Ought-to Arena
Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος γράφει για το "πρέπει" που υποχρέωσε τον Παναθηναϊκό να χάσει το πρώτο... λεωφορείο για την 02 Arena (ought-to Arena... ought-to = πρέπει... καλά, εμένα μ' άρεσε πάντως) και για αυτό που "πρέπει" να κάνει ο Ολυμπιακός αν θέλει να κλείσει από τώρα τα τα δικά του εισιτήρια για το Λονδίνο.
Τα κακά νέα; Ότι ο Παναθηναϊκός έχασε το πρώτο παιχνίδι που "έπρεπε" να κερδίσει. Τα καλά; Ότι στη Βαρκελώνη γίνεται ξανά αουτσάιντερ και άρα πολύ επικίνδυνος. Όσο για τον Ολυμπιακό; Το κακό είναι ότι πλέον νιώθει την ανάσα της Εφές. Το καλό; Ότι ξέρει τι χρειάζεται να κάνει για να προκριθεί και το κυριότερο ότι γνωρίζει γιατί το έχει ξανακάνει.
Ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε στο τέταρτο ματς με τη Μπαρτσελόνα. Στο πρώτο της σειράς στο οποίο η ομάδα του Πεδουλάκη έπαιξε ως φαβορί, λόγω του σκορ της σειράς (2-1) και της ξαφνικής διαπίστωσης ότι με-μια-ακόμα-νίκη-πάμε-στο-Λονδίνο. Το "πρέπει" είναι ο δυσκολότερος αντίπαλος στον αθλητισμό και πάντα δημιουργεί ένα έξτρα πρόβλημα - δυσκολότερο και από την άμυνα ζώνης - στην ομάδα που "πρέπει να κερδίσει". Και αυτό το "πρέπει" μπήκε στο στόμα του Παναθηναϊκού για πρώτη φορά την Πέμπτη.
Το τέταρτο ματς ήταν το πρώτο που ουσιαστικά κρίθηκε με μεγάλη διαφορά. Τα προηγούμενα 64-64, 65-66 και 65-63 κρίθηκαν σε συγκεκριμένους πόντους. Αυτό απείχε αρκετά, περισσότερο από ότι δείχνει αρχικά το τελικό 60-70, καθώς η Μπαρτσελόνα κατάφερε να πάρει διαφορά 17 πόντων. Κι η διαφορά σε αυτό το ματς προκλήθηκε από την "πράσινη" επίθεση. Γιατί η άμυνα των "πρασίνων" ήταν και πάλι εκεί.
Στην επίθεση, όμως, μέτρησε η πίεση του "πρέπει", που φαίνεται χαρακτηριστικά από τα ποσοστά. Ο Παναθηναϊκός έφτασε τα 5/23 με 3/3 στο τέλος, όταν το ματς είχε κριθεί. Είχε ένα εύστοχο στο πρώτο ημίχρονο και άλλο ένα ως το τέλος της τρίτης περιόδου και τα δύο από τα χέρια του Μάικ Μπράμος. Ανοιχτά σουτ τα περισσότερα.
Έχασε λόγω... επίθεσης
Η ίδια αναποτελεσματικότητα και σε προσπάθειες εξ επαφής, τα καλάθια που φαίνονται "εύκολα", αλλά ξαφνικά καταλήγουν στο σίδερο λόγω έλλειψης αποφασιστικότητας και αυτοπεποίθησης. Και τελικά ο Παναθηναϊκός -με τη συμβολική έννοια των λέξεων- έχασε γιατί απλά δεν σκόραρε παραπάνω πόντους από τον αντίπαλο του. Γιατί αυτό κάνει όλη τη χρονιά. Πιάνει τον αντίπαλο από το λαιμό, τον αγκαλιάζει, τον βάζει στο δικό του ρυθμό, στους δικούς του κανόνες. Το έκανε κόντρα στη Μπαρτσελόνα, που είχε τελικά... 62 βαθμούς στο ranking. Καμία σχέση με τους σχεδόν 100 που έπιανε κατά μέσο όρο στο Top-16.
Και στο 4ο ματς ο Παναθηναϊκός κατάφερε να "χαλάσει" το παιχνίδι της Μπαρτσελόνα, σε σημείο που να υπογραμμίζεται η προσφορά του Λόρμπεκ (8 πόντοι), η αποφασιστικότητα του Χουέρτας (10π) και η συμβολή του Τζαγουάι (7π). Κι όμως, ακόμη κι αυτοί έλειψαν και στα τρία προηγούμενα ματς των "μπλαουγράνα". Τους είχε πάρει από το μπλοκάκι του Τσάβι Πασκουάλ το προπονητικό τιμ του Παναθηναϊκού.
Στην επίθεση, όμως, η ιστορία ήταν διαφορετική. Ο Παναθηναϊκός με τον Διαμαντίδη και τον Γκιστ να σουτάρουν συνολικά 0/10, τον Λάσμε να σκοράρει μόνο από επιθετικό ριμπάουντ και τον Μασιούλις να σκοράρει κυρίως στο τέλος, το "τριφύλλι" δεν μπορούσε να περιμένει κάτι περισσότερο. Για να κάνεις μεγάλες νίκες, χρειάζονται και μεγάλες φάσεις. Σαν τα τρίποντα του Διαμαντίδη, σαν τα προσωπικά καλάθια του Μπράμος ή τις πτήσεις του Γκιστ. Έτσι πάει.
Δεν φταίει η 2-3 για το 2-2
Η "2-3" του Τσάβι Πασκουάλ ήταν μια έξυπνη -πλην αναμενόμενη- κίνηση. Ο Παναθηναϊκός ήταν προετοιμασμένος για αυτή και είχε προλάβει σε 48 ώρες να βάλει άλλες δύο επιλογές στην επίθεση-εναντίον-ζώνης. Και κατά τη διάρκεια του αγώνα οι "πράσινοι" προσπάθησαν να χτυπήσουν με διαφορετικούς τρόπους: μες στην καρδιά της (με τον Σχορτσιανίτη), με split και πάσες στις γωνίες, με pick-n-roll στον Διαμαντίδη, σημαδεύοντας τον παίκτη που είχε χώρο στο high-post (τον "4") ακόμη και με συστήματα εναντίον man-to-man.
Η μπάλα, όμως, δεν έμπαινε και έτσι η ζώνη "γιγαντωνόταν" και η Μπαρτσελόνα έμοιαζε να παίζει με έξι αμυντικούς. Όχι γιατί όντως κάλυπτε τόσο καλά τους χώρους, όσο γιατί είχε δημιουργήσει ένα ψυχολογικό πρόβλημα στον αντίπαλο της. Και αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που θέλουν να εκμεταλλευτούν όσοι παίζουν τέτοιες άμυνες από την αρχή, ουσιαστικά λένε στον αντίπαλο: "ετοιμάσου, όλο το βράδυ σε ζώνη θα είμαστε, ότι και να κάνεις".
Πέρα από το ψυχολογικό, βέβαια, υπάρχει και το αγωνιστικό κομμάτι. Αυτή η "2-3" με τους παίκτες μπροστά να παίζουν ανοιχτά και τους ψηλούς πίσω να καραδωκούν, ουσιαστικά πετυχαίνει να αναχαιτετήσει τα pick-n-roll του Διαμαντίδη και να αποτρέπει το post-up παιχνίδι άλλων παικτών πλην του "5". Επιλέγει, δηλαδή, η Μπαρτσελόνα ότι προτιμά να χάσει από τα περιφερειακά σουτ άλλων παικτών, από το να αφήσει τον Διαμαντίδη να σκοράρει/δημιουργεί ανενόχλητος και τον Παναθηναϊκό να κάνεις επιθέσεις με παίκτες να παίζουν με πλάτη στο καλάθι.
Αν σε αυτά προσθέσουμε τα επιθετικά ριμπάουντ που πήρε στην αρχή η Μπαρτσελόνα, τα καλά ποσοστά των Καταλανών από την περιφέρεια και το ξύπνημα του Χουάν Κάρλος Ναβάρο στο φινάλε μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί έγινε το 2-2.
Μόνο που αυτό που έχει κάνει ο Παναθηναϊκός (και είναι η μεγαλύτερη επιτυχία) είναι ότι έχει πείσει ότι μπορεί να κερδίσει στη Βαρκελώνη. Ή καλύτερα ότι δεν θα πέσει αμαχητί.
Θέμα ατομικής άμυνας
Ο Ολυμπιακός από την άλλη έχει διαφορετική μοίρα. Βρίσκεται στο 2-1 και έχει τη δεύτερη (από τις τρεις) ευκαιρίες να κλείσει το εισιτήριο για το Λονδίνο. Και ίσως η εμφάνιση που έκανε την Τρίτη να τον "προετοιμάσει" καλύτερα για το δύσκολο παιχνίδι που ξεκινά σε λίγες ώρες. Τουλάχιστον ξέρει πολύ καλά πλέον τι πρέπει να αποφύγει. Τι είναι αυτό; Βασικά η κακή ατομική άμυνα.
Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν ότι οι Φάρμαρ-Λούκας περνούν πολύ εύκολα τον αντίπαλο τους. Το αποτέλεσμα; Να αρχίσουν οι βοήθειες από τους ψηλούς, να μένουν αμαρκάριστοι σουτέρ όπως ο Σαβάνοβιτς και ουσιαστικά να πηδούν χωρίς αντίπαλο για επιθετικό ριμπάουντ οι υπόλοιποι παίκτες και κυρίως τα 5άρια. Οι "ερυθρόλευκοι" μπαίνουν σε μια διαδικασία να... κυνηγούν παίκτες και όχι να τους έχουν μπροστά τους (ή στην πλάτη τους για το ριμπάουντ). Αυτό είναι το βασικό στοιχείο που είχε πλήξει τον Ολυμπιακό στην 2η αγωνιστική της κανονικής περιόδου, αυτό ήταν που ξεχώρισε στον 3ο προημιτελικό, αυτό ήταν που έλειψε από τα άλλα τρία ματς τα οποία έχουν κερδίσει οι Πειραιώτες.
Να το δούμε πιο αναλυτικά; Ο Φάρμαρ στα ματς που έχει χάσει η Εφές είχε α) 8 πόντους με 4/12 σουτ, 4 ασίστ και 4 λάθη β) 8 πόντους με 4/8 σουτ, 5 ασίστ και 2 λάθη γ) 6 πόντους με 3/10 σουτ, 3 ασίστ και 2 λάθη. Στις νίκες από την άλλη της ομάδας του είχε α) 25 πόντους με 8/15 σουτ, 9 ασίστ και 1 λάθος και β) 17 πόντους με 6/12 σουτ, 5 ασίστ και 5 λάθη. Η στατιστική γίνεται... μαθηματικά, τύπου 1+2 κάνει 2.
Το πρώτο μέλημα οπότε είναι ο περιορισμός του Φάρμαρ, που στο τελευταίο ματς κέρδισε κατά κράτος τον Βασίλη Σπανούλη των 4 πόντων (1/7 σουτ) και των 5 λαθών. Το δεύτερο οπότε ζητούμενο είναι να βρει ξεκάθαρες φάσεις ο αρχηγός του Ολυμπιακού, να καταφέρει να δημιουργήσει περισσότερο για τους συμπαίκτες του και ο ίδιος να έχει περισσότερες ευκαιρίες για σκοράρει, να φθείρει τους αντιπάλους και να προσφέρει έτοιμα καλάθια.
Κι αν από τη δική του μεριά ο Παναθηναϊκός έχει αποδειχτεί... σκληρός αντίπαλος, ο Ολυμπιακός έχει δείξει όλη τη χρονιά πως όταν τρώει μια σφαλιάρα, δεν γυρνάει το άλλο μάγουλα -κατά το χριστιανικό πρότυπο- αλλά απαντάει με τον ίδιο τρόπο.