Όλα είναι δρόμος
Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος προσπαθεί να ζυγίσει κάτι που δεν μετριέται, γράφει για τους δύο δρόμους της κρίσης, εξηγεί γιατί χάσαμε το 2014 και γιατί πιθανόν να χάνουμε το 2020, το 2025 και το 2030.
Οι δρόμοι της κρίσης στον αθλητισμό είναι δύο. Είτε τον διαβεί κάποιος πιο αυστηρός ή πιο σκληρός, είτε κάποιος ρομαντικός ή επιεικής. Στον ένα το πρίσμα είναι τα αποτελέσματα. Καθαρά πράγματα και ξεκάθαρα. Ο δεύτερος έχει να κάνει με προσωπικά κριτήρια, τι του αρέσει του καθενός, τι του βγάζει η ομάδα ή ο αθλητής, προσπαθεί να ζυγίσει κάτι που δεν πιάνεται, δεν συγκρατείται, ούτε φυσικά μπορεί να μετρηθεί: την αύρα μιας ομάδας.
Ο πρώτος δρόμος έχει και τα περισσότερα σταυροδρόμια. Μπαίνει ένα σουτ: επιτυχία. Δεν μπαίνει ένα σουτ: αποτυχία. Όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα, από μια νίκη ή μια ήττα. Ο δεύτερος δρόμος έχει περισσότερες ανηφόρες και κατηφόρες. Περισσότερα "αλλά", περισσότερες συγκρίσεις και περισσότερη συζήτηση.
Η Ελλάδα, λοιπόν, επιστρέφει από το Παγκόσμιο Κύπελλο αποχαιρετώντας στη φάση των "16". Τυπικά καταλαμβάνει την 9η θέση, αλλά αυτό είναι κάτι που μάλλον ενδιαφέρει τους ταξιδιώτες του πρώτου δρόμου. Η ουσία είναι ότι δεν κέρδισε μια θέση στις καλύτερες "8" ομάδες του κόσμου. Αν μετρούσαμε τη δυναμική των ομάδων πριν το τουρνουά, δεν θα κατατάσσαμε με ευκολία την Ελλάδα σ' αυτό το γκρουπ. Άσχετα με το αν έπαιξε πολύ ωραίο μπάσκετ και κατέκτησε με άνεση την κορυφή του 2ου ομίλου, ενός ομίλου όμως που είδε και τις τέσσερις ομάδες του που προκρίθηκαν να αποχαιρετούν τη διοργάνωση. Ακριβώς. Στους "8" πέρασε η Ισπανία, η Βραζιλία, η Γαλλία και η Σερβία. Όλες τους -πλην της Γαλλίας- κέρδισαν τα ματς εύκολα.
Ναι, η Εθνική μας ομάδα θα μπορούσε να έχει πάει ψηλότερα. Κυρίως γιατί έδειξε πως το πρόσωπο της στο ματς με τη Σερβία ήταν το κακό. Ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Μόνο, που οι μεγάλες διοργανώσεις έχουν αυτή την ιδιαιτερότητα. Όλα κρίνονται στα νοκ-άουτ παιχνίδια. Για αυτό και η πιο σωστή κουβέντα που έχει ειπωθεί από έναν άνθρωπο που έχει φάει με το κουτάλι τα καλοκαίρια με την Εθνική είναι κάθετος: "σημασία έχει να είσαι εκεί, να είσαι παρών. Αν είσαι εκεί και είσαι ανταγωνιστικός, θα έρθει και η επιτυχία".
Προσωπικά, απογοητεύτηκα περισσότερο από τον τρόπο και όχι το αποτέλεσμα. Η Ελλάδα δεν χτύπησε ως το τέλος το παιχνίδι, ίσως και επειδή δεν κατάφερε να διαχειριστεί μια πρωτόγνωρη για αυτήν κατάσταση: να βρίσκεται πίσω στο σκορ και να κυνηγάει.
Η απογοήτευση και η πίκρα του αποκλεισμού, ωστόσο, δεν αλλάζει σε μεγάλο βαθμό την αύρα που έβγαλε αυτή η ομάδα και η οποία ήταν θετική. Έπαιξε καλά στην πρώτη φάση, έβαλε στη μηχανή της έναν νέο παίκτη, τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και γενικότερα αφήνει κάτι για τη συνέχεια. Δεν ήταν ομάδα της μιας χρήσης και αυτό φάνηκε από την επιλογή κιόλας των παικτών όχι της 12άδας, αλλά και της προεπιλογής. Οπότε δεν έχει τόσο αξία να αναλωνόμαστε στο αν είναι επιτυχία ή αποτυχία η φετινή πορεία, διότι η επιτυχία ή η αποτυχία, θα έχει να κάνει με το τι θα αφήσει κληρονομιά το Παγκόσμιο της Ισπανίας. Διότι κληρονομιά δεν είναι μόνο τα θετικά, αλλά είναι και τα αρνητικά, εάν και εφόσον γίνουν μαθήματα.
Γιατί χάσαμε
Το ότι παίξαμε χειρότερα από τη Σερβία είναι προφανές. Το ότι στράβωσε το ματς από την αρχή είναι επίσης κάτι που γίνεται ευκόλως αντιληπτό. Η Εθνική μας ομάδα ξεκίνησε με έναν προσανατολισμό να "εξουδετερώσει" τον Τεόντοσιτς και να τον υποχρεώσει να "καταστρέψει" το παιχνίδι της ομάδας του. Αυτό, όμως, δεν έγινε και έτσι ενώ η προσοχή της ομάδας ήταν στραμμένα εξ ολοκλήρου στον Σέρβο γκαρντ, βρήκαν τον χώρο άλλοι παίκτες να κάνουν τη ζημιά.
Παράλληλα μέτρησε σε ένα μεγάλο βαθμό η διαφορά στη φροντ-λάιν, εκεί όπου Κρστιτς και Ραντούλιτσα κέρδισαν κατά κράτος τη δική μας, ή εν συνεχεία τιμώρησαν τις αλλαγές στα σκριν, ένα από τα τελευταία χαρτιά που έπαιξε ο Φώτης Κατσικάρης.
Υπάρχουν επίσης δύο ακόμη λεπτά σημεία στην αναμέτρηση: το ένα έχει να κάνει με το πρόβλημα που δημιούργησαν τα σουτ του Κρστιτς, ο οποίος επέλεγε να ανοίγει μετά το σκριν και όχι να ρολάρει στο καλάθι. Αυτή η αποτελεσματικότητα του Σέρβου προκάλεσε μια αλυσιδωτή αντίδραση, με αποτέλεσμα η Εθνική να προσπαθεί να αντιδράσει, αντιμετωπίζοντας όμως εν συνεχεία προβλήματα σε άλλους τομείς. Το δεύτερο έχει να κάνει με τα περιφερειακά σουτ των "πλάβι" και πιο συγκεκριμένα τον Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς ο οποίος μας "σκότωσε", σκοράροντας σε καθοριστικά σημεία με τρόπο που... κόβει τα πόδια του αντιπάλου.
Η άμυνα της Ελλάδας δεν ήταν εκεί. Μια άμυνα την οποία είδαμε να βγάζει νοκ-άουτ τόσο την Κροατία, όσο και την Αργεντινή. Και δεν είναι τόσο οι 90 πόντοι, όσο τα στατιστικά των Σέρβων: 55% στα δίποντα, 53% στα τρίποντα, 17 ασίστ για 10 λάθη.
Από εκεί και πέρα εν αντιθέσει με άλλα παιχνίδια δεν είδαμε και καλό "διάβασμα" στην επίθεση, δείγμα του ότι η ομάδα δεν είχε την απαραίτητη συγκέντρωση ή την απαιτούμενη ψυχραιμία για αυτό το παιχνίδι. Δεν έγιναν οι σωστές επιλογές σε καταστάσεις mismatch (όταν μετά από αλλαγή δηλαδή ένας ψηλός είχε πλεονέκτημα έναντι ενός κοντύτερου παίκτη) και γενικότερα η ομάδα παρασύρθηκε από έναν ορμητικό χείμαρρο χωρίς να βιαστεί κάπου για να πιαστεί.
Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη, ωστόσο, παύει να είναι σύμπτωση. Άδοξος αποκλεισμός το 2012, άδοξος το 2013, άδοξος και φέτος. Διαφορετικές συνθήκες βέβαια κάθε φορά. Πέρσι ήρθε ο τραυματισμός του Σπανούλη και το "μπέρδεμα" στη χημεία, φέτος οι απουσίες και το άσχημα αποτέλεσμα. Του χρόνου όλα αυτά μπορεί να αλλάξουν, αν για παράδειγμα επιστρέψουν οι παίκτες πρώτης γραμμής που έλειψαν. Μήπως, όμως, δεν είναι αυτή η ουσία;
Γιατί χάνουμε
Στο τουρνουά (το οποίο διακρίνεται για την έλλειψη ποιότητας) είδαμε ομάδες δύο κατηγοριών, κάτι που συνηθίζεται εξάλλου σε Μουντομπάσκετ και Ολυμπιακούς Αγώνες: υπάρχουν αυτές που βρίσκονται σε φάση ανανέωσης κι αυτές που έκαναν ένα τελευταίο reunion για να στοχεύσουν σε μια διάκριση, όπως δηλαδή η Ισπανία. Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ομάδες, βρέθηκε στην πρώτη κατάσταση. Και αναγκαστικά και κατ' επιλογή.
Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι νέες ομάδες συνήθως δεν πετυχαίνουν. Και νομίζω ότι η διαρκής αλλαγή των προπονητών δεν βοηθάει προς τη δημιουργία μιας ταυτότητας και μιας ομάδας με ομοιογένεια, που θα φέρει αποτελέσματα. Από το 2008 όταν αποχώρησε ο Παναγιώτης Γιαννάκης, η Ελλάδα έχει αλλάξει τέσσερις προπονητές. Οι ομάδες που έχουν διάρκεια, που αντιμετωπίζονται ως μακροχρόνια πλάνα, έχουν μεγαλύτερες ελπίδες να τα καταφέρουν.
Για μια στιγμή, όμως. Αν το σκεφτούμε καλύτερα, αν βγάλουμε το κεφάλι μας από το παράθυρο και δούμε τι συμβαίνει γύρω μας, νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε ότι το "να μην πηγαίνει καλά η ομάδα μπάσκετ" είναι το λογικό και όχι το παράδοξο. Το ελληνικό πρωτάθλημα έχει διαλυθεί (8 Σεπτεμβρίου δεν ξέρουμε ποιες θα είναι οι 14 ομάδες που θα αγωνιστούν), τα πρωταθλήματα παίδων και εφήβων έχουν εξευτελιστεί και ο σχολικός αθλητισμός απλά δεν υφίσταται. Την ίδια ώρα που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις σαρώνουν και ορισμένες χώρες το πάνε ακόμη πιο παραπέρα.
Βέβαια, θα αναρωτηθεί κάποιος εύστοχα, στην Ελλάδα που νοσεί στην Παιδεία, στην Υγεία και στη Δικαιοσύνη, πως θα μπορούσαν οι αθλητικές υποδομές να είναι η εξαίρεση. Θα συμφωνήσω, αλλά καλύτερα να μην το πάμε τόσο μακριά.
Στην Ελλάδα υπάρχει και το ταλέντο και η τεχνογνωσία. Με τις σωστές συνθήκες δουλειάς έχουμε ένα πρόβλημα ως λαός. Για αυτό και βλέπουμε τα νέα παιδιά να έχουν ως πρώτη επιλογή το κολεγιακό πρωτάθλημα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Να το δούμε και λίγο πιο συγκεκριμένα; Μετά τους "82-83" (Σπανούλης, Ζήσης, Καϊμακόγλου, Μπουρούσης) και τους "84-85" (Περπέρογλου, Βασιλειάδης, Βασιλόπουλος, Μαυροκεφαλίδης, Σχορτσιανίτης, Βουγιούκας), είχαμε την αναλαμπή των "90αρηδων" (Παπανικολάου, Μάντζαρης, Σλούκας, Γιάνκοβιτς, Παππάς). Συν τη "δυτική" βοήθεια του Κουφού και του Καλάθη και τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, αυτό το θαύμα της φύσης, που μπήκε στη ζωή μας τόσο ξαφνικά.
Την ίδια ώρα οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις χτίζουν τις γενιές των επόμενων εθνικών τους, κάτι που φαίνεται και από τα αποτελέσματα τους στις διεθνείς διοργανώσεις. Θα επαναλάβω: τίποτα δεν είναι τυχαίο. Το ότι για παράδειγμα οι ευρωπαϊκές ομάδες έχουν πολύ καλές ομάδες στις ηλικίες U16, U18 και U20 σε σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά η διαφορά γίνεται χαοτική σε επίπεδο Ανδρών, ούτε σύμπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί, ούτε οφείλεται για παράδειγμα σε πιο ταλαντούχες γενιές. Είναι δείγμα της διαφοράς στον τρόπο δουλειάς που γίνεται. Οι Αμερικάνοι έχουν ανεπτυγμένο τον σχολικό αθλητισμό, αλλά όχι για παράδειγμα τα παιδικοεφηβικά πρωταθλήματα και τη συστηματική δουλειά, στην οποία εισάγονται οι αθλητές σε προχωρημένη ηλικία.
Αντίθετα, στα κολέγια και φυσικά στο ΝΒΑ το επίπεδο της οργάνωσης είναι τελείως διαφορετικό, ξεπερνώντας κατά πολύ τις επαγγελματικές ομάδες, ακόμη και αυτές της Euroleague.
Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα την εικόνα των "μικρών" εθνικών ομάδων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ομάδες που μονοπωλούν τα μετάλλια στις διοργανώσεις είναι οι ομάδες που προκρίθηκαν στους "8": οι Ισπανοί, οι Γάλλοι, οι Σέρβοι, οι Τούρκοι, οι Λιθουανοί, αλλά και οι Σλοβένοι. Είναι συμπτωματικό δηλαδή το γεγονός ότι οι Ιταλοί είναι κατά κύριο λόγο εξαφανισμένοι αν εξαιρέσουμε το πρόσφατο χρυσό (2013) την U20, έχοντας μόλις ένα μετάλλιο τα τελευταία 14 χρόνια σε επίπεδο U18 και U16. Αυτό βγαίνει και στην ανδρική ομάδα.
Guest εμφανίσεις κάνει η Ελλάδα, ενώ ορισμένες επιτυχίες έχουν επιδείξει ακόμη η Λετονία και η Κροατία, που επίσης αποκλείστηκε στους "16".
Η Ισπανία από την άλλη από το 2000 μετράει πέντε χρυσά (U20: 2011 / U18: 2011, 2004, U13: 2013, 2006), τέσσερα ασημένια (U20: 2014, 2007, 2002 / U16: 2007) και 13 χάλκινα (U20: 2013, 2012, 2010, 2009, 2008, 2000 / U18: 2013, 2006 / U16: 2014, 2011, 2007, 2005, 2001), η Σερβία 7 χρυσά (U20: 2008, 2007, 2006 / U18: 2007, 2005 / U16: 2007, 2003, 2001), 3 ασημένια (U18: 2014, 2011 / U16: 2013) και 4 χάλκινα (U20: 2014, 2005 / U16: 2009, 2006), η Σλοβενία 2 χρυσά (U20: 2004, 2000), ένα ασημένιο (U18: 2002) και ένα χάλκινο (U20: 2006), η Γαλλία 5 χρυσά (U20: 2010 / U18: 2006, 2000 / U16: 2014, 2004), 5 ασημένια (U20: 2012, 2009 / U18: 2009 / U16: 2012, 2005) και 3 χάλκινα (U20: 2011, 2002 / U18: 2005), η Λιθουανία τρία χρυσά (U20: 2012 / U18: 2010 / U16: 2008), 7 ασημένια (U20: 2008, 2005 / U18: 2012, 2008, 2006 / U16: 2010, 2009) και δύο χάλκινα (U20: 2004 / U16: 2007) και η Τουρκία 4 χρυσά (U20: 2014 / U18: 2014 / U16: 2012, 2005), 5 ασημένια (U20: 2006 / U18: 2013, 2005, 2004 / U16: 2003) και χάλκινα (U18: 2011, 2009 / U16: 2010, 2008, 2004).
Την ίδια ώρα οι Γάλλοι θερίζουν τους καρπούς που έσπειρε το INSEP, το γαλλικό ινστιτούτο αθλητισμό που βγάζει μαθητές και πρωταθλητές (Ντιαό, Πάρκερ, Λοβέρν, Τζάκσον, Ντιό, Τουριάφ, Πετρό) και οι Αυστραλοί το πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα: οι 9 από τους 12 παίκτες της δικής τους εθνικής προέρχονται από το AIS, το Αυστραλιανό Ινστιτούτο των Σπορ, το οποίο έχει αναδείξει τους σπουδαιότερους παίκτες των "μπούμερς" (Μπόγκατ, Λόγνκλεϊ, Χιλ, Μπράκτε)
Δεν είναι θέμα Ομοσπονδίας. Είναι θέμα αθλητικής κουλτούρας και συνθηκών δουλειάς (από το σχολείο, ως την ομάδα), διότι αν μη τι άλλο το ταλέντο υπάρχει. Αυτό που λείπει είναι το πρόγραμμα και το πλάνο, ένα συλλογικό σχέδιο για το πως θα χτιστούν οι βάσεις για την παραγωγική διαδικασία, που θα τροφοδοτεί διαρκώς την Εθνική μας με τη διάδοχη κατάσταση.
Όλο αυτό, όμως, δεν είναι επί της ουσίας ο λόγος που αποκλειστήκαμε άδοξα το 2012, το 2013 και το 2014. Αυτό το κεφάλαιο αφορά την Εθνική του 2020 και του 2030.