Τερματικός σταθμός Ούντο
Σε αυτή την περίπτωση η αξία του νικητή, δίνει δόξα στον ηττημένο. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος γράφει για τον dominant Έκπε Ούντο, το κλειδί ονόματι Βέσελι και τα δύο χρονικά σημεία που πλήγωσαν τον Ολυμπιακό.
Το έθεσε καλύτερα από όλους ο Πάμπλο Λάσο μετά το τέλος του μικρού τελικού, έστω κι αν μιλούσε για τη δική του ομάδα. " Σε λίγους μήνες δεν θα σκεφτόμαστε ότι χάσαμε, αλλά ότι ήμασταν εδώ. Δηλαδή, θα ήταν καλύτερα να μην ήμασταν;". Έτσι είναι. Πέρα από την πίκρα για την χαμένη ευκαιρία, πρέπει να σταθούμε στην μεγάλη επιτυχία της συμμετοχής στον τελικό. Ο Ολυμπιακός μπορεί να μην έραψε ακόμη ένα αστέρι, αλλά έβαλε ακόμη ένα παράσημο.
Αν δούμε τα πράγματα από απόσταση θα συμφωνήσουμε ότι η Φενέρ ήταν ξεκάθαρα η καλύτερη ομάδα στον τελικό . Κι αυτό δεν φάνηκε μόνο στον πίνακα του σκορ και στη μεγάλη διαφορά, αλλά και στο παρκέ. Οι Τούρκοι είχαν με το μέρος τους όλα αυτά που απαιτούνται για να πάρεις μια μεγάλη νίκη: ήταν συγκεντρωμένοι (φάνηκε από τα καλά φάουλ που έκαναν), κυριάρχησαν στα ριμπάουντ και ήταν σε καλή ημέρα (απόδειξη τα υψηλά ποσοστά τους).
Πριν κριθεί το παιχνίδι και χαρακτηριστεί από τη μεγάλη διαφορά του τέταρτου δεκαλέπτου οι Τούρκοι ένιωθαν τα πράγματα να τους πηγαίνουν πρίμα. Σκόραραν στη λήξη του χρόνου, κέρδιζαν τις κατοχές, εκτελούσαν με καλά ποσοστά όχι μόνο τα στατικά σουτ, αλλά ακόμη και προσπάθειες υψηλού ρίσκου, όπως floater. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η Φενέρ ήταν μια ομάδα που έπαιξε σωστά.
Πέρα από τη δεδομένη φόρμα της τον τελευταίο καιρό, θα πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι πρόκειται για μια ομάδα που χτίστηκε με αυτή τη φιλοσοφία: να αντιμετωπίζει το παιχνίδι φάση-φάση, μπάλα-μπάλα. Είναι κομμένη και ραμμένη για τα ματς που κρίνουν τελικό. Μια ομάδα μισού γηπέδου, με σφιχτό rotation, εμπειρία και παίκτες που θα κάνουν τον ρόλο τους. Όπως τον έκαναν δηλαδή. Ο Έκπε Ούντο κυριάρχησε στο παρκέ , ο Νίκολα Κάλινιτς ήταν ο game changer, o Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς ο "μαέστρος" πίσω από αυτή την επιτυχία, ο Γιαν Βέσελι το μυστικό όπλο και ο Κώστας Σλούκας ο παίκτης που έδωσε την απαιτούμενη ορμή στο δεύτερο ημίχρονο.
Τερματικός σταθμός Ούντο
Η παράδοση που έδωσε ο Έκπε Ούντο ήταν μοναδική. Είχε 10 πόντους, 9 ριμπάουντ, 4 ασίστ και 5 κοψίματα. Από τις πιο κυρίαρχες εμφανίσεις παίκτη σε Final Four. Είχαμε να δούμε ψηλό με τόσο επιβλητική παρουσία στην άμυνα από την (εντελώς διαφορετική) εποχή του Στόγιαν Βράνκοβιτς.
Ο Ούντο άλλαξε όλο το παιχνίδι χάρις στην ικανότητα του να αμύνεται το ίδιο αποτελεσματικά μαρκάροντας γκαρντ στην περιφέρεια και προστατεύοντας τη στεφάνη. Ειδικότερα τα δύο κοψίματα που έκανε στο τελευταίο λεπτό, ισοδυναμούσαν επί της ουσίας με τον επίλογο των προσπαθειών του Ολυμπιακού να επιστρέψουν στο ματς.
Ο Ολυμπιακός προσπάθησε να τον "απομονώσει" στην άμυνα. Ήθελε να γίνει η αλλαγή για να βγει μακριά από το καλάθι και στη συνέχεια να μεταφερθεί η μπάλα σε άλλο σημείο του γηπέδου για να γίνει το χτύπημα στην άμυνα. Κάπως έτσι βρήκε την ρακέτα απροστάτευτη ο Μπιρτς για να σκοράρει 14 πόντους. Κάπως έτσι βρήκαν χώρο οι υπόλοιποι παίκτες. Και ήταν αρκετά συνεπής σε αυτό το κομμάτι για τρία δεκάλεπτα ο Ολυμπιακός και πολύ περισσότερο ο βασικός του δημιουργός, ο Βασίλης Σπανούλης, που δεν κρατούσε τη μπάλα, αλλά την έδινε με ταχύτητα. Μέχρι να ξεφύγει το σκορ και να αρχίσουν οι προσπάθειες να γίνουν πιο ατομικές.
Πίσω στον Ούντο: απέδειξε ότι άξιζε να κερδίσει τον τίτλο του αμυντικού της χρονιάς. Τουλάχιστον αυτός του "πολυτιμότερου παίκτη" είναι μια παρηγοριά. Ο Αμερικανός, ωστόσο, έκανε ένα πολύ μεγάλο step up μετά την κανονική περίοδο, όπου φάνηκε ότι κρατούσε δυνάμεις. Από τα προημιτελικά κι ύστερα, όμως, ήταν απροσπέλαστος. Όταν η φάση πήγαινε πάνω του έβαζε ένα τέλος, σαν να ήταν οι αντίπαλοι βαγόνια τρένου που έφταναν στον τερματικό σταθμό.
Το όπλο ονόματι Βέσελι
Θα μπορούσε να γίνει μια πολύ μεγάλη συζήτηση για το αν ο Γιαν Βέσελι είναι υποτιμημένος ή όχι, έχοντας το 2ο ακριβότερο συμβόλαιο στην Ευρώπη πίσω από τον Ντε Κολό. Ο Τσέχος, πάντως, έστω κι αν δεν έχει τα νούμερα και πολλές φορές ούτε και την ουσία, είναι καθοριστικός. Παίζει τεράστιο ρόλο στην αμυντική απόδοση της ομάδας, καθώς με το μέγεθος και την αθλητικότητα του καλύπτει τρύπες και συμπληρώνει τον Ούντο, όταν αυτός μαρκάρει μετά από αλλαγή περιφερειακό παίκτη μακριά από το καλάθι. Με αυτούς τους δύο η Φενέρ είναι σαν να παίζει με παίκτη παραπάνω. Γιατί επί της ουσίας το μεγάλο πλεονέκτημα του Βέσελι είναι ότι μπορεί χάρις στα προσόντα του να μαρκάρει σε δύο ή και περισσότερα σημεία του γηπέδου, όταν βρίσκεται μακριά από τη μπάλα. Είναι και "εδώ" και "εκεί".
Στο συγκεκριμένο παιχνίδι η παρουσία του Βέσελι επί της ουσίας αφόπλισε τον Γιώργο Πρίντεζη . Απέναντι σε έναν ψηλότερο παίκτη ο διεθνής φόργουορντ δεν μπορούσε να χτυπήσει στο low-post με την άνεση και την ευκολία που έχει συνήθως. Και έτσι η Φενέρ δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει δεύτερο παίκτη (παγίδα), όπως έκανε για παράδειγμα σε επιλεγμένο διάστημα στο δεύτερο ημίχρονο, διαλέγοντας μια ασυνήθιστη τακτική να στέλνει τον παίκτη που βρίσκεται διαγώνια από τη μπάλα.
Ο Πρίντεζης είτε δυσκολευόταν να τελειώσει τη φάση απέναντι στον τεράστιο Τσέχο, είτε χρειαζόταν να βγει από την άνεση και την βολή του για να εκτελέσει, με αποτέλεσμα να χάνει την ισορροπία του και εντέλει την προσπάθεια. Χωρίς το post του 32χρονου φόργουορντ (7 πόντοι με 2/7 δίποντα), τα κουκιά λιγόστεψαν για τον Ολυμπιακό και από τη στιγμή που δεν τα κάλυψαν ο Σπανούλης (κυρίως) και ο Γκριν, δεν ήταν δυνατόν να βγουν.
Το χρονικό σημείο που κρίθηκε το παιχνίδι
Δύο ήταν τα καθοριστικά σημεία στο παιχνίδι: το πρώτο δεκάλεπτο και το τέλος του τρίτου. Στην πρώτη περίοδο η Φενέρ κατάφερε να πάρει μια σημαντική διαφορά, που της έδωσε όχι ένα, αλλά δύο πλεονεκτήματα. Καταρχάς είχε την άνεση στο σκορ και κατά δεύτερο δεν χρειάστηκε να μπει σε διαδικασία πίεσης , από τη στιγμή μάλιστα που έπαιζε στο γήπεδο της. Πήρε από την αρχή την σκυτάλη και τον έλεγχο του παιχνιδιού, αφήνοντας τον Ολυμπιακό να κυνηγάει.
Σε αυτό το διάστημα τη διαφορά την έκανε ο Νίκολα Κάλινιτς, ο οποίος από αμυντικό εργαλείο εξελίχθηκε σε πρωταγωνιστή ολκής. Ξεκίνησε με 12 πόντους στο δεκάλεπτο και μαζί με τον Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς έσυρε τον χορό για τους Τούρκους. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να μετρήσουμε και τους έξτρα πόντους, για τους οποίους είχε γίνει λόγος στην ανάλυση πριν το παιχνίδι. Στους πόντους πέρα από τη λειτουργία της ομάδας στο μισό γήπεδο. Η Φενέρ πήρε 2 πόντους στο transition και άλλους 8 από επιθετικό ριμπάουντ. Και από τα δύο στο ίδιο διάστημα (πρώτο δεκάλεπτο) ο Ολυμπιακός πήρε μόλις 1. Ποια ήταν η διαφορά; Ακριβώς: 8 πόντοι στο φωτεινό ταμπλό.
Από εκεί και πέρα ο Ολυμπιακος κατάφερε να μπει όχι μια, αλλά δύο φορές μες στο ματς. Πλησίασε χάρις στον Βαγγέλη Μάντζαρη που έκανε και πάλι ένα σπουδαίο παιχνίδι, τιμωρώντας την άμυνα κάθε φορά που αυτή προσαρμοζόταν στον Σπανούλη. Ο διεθνής γκαρντ μαζί με τους δύο ψηλούς (Μπιρτς - Μιλουτίνοφ) ήταν οι οάσεις για τους Πειραιώτες, συν το καλό διάστημα του Ουότερς στο δεύτερο δεκάλεπτο.
Το ματς, όμως, κρίθηκε στο τρίτο δεκάλεπτο. Ήταν η τελευταία φορά που οι Πειραιώτες πλησίασαν στο σκορ. Όταν μάλιστα ο Μπογκντάνοβιτς βρισκόταν εκτός με 3 φάουλ και επιθετικά η Φενέρμπαχτσε είχε αρχίζει να χάνει τον καλό της ρυθμό. Σε εκείνο το σημείο οι παίκτες του Γιάννη Σφαιρόπουλο αστόχησαν σε δύο λέι-απ και η Φενέρ τους τιμώρησε με εύκολους πόντους από τη γραμμή των βολών λόγω του μπόνους. Όταν, δε, μπήκε στην εξίσωση και ο Σλούκας με την δημιουργικότητα του και ο Ντατόμε με το καλό του σουτ, όλα τέλειωσαν. Η διαφορά ξέφυγε και ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να γυρίσει αυτό το παιχνίδι με τόσο χαμηλό ποσοστό στα σουτ, ειδικά παίζοντας απέναντι σε μια ομάδα που ξέρει να ελέγχει τον ρυθμό και να αποφεύγει τα λάθη.
Η επίμαχη διαφορά και οι κινήσεις του πάγκου
Στον τελικό έπαιξαν οι δύο καλύτερες άμυνες της διοργάνωσης. Οι οποίες όλο το χρόνο έδειξαν ότι έχουν τον τρόπο να προστατεύσουν το καλάθι τους. Είναι κοινό μυστικό ότι δεν μπορείς να ξεκλειδώσεις την άμυνα του Ολυμπιακού, ή αυτή της Φενέρ χωρίς μακρινό σουτ. Σε αυτό το παιχνίδι η ομάδα που είχε το "τρίποντο" ως σύμμαχο ήταν οι Τούρκοι. Είχαν σταθερά από 40% ως 50% πίσω από τα 6.75 και τέλειωσαν το παιχνίδι με 13/25 (52%). Πολύ μεγάλο νούμερο, που γίνεται εντονότερο αν το συγκρίνουμε με το φτωχό 9/26 του Ολυμπιακού (34%), που έγινε πιο κολακευτικό στα τελευταία διαδικαστικά δευτερόλεπτα.
Ο Ολυμπιακός κατόρθωσε να βρει κάποια αμαρκάριστα σουτ, αλλά αυτή τη φορά ήταν πιο άστοχος σε σχέση με τον ημιτελικό. Στο κρίσιμο σημείο, όμως, δεν κατάφερε να βρει τον τρόπο να πληγώσει την άμυνα της Φενέρ. Και όσες φορές προσπάθησε να το κάνει βιαστικά ή ανορθόδοξα βρήκε απέναντι της τον Ούντο. Ο θηριώδης σέντερ μάλιστα ήταν αυτός που σταμάτησε τον Σπανούλη, όταν επιχείρησε να μπει ξανά στο παιχνίδι μέσω του σκοραρίσματος.
Πάντως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Ολυμπιακός δοκίμασε πολλά διαφορετικά πράγματα για να αλλάξει τη ροή του παιχνιδιού. Ένα από αυτά ήταν το ματσάρισμα του Μιλουτίνοφ με τον Ούντο για να χρεωθεί ο τελευταίος με φάουλ, μια προσπάθεια που έμεινε στη μέση. Μια άλλη τακτική επιλογή με μεγάλο ενδιαφέρον ήταν η άμυνα "1-3-1" με τελευταίο παίκτη το 4άρι, που έφερε ως έκπληξη στο παρκέ ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, από τη στιγμή μάλιστα που οι Πειραιώτες σπανίως παίζουν ζώνη. Επί της ουσίας η άμυνα αυτή δεν είχε αποτέλεσμα, όχι γιατί δεν εκτελέστηκε καλά, αλλά γιατί οι "γηπεδούχοι" βρήκαν λύσεις με προσωπικές φάσεις κερδίζοντας την μάχη της ψυχολογίας, περισσότερο από αυτή της τακτικής.
Τα τελευταία χαρτιά του προπονητικού τιμ ήταν το σχήμα με τους δύο σκόρερ (Γκριν-Σπανούλη) και το σχήμα με τον Πρίντεζη στον "5". Ήταν ένα σημείο που η Φενέρ έλεγχε το ματς και το σκορ, ακολούθησε χαμηλώνοντας το σχήμα και τ αποτέλεσμα ήταν να μην αλλάξει κάτι στον πίνακα του σκορ.
Συμπέρασμα: ήταν μια άξια μάχη για τον Ολυμπιακό, που πρέπει να αναγνωρίσει την ανωτερότητα του αντιπάλου στο συγκεκριμένο παιχνίδι και στη συγκεκριμένη διοργάνωση. Δεν ήταν το ιδανικό τέλος, αλλά ήταν ο επίλογος ενός ωραίο και διαφορετικού ταξιδιού, 37 αγώνων, το οποίο ακόμη κι αν αφήνει πικρή γεύση στο τέλος ήταν πολύ όμορφο. Για ακόμη μια χρονιά ο Ολυμπιακός ήταν "εκεί" και αυτό είναι το σημαντικότερο: να είσαι εκεί, να είσαι "παρών". Το αν θα έρθουν και οι τίτλοι πολλές φορές είναι θέμα συγκυρίας. Η παρουσία, όμως, είναι κάτι που κερδίζει η ίδια η ομάδα και αυτή η συνέπεια και η διάρκεια είναι το πιο λαμπερό παράσημο από όλα.