ΝΒΑ και η Κίνα διατάραξαν την εικόνα της αγοράς. Ακόμη και η ΤΣΣΚΑ που έχει τα άσπρα στην σκακιέρα και παίζει πρώτη λόγω οικονομικής δυνατότητας, έπαιξε στο πρόσωπο του Σέρχιο Ροντρίγκεθ το τελευταίο της χαρτί. Άλλη απόδειξη; Το γεγονός ότι οι υποψήφιοι γκαρντ στη λίστα του Γιάννη Σφαιρόπουλου είχαν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά: ο ΜακΚόλουμ είναι ένας μικρόσωμος shoot-first γκαρντ με ικανότητα στο να κερδίζει φάουλ, ο Τζάκσον ένας έμπειρος χειριστής από καλό πρόγραμμα, που μπορεί να παίξει άμυνα κι ο Γιόβιτς ένας oversized πλέι-μέικερ χωρίς σουτ. Καμία σχέση μεταξύ τους, ή με τον Ρόμπερτς, που δεν μοιάζει με κανέναν από τους παραπάνω.
Επομένως από τις εξελίξεις προκύπτει ότι οι Πειραιώτες έκαναν αυτό που τους έχει οδηγήσει στην επιτυχία τα τελευταία χρόνια: απέφυγαν τα στοιχήματα (όπως οι νεαροί scoring guards από το NBDL) και προτίμησαν δοκιμασμένες λύσεις με συγκεκριμένο ταβάνι, ποντάροντας στον ελληνικό κορμό, στη χημεία και στην καλή ομαδική δομή των τελευταίων ετών.
Βελτιωμένη έκδοση του Ουότερς
Αν μπορούσαμε να συγκρίνουμε το παιχνίδι του Ρόμπερτς με κάποιον παίκτη γνωστό στο ελληνικό κοινό, αυτός θα ήταν ο Ντόμινικ Ουότερς. Με την έννοια ότι έχουν τα ίδια δυνατά σημεία (ενδιάμεσο σουτ με ντρίμπλα). παρόμοια σωματοδομή και παρόμοιο αθλητικό πακέτο.
Το πιο σταθερό στοιχείο στο παιχνίδι του Ρόμπερτς όλα αυτά τα χρόνια ήταν το σουτ από μέση απόσταση, συν το πολύ υψηλό ποσοστό του στις βολές. Ακόμη και άλλα κομμάτια του παιχνιδιού όπως το στατικό σουτ, επηρεαζόταν από χρονιά σε χρονιά, παρουσιάζοντας πολύ μεγάλες αποκλίσεις.
Η ικανότητα του, ωστόσο, να σκοράρει μετά από ντρίμπλα, ειδικά όταν κινείται προς τα δεξιά, είναι αδιαμφισβήτητη. Είναι το "καλό του", όπως συνέβαινε και με τον Ουότερς.
Όσο για το σουτ του συνολικά; Δεν είναι κακός σουτέρ, ούτε όμως και σπεσιαλίστας. Και θα πρέπει σ' αυτή την εξίσωση να λάβουμε υπόψιν του α) τη βελτίωση του με το πέρασμα των χρόνων β) την προσαρμογή του στο ευρωπαϊκό τρίποντο και όχι στα 7.25. Για παράδειγμα στην τελευταία του χρονιά στην Ευρώπη (2011-12) με τη φανέλα της Μπάμπεργκ είχε 28%, ενώ υπήρχαν σεζόν στο ΝΒΑ που βρισκόταν μεταξύ των κορυφαίων σε συνθήκες catch-n-shoot, έστω κι αν ουδέποτε είχε περισσότερο από ένα εύστοχο τρίποντο στην καριέρα του.
Γενικότερα τα στατιστικά του εμπεριέχουν μεγάλο περιθώριο ερμηνείας, καθώς τα τελευταία χρόνια είχε μικρό χρόνο συμμετοχής σε ένα άκρως απαιτητικό πρωτάθλημα, παίζοντας πολλές φορές το garbage time, δηλαδή τα λεπτά που η διαφορά ήταν μεγάλη και το παιχνίδι πιο χαλαρό.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τις επιδόσεις του στο σουτ τα τελευταία χρόνια
Σεζόν |
Ομάδα |
3Π% |
Εύστοχα 3Π |
Catch-n shoot |
Off the dribble |
2012-13 |
Pelicans |
39% |
0.8 |
1.129 |
0.939 |
2013-14 |
Pelicans |
36% |
0.9 |
1.041 |
0.877 |
2014-15 |
Hornets |
32% |
0.9 |
0.866 |
0.881 |
2015-16 |
Hornets |
33% |
0.3 |
1.067 |
1.037 |
2015-16 |
Blazers |
40% |
0.3 |
1.250 |
1.000 |
2016-17 |
Hornets |
38% |
0.4 |
1.414 |
0.739 |
Πέρσι είχε για παράδειγμα το καλύτερο συντελεστή πόντων/ανά κατοχή σε catch-n-shoot (σουτ μετά από πάσα) και ταυτόχρονα το μικρότερο συντελεστή σε σουτ μετά από ντρίμπλα. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι τα τελευταία δύο χρόνια στον μικρό χρόνο που αγωνιζόταν στους Hornets (11 και 10 λεπτά αντίστοιχα) είχε σημειώσει κάποιες επιδόσεις ρεκόρ:
α) Το 2015-16 είχε εξαιρετικό συντελεστή σουτ μετά από ντρίμπλα: το 5ο καλύτερο στο ΝΒΑ μεταξύ των γκαρντ, μετά τον Στεφ Κάρι, τον Ντι Τζέι Όγκαστιν, τον Τζο Τζόνσον και τον Στιβ Μπλέικ.
β) Το 2016-17 είχε τον 3ο καλύτερο συντελεστή σε catch-n-shoot μεταξύ των παικτών με περισσότερες από 25 προσπάθειες!
Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είναι ένας χειριστής με αδυναμία στο σουτ (όπως ο Στρόμπερι, ή ο Χάκετ), ούτε όμως ένας τυπικός σουτέρ όπως ο Λαφαγιέτ.
Το μεγάλο του προσόν
Είναι ένας γκαρντ με μικρό μέγεθος (1.88) και περιορισμένη αθλητικότητα (στα 31 του έχει αφήσει πίσω του τα πιο αθλητικά του χρόνια). Από την άλλη αυτό που τον διακρίνει είναι η γνώση του παιχνιδιού και κυρίως η αλλαγή ρυθμού. Με τη μπάλα στα χέρια - και την αναγωγή μεταξύ των μεγεθών του ΝΒΑ και του ευρωπαϊκού μπάσκετ - θυμίζει αρκετά στον τρόπο παιχνιδιού έναν ακόμη παλιό παίκτη του Ολυμπιακού, τον Τάιους Έντνι, που επίσης βάσιζε το παιχνίδι του στο ενδιάμεσο παιχνίδι, στην ταχύτητα και στο λεγόμενο stop-and-go.
Ο Ρόμπερτς που εμπιστεύεται περισσότερο τη δεξιά του διείσδυση, συχνά βγάζει τον αμυντικό εκτός ισορροπίας με αλλαγές ρυθμού. Ξεκινήματα, σταματήματα, επιταχύνσεις και προσποιήσεις που βασίζονται στην ικανότητα του να πάρει το pull-up σουτ.
Δεν είναι από τους εκρηκτικούς γκαρντ που αρέσκεται στο να ορμάει στο καλάθι. Το αντίθετο. Αποφεύγει τα τελειώματα μες στο καλάθι, δεν έχει πλεονέκτημα στην επαφή και προτιμά να σουτάρει, όταν δεν μπορεί να τελειώσει τη φάση με ένα γρήγορο lay-up χωρίς αντίπαλο.
Από την άλλη ξέρει να χρησιμοποιεί τις προσποιήσεις για να ρίξει τον αμυντικό στο σκριν και να κερδίσει τον απαιτούμενο χώρο, ενώ συνολικά κινείται πολύ καλά μακριά από τη μπάλα, διαθέτοντας την ικανότητα να ξεγελάει τον αντίπαλο του και να καταφεύγει στην καλύτερη λύση.
Για αυτό και θεωρείται πολύ καλός στο παιχνίδι δύο-εναντίον-δύο, όταν δηλαδή αφήσει τον αμυντικό στην πλάτη του μετά από pick-n-roll. Σπανίως παίρνει δύσκολα σουτ, ή προσπάθειες εκτός ισορροπίας.
Όταν βρίσκει ρυθμό είναι ιδιαίτερα αποδοτικός. Όπως έγραφε ο Χάρης Σταύρου ο Ρόμπερτς στα ματς που είχε 20-29 λεπτά συμμετοχής είχε 10.7 πόντους, 3.3 ασίστ με 37% στο τρίποντο. Ως βασικός τις 5 σεζόν του στο ΝΒΑ είχε 11.5 πόντους και 4.4 πόντους. Απόδειξη ότι τα νούμερα ενός παίκτη που δεν έχει μεγάλο χρόνο συμμετοχής μπορεί να είναι και παραπλανητικά.
Στα συν και τα σταθερά πολύ υψηλά ποσοστά του από τη γραμμή των βολών. Στα 5 του χρόνια στο ΝΒΑ είχε 90.8% με αποκορύφωμα τη σεζόν 2013-14 που είχε 94% και είχε τερματίσει στην κορυφή της λίστας! Συνολικά στην καριέρα του εκτελούσε λίγες προσπάθειες (λιγότερες από 2 βολές ανά παιχνίδι), κάτι που σημαίνει ότι αν η συμμετοχή του στη σύγκριση με τους καλύτερους όλων των εποχών ήταν νομότυπη θα ήταν στο Νο1, καθώς το 90.8% είναι καλύτερο από το 90.4% του Στιβ Νας, το 90.4% του Μαρκ Πράις και το 90.1% του Στεφ Κάρι.
Τα μειονεκτήματα
Ως παίκτης που βασίζει περισσότερο το παιχνίδι του στο διάβασμα και στο παιχνίδι στο έδαφος, χαρακτηρίζεται από ένα low-risk τρόπο παιχνιδιού. Σε 5 σεζόν έχει ξεπεράσει μόνο μια φορά το 1.0 λάθος ανά παιχνίδι. Ήταν η δεύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ, τότε που αγωνιζόταν στους Πέλικανς και είχε 3.3 ασίστ (career best) και 1.3 λάθη σε 23 λεπτά συμμετοχής. Ήταν η σεζόν που σημείωσε και ρεκόρ καριέρας με 18 ασίστ σε ένα παιχνίδι.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ο πλέον δημιουργικός γκαρντ. Όχι γιατί δεν έχει ικανότητα, ή διάθεση να πασάρει. Το αντίθετο. Έχει καλή τεχνική και την άνεση να κάνει δύσκολες πάσες και με το αριστερό χέρι. Αυτό που τον συγκρατεί από το να είναι ένας δημιουργός του υψηλότερο επιπέδου, είναι η δυσκολία του να τραβήξει δεύτερο αμυντικό. Δεν διαθέτει τα φυσικά προσόντα για να "τρυπήσει" την άμυνα (να προκαλέσει separation με τον παίκτη του) και να ξεκινήσει τη διαδικασία των αμυντικών περιστροφών, που θα δημιουργήσουν τις ευκαιρίες για σκορ στους συμπαίκτες του. Όλο αυτό σε επίπεδο ΝΒΑ τουλάχιστον.
Μπορεί, όμως, να πασάρει στον ψηλό, ή να βρει τον ανοιχτό παίκτη στην αδύνατη πλευρά, με όλους όμως τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει ένας παίκτης με ύψος μόλις 1.88. Το μέγεθος του, εξάλλου, είναι το αδύνατο σημείο του συνολικά. Και αν στην επίθεση το καλύπτει χάρις στο έξυπνο παιχνίδι εναλλαγών και προσποιήσεων, στην άμυνα είναι πιο χτυπητό. Δεν είναι ένας προικισμένος αθλητής, ούτε ένας σκληρός παίκτης που θα χρησιμοποιήσει το σώμα του για να κρύψει τις αδυναμίες του. Αμυντικά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι μπορεί να βελτιώσει την εικόνα της θέσης του back-up πλέι-μέικερ σε σχέση με τον Ουότερς, απέχοντας δραματικά από έναν defensive stopper επιπέδου Ντάνιελ Χάκετ.
Συμπέρασμα
Ο Ρόμπερτς είναι ένας ποιοτικός παίκτης. Είχε αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις τις δύο χρονιές που έπαιξε στη Μπάμπεργκ και έκανε μια καλή καριέρα στο ΝΒΑ, όπου κέρδισε απολαβές 2.7 εκατομμυρίων δολαρίων για μια χρονιά. Έπαιξε εξαιρετικά τα δύο πρώτα του χρόνια στους Πέλικανς, αν και δεν είχε αντίστοιχα καλή απόδοση όταν υπέγραψε το καλό του συμβόλαιο το 2014. Το γεγονός, όμως, ότι επέστρεψε στους Χόρνετς μετά το σύντομο πέρασμα του στους Μπλέιζερς, έστω και με μικρότερο συμβόλαιο, δείχνει ότι τον εκτιμούν στην ομάδα, επομένως η συνολική παρουσία του είναι θετική.
Κανείς παίκτης που κερδίζει μέσω της Ευρώπης μια 5ετή καριέρα στο ΝΒΑ, δεν είναι αμελητέος. Είναι ένας έξυπνος παίκτης, με στοιχεία όπως η ταχύτητα, το διάβασμα, το υψηλό ποσοστό στις βολές και η ικανότητα στο pick-n-roll. Από την άλλη υστερεί στο ένας-ένας και το μικρό του δέμας τον καθιστά ευάλωτο αμυντικά. Δεν είναι ο γκαρντ δυναμίτης που θα έλυνε προβλήματα, αλλά σίγουρα θα δημιουργούσε άλλα. Είναι ένας καλός ρολίστας που μπορεί να βοηθήσει τον Ολυμπιακό σε συγκεκριμένους τομείς.