Σουτ: η ευχή και η κατάρα της Εθνικής μας
Το περιφερειακό σουτ, πέρα από πρόβλημα του ελληνικού μπάσκετ είναι και το "στοίχημα" της φετινής Εθνικής ομάδας. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναλύει τα δεδομένα και εστιάζει στα θετικά και τα αρνητικά της 16άδας.
Η επιλογή της 16άδας από την οποία θα προκύψει η 12άδα που θα εκπροσωπήσει το ελληνικό μπάσκετ στο Ευρωμπάσκετ του 2017 έγινε γνωστή, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις σκέψεων και συνειρμών. Όχι μόνο σε ότι αφορά το χτίσιμο του ρόστερ, που αν μη τι άλλο μοιάζει με sudoku για αρχάριους (με τις 11 θέσεις να θεωρούνται δεδομένες) και όχι με σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά περισσότερο σε ότι αφορά τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία αυτής της ομάδας.
Ας ξεκινήσουμε οπότε με τα βασικά: μιλάμε για την ομάδα που χτιστεί γύρω από τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Περισσότερο από ότι τα προηγούμενα χρόνια. Υπενθύμιση: πέρσι είχε 24 λεπτά, πρόπερσι 24 και την πρώτη του χρονιά 16. Μόνο που στο πέρασμα των χρόνων ο άσος των Μιλγουόκι Μπακς αναδείχτηκε πιο βελτιωμένος παίκτης του ΝΒΑ και βασικός στην all-star πεντάδα της Ανατολής.
Τι πιο λογικό από το να είναι ο κεντρικός άξονας στο παιχνίδι της Εθνικής ομάδας και στις δύο πλευρές του παρκέ. Το μέγεθος και τα αθλητικά του προσόντα δίνουν ένα τεράστιο αμυντικό πλεονέκτημα στην Εθνική ομάδα όποια τακτική κι αν επιλέξει. Παράλληλα είναι αυτό που οι Αμερικάνοι αποκαλούν one-man fast-break έχοντας στην σπάνια ικανότητα να μαζεύει εύκολα το αμυντικό ριμπάουντ και να κατεβάζει ο ίδιος τη μπάλα.
Πέρα επομένως από τις κατοχές που χαρίζει στην ομάδα του (deflections, κλεψίματα, κοψίματα, ριμπάουντ, άμυνες που καταλήγουν σε εύκολο αμυντικό ριμπάουντ ή λάθος) και τους πόντους στο transition μπορεί να γίνει υπό προϋποθέσεις και ένας επιθετικός στόχος στο μισό γήπεδο. Φέτος η Εθνική, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κώστα Μίσσα, θα βάλει τον Αντετοκούνμπο στο "3" και στο "4" για να βρίσκεται διαρκώς πιο κοντά στο καλάθι και όχι στην κορυφή της ρακέτας. Θα παίρνει φάσεις 1on1, θα κυνηγάει κοψίματα στην πλάτη της άμυνας και επιθετικά ριμπάουντ και θα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη διαφορά μεγέθους με κοντύτερους αντιπάλους.
Το μοναδικό πρόβλημα; Αυτό που αντιμετωπίζουν οι NBAers όταν καλούνται να προσαρμοστούν στο FIBA μπάσκετ και πιο συγκεκριμένα αυτοί που δεν σουτάρουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πάου Γκασόλ και ο Ντιρκ Νοβίτσκι κυριαρχούσαν με άνεση στις διεθνείς διοργανώσεις. Ή ότι ο Τόνι Πάρκερ έγινε πραγματικά αποδοτικός όταν άρχισε να σουτάρει καλύτερα στην καριέρα του. Οι NBAers που δεν σουτάρουν δυσκολεύονται να διατηρήσουν το ίδιο επίπεδο αποτελεσματικός, από τη στιγμή που οι χώροι είναι μικρότεροι και οι άμυνες προσαρμοσμένες πάνω τους.
Το ένα πρόβλημα επομένως είναι η απειρία του Γιάννη στο διεθνές μπάσκετ. Ο άσος των Μπακς έχει δώσει 20 αγώνες στο κορυφαίο επίπεδο (δεν υπολογίζονται οι αγώνες Α2 ή το τουρνουά με την U20) με τους κανόνες της FIBA και έχει 330 παιχνίδια με τους κανονισμούς του ΝΒΑ. Με άλλα λόγια δεν πρέπει να "θυμηθεί" αυτόν τον τρόπο παιχνιδιού, αλλά πρέπει να τον μάθει.
Είδαμε για παράδειγμα στο περσινό τουρνουά τον Γιάννη να μην ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο όταν είδε την άμυνα των Κροατών να του δίνει το σουτ. Προσπάθησε να ρίξει γροθιά στο μαχαίρι και μπήκε σε μια διαδικασία υπερβολής στα μακρινά σουτ, χάνοντας εντέλει την συγκέντρωση του. Τώρα θα μπει ξανά σε μια τέτοια διαδικασία στις φάσεις που θα έχει τη μπάλα στα χέρια του με πρόσωπο στο καλάθι. Αυτό, όμως, δεν φαντάζει ως το μεγαλύτερο από τα δύο προβλήματα. Δεν είναι το θέμα τόσο ο Γιάννης, όσο οι υπόλοιποι. Το βασικό μειονέκτημα επομένως αυτής της ομάδας αφορά την υποστήριξη που μπορεί να προσφέρει στον διεθνή άσο, από τη σκοπιά του περιφερειακού σουτ, που μοιραία θα ανοίξει το γήπεδο και θα δημιουργήσει περισσότερους χώρους.
Η έλλειψη αξιόπιστων σουτέρ είναι χαρακτηριστικό του ελληνικού μπάσκετ και έχει να κάνει με πολλούς διαφορετικούς λόγους. Από την προπονητική άποψη που έχει να κάνει με την εμμονή των περισσότερων προπονητών νεαρών παικτών σε θέματα τακτικής, προτιμώντας να θυσιάσουν ώρες προπόνησης στην τεχνική και παράλληλα περιορίζουν την ελευθερία και την πρωτοβουλία των παικτών, μέχρι τις υποδομές και την απουσία εναλλακτικών για προπόνηση σε κλειστά γήπεδα. Μεγάλο κεφάλαιο που θα πρέπει ενδεχομένως να αναλυθεί σε άλλο κείμενο.
Αυτό που έχει μεγαλύτερη ουσία είναι ότι η Εθνική μας ομάδα στερείται λύσεων στο σουτ.
(-) υπάρχει μόνο ένας σπεσιαλίστας του σουτ στους 16
(-) η ομάδα διαθέτει μόνο έναν καλό σουτέρ μετά από ντρίμπλα
(-) δύο βασικοί παίκτες δεν σουτάρουν
(-) δεν υπάρχει τυπικός stretch-four
Υπάρχουν, όμως και τα θετικά:
(+) οι περισσότεροι γκαρντ-φόργουορντ πλην από τρεις θεωρούνται σουτέρ άνω του μετρίου.
(+) οι σέντερ σουτάρουν
Το σουτ των διεθνών
Παίκτης |
3Π (ανά ματς) |
3Π% |
Catch-n shoot (PPP) |
Μάντζαρης |
1.48 |
36.4% |
1.017 |
Σλούκας |
1.03 |
42.9% |
1.426 |
Παππάς |
0.44 |
26.0% |
0.828 |
Ντόρσεϊ* |
2.20 |
42.3% |
1.169 |
Καλάθης |
0.84 |
24.6% |
0.712 |
Γ. Αντετοκούνμπο** |
0.60 |
27.2% |
0.896 |
Θ. Αντετοκούνμπο |
0.39 |
24.1% |
0.692 |
Παπανικολάου |
1.00 |
31.6% |
1.074 |
Παπαπέτρου |
0.72 |
33.3% |
0.971 |
Πρίντεζης |
0.84 |
40.3% |
1.227 |
Αγραβάνης |
0.44 |
22.9% |
0.628 |
Μήτογλου* |
0.88 |
33.3% |
0.943 |
Υπολογίστηκαν τα νούμερα των παικτών στην Euroleague
*Υπολογίζεται το κολεγιακό τρίποντο (6 μέτρα)
**Υπολογίζεται το ΝΒΑ τρίποντο (7.25).
Αναλυτικά:
Τάιλερ Ντόρσεϊ: Προκύπτει επομένως ότι ο μοναδικός σπεσιαλίστας του σουτ είναι ο Τάιλερ Ντόρσεϊ, ο οποίος σουτάρει με 42.3% και ευστοχεί σε περισσότερα από δύο τρίποντα ανά παιχνίδι. Μόνο που ο νυν παίκτης των Ατλάντα Χοκς είναι αμφίβολος για την τελική 12άδα και είναι ακόμη πιο δύσκολο να καταφέρει να βρει χρόνο συμμετοχής σε σχήμα με 5 γκαρντ. Είχε εξαιρετικά νούμερα τόσο σε στατικά σουτ, όσο και σε σουτ μετά από ντρίμπλα.
Κώστας Σλούκας: Έχει το καλύτερο συντελεστή πόντων/ανά κατοχή μεταξύ των διεθνών και το υψηλότερο ποσοστό στο τρίποντο, με λιγότερες όμως φάσεις, ειδικά σε ότι αφορά τα στατικά σουτ. Το καλό με τον αριστερόχειρα γκαρντ της Φενέρ είναι ότι διαθέτει μεγάλη εμπειρία από μεγάλα παιχνίδια και έχει αποδείξει ότι μπορεί να ανταποκρίνεται στα δύσκολα. Μπορεί να χαρακτηριστεί clutch, ενώ το πιο σημαντικό είναι η ικανότητα του να σουτάρει μετά από ντρίμπλα, στοιχείο που δεν έχουν οι Καλάθης, Παππάς και Μάντζαρης.
Βαγγέλης Μάντζαρης: Ο 27χρονος γκαρντ διακρίνεται τόσα χρόνια στο πλευρό ενός καλού δημιουργού, επειδή ακριβώς είναι καλός σουτέρ και καλός αμυντικός στη μπάλα. Αυτά τα στοιχεία τον καθιστούν απαραίτητο και για αυτή την ομάδα. Ευστοχεί σε 1.48 τρίποντα ανά παιχνίδι και έχει σκοράρει 117 πόντους στην Euroleague σουτάροντας μετά από πάσα (catch-n-shoot). Είναι με άλλα λόγια ο πλέι-μέικερ με τους περισσότερους πόντους και αυτός που ξεχωρίζει πίσω από κλασικούς σουτέρ (Μιλάκνις, Κάρολ, Μίλερ) και stretch-fours (Σινγκλετον, Βοροντσέβιτς, Ντατόμε). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο φάιναλ-φορ σούταρε με 58% (7/12), ενώ στα προημιτελικά με 41%.
Νίκος Παππάς: Ο διεθνής γκαρντ έκανε step-up φέτος, δειχνοντας ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο. Πέρα από την δεδομένη ικανότητα του στο σκοράρισμα και πιο συγκεκριμένα στο ένας-εναντίον-ενός, ο 27χρονος γκαρντ εξελίχθηκε σε defensive stopper του Παναθηναϊκού, αλλάζοντας τη ροή των αγώνων με την ενέργεια που έφερνε από τον πάγκο. Ωστόσο, το σουτ δεν ήταν από τα δυνατά του σημεία. Είχε 26% πίσω από τη γραμμή στην Euroleague (και 28% στα ελληνικά play-offs), με πολύ χαμηλά νούμερα σε catch-n-shoot κατοχές. Κι όλα αυτά ενώ ήταν από τους πιο αποτελεσματικούς σκόρερ από pick-n-roll. Χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του το γεγονός ότι οι δικοί του πόντοι προέρχονται κυρίως από φάσεις που έχει τη μπάλα στα χέρια και όχι από spot-up καταστάσεις. Συγκεκριμένα ως στατική απειλή σκοράρει το 27% των πόντων του, εν αντιθέσει για παράδειγμα με τον Μάντζαρη που αντλεί το 49% των δικών του.
Νικ Καλάθης: Το σουτ είναι η αδυναμία και του έτερου γκαρντ του Παναθηναϊκού. Ο Καλάθης που ανήκει στην ευρωπαϊκή ελίτ στους υπόλοιπους τομείς του παιχνιδιού, έχει ως αχίλλειο πτέρνα στο παιχνίδι του την εκτέλεση από μακριά. Έχει χαμηλό ποσοστό (25%) και μια από τις χειρότερες επιδόσεις τόσο στο catch-n-shoot (0.712), όσο και στα σουτ μετά από ντρίμπλα (0.773).
Κώστας Παπανικολάου: O διεθνής φόργουορντ είναι ένας παίκτης που έχει συνηθίσει τόσα χρόνια να παίζει ως spot-up απειλή σε μια pick-n-roll ομάδα όπως ο Ολυμπιακός. Φαίνεται μάλιστα ότι ένα τέτοιο στυλ επίθεσης του ταιριάζει καλύτερα, καθώς αντλεί τους πόντους του στην αδύνατη πλευρά (σουτ, κόψιμο), αιφνιδιασμό και ορισμένες φορές με post-up απέναντι σε κοντύτερο αντίπαλο. Ο 27χρονος άσος θεωρείται streaky shooter, δηλαδή έχει μεταπτώσεις ανάλογα με την ημέρα. Παράδειγμα στον ημιτελικό του Final Four είχε 4/7 τρίποντα και στον τελικό 1/5. Αυτό φαίνεται και στις μεταπτώσεις που είχε από χρονιά σε χρονιά: 43% το 2011, 33% στο 2012, 52% το 2013, 36% το 2014 (με τη Μπαρτσελόνα), 11% το 2015 όταν επέστρεψε από το ΝΒΑ και 32% φέτος.
Ιωάννης Παπαπέτρου: Η δική του απόδοση χαρακτηρίζεται από σκαμπανεβάσματα, που μπορεί να δικαιολογηθούν και από την "μετακίνηση" στου στο "4", πριν επανέλθει στο "3" στο τέλος της χρονιάς. Πέρσι είχε 33%, αλλά με λίγα εύστοχα σουτ και χαμηλή παραγωγικότητα στους πόντους/ανά κατοχή. Ούτε αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί σταθερός, αλλά δεν είναι ένας τυπικός σουτέρ ρυθμού. Εξάλλου σουτάρει και πολύ λιγότερο. Τέλειωσε με 55% στη σειρά με την Εφές και γενικότερα έχει αποδείξει ότι είναι ένας παίκτης που εκτελεί καλά στα δύσκολα και δεν είναι τυπικός σουτέρ ρυθμού, έστω κι αν ακόμη νιώθει καλύτερα να βάζει τη μπάλα στο παρκέ, από το να κάνει απλά και μόνο ένα στατικό σουτ.
Θανάσης Αντετοκούνμπο: Είναι ο χειρότερος σουτέρ της Εθνικής ομάδας. Η εκτέλεση από μακριά εξάλλου αποτελεί την μεγάλη του αδυναμία αγωνιστικά. Για αυτό και πέρσι στην Ανδόρα ηταν πιο αποτελεσματικός όταν αγωνιζόταν στο "4".
Γιάννης Αντετοκούνμπο: Είναι φανερό ότι προτιμά να κάνει επίθεση προς το καλάθι, παρά να σταματάει και να σουτάρει. Είχε χαμηλά νούμερα στα σουτ σε ένα πρωτάθλημα όμως που έχει τη γραμμή μισό μέτρο πιο μακριά και πιο αυστηρούς κανόνες σε ότι αφορά τις βοήθειες. Επομένως ο Γιάννης του ΝΒΑ δεν χρειάζεται να σουτάρει, κάτι που δεν ισχύει για τα δεδομένα του διεθνούς μπάσκετ.
Γιώργος Πρίντεζης: Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί κακός σουτέρ, αν και δεν είναι ο τυπικός stretch-four, όπως ήταν για παράδειγμα ο Αντώνης Φώτσης. Αυτό φαίνεται από το 40% που είχε φέτος στην Euroleague, από τα 27 εύστοχα τρίποντα, αλλά και από κάποια μεγάλα σουτ που έχει πετύχει κατά καιρούς από μακριά. Βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ των 16 βασικών πάουερ-φόργουορντ της Euroleague ο Πρίντεζης είχε περισσότερα εύστοχα τρίποντα ανά παιχνίδι και καλύτερο ποσοστό μόνο από τρεις (Μπράουν, Γιανκούνας, Ράντολφ). Όπως και να 'χει το πρόβλημα δεν είναι τόσο η δική του αποτελεσματικότητα, αλλά το γεγονός ότι ούτε πίσω από αυτόν υπάρχει μια κλασσική τρίποντη απειλή.
Δημήτρης Αγραβάνης: Είχε χαμηλό ποσοστό όλη τη χρονιά: 23% στην Euroleague, 29% στην κανονική περίοδο του ελληνικού πρωταθλήματος και 24% στα play-offs. Όσο κυλούσε μάλιστα η χρονιά και έπαιζε περισσότερο στο "4" σούταρε περισσότερο και συχνότερα από τη γραμμή. Για παράδειγμα στα playoffs έκανε μόλις 5 τρίποντα λιγότερα από τον Πρίντεζη, παρότι είχε πολύ μικρότερο χρόνο συμμετοχής.
Κώστας Μήτογλου: Ο άσος του Ουέικ Φόρεστ είχε το (κολεγιακό) τρίποντο στο παιχνίδι του. Εκτέλεσε 87 τρίποντα τη χρονιά που μας πέρασε με 33%.
Η αχίλλειος πτέρνα
Η Εθνική μας ομάδα επομένως έχει τρεις πολύ καλούς σουτέρ (Ντόρσεϊ, Μάντζαρη, Σλούκα) και τέσσερις που δεν σουτάρουν (Παππάς, αδέρφια Αντετοκούνμπο, Καλάθη). Επίσης, έχει έναν επί της ουσίας από τους βασικούς δημιουργούς που σουτάρει μετά από ντρίμπλα (Καλάθη).
Στον αντίποδα, όμως, διαθέτει παίκτες στο "5" που μπορούν να εκτελέσουν από μακριά. Ο Γιάννης Μπουρούσης για παράδειγμα έχει το τρίποντο στο ρεπερτόριο του. Κι αν πέρσι δεν είχε την σχετική άνεση στο σύστημα του Τσάβι Πασκουάλ, με τη Μπασκόνια σούταρε 38% με περισσότερα από ένα εύστοχο ανά παιχνίδι. Το ίδιο ισχύει και για τον Παπαγιάννη που παρά τα 2.17 έχει μεγάλη επαφή με το καλάθι από το high-post. Το ίδιο ισχύει και για τον Μπόγρη που διακρίνεται για το πολύ καλό σουτ από μέση απόσταση. Ενδεχομένως δεν αποκλείεται τα 5άρια να κινούνται μακριά από το καλάθι όταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο θα παίζει μες στη ρακέτα, δημιουργώντας χώρους και ευκαιρίες για σουτ με διαφορετικό τρόπο.
Η μεγάλη σπαζοκεφαλιά για το τεχνικό τιμ θα είναι όμως η ταυτόχρονη παρουσία του Καλάθη και του Αντετοκούνμπο, ειδικά αν παίζουν μαζί στην περιφέρεια. Διότι είναι δύο παίκτες που δεν απειλούν από μακριά. Πρόβλημα που είχε ταλαιπωρήσει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα τόσο πέρσι, όσο και πρόπερσι.
Από την άλλη, όμως, το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα θα πρέπει να πορευτεί έτσι, καθώς δεν υπάρχουν δα και παίκτες τέτοιου επιπέδου με αυτά τα χαρακτηριστικά. Πλην του Μπράμος, που δεν αποτελεί όμως σταθερό στέλεχος της Εθνικής. Οι υπόλοιποι είτε έμειναν εκτός λόγω ηλικίας (Περπέρογλου, Ζήσης), είτε λόγω αθλητικότητας (Βασιλειάλης, Ζάρας).
Για αυτό και ο Κώστας Μίσσας μιλώντας για την Εθνική που έχει στο μυαλό του δίνει μεγάλο βάρος σε έννοιες όπως η άμυνα, τα ριμπάουντ κι οι κατοχές, αλλά και το "σημάδι" στο μισό γήπεδο, προκειμένου να μπορέσει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα να βρει άλλες λύσεις κόντρα στις κλειστές άμυνες.