Τι 'χες Γιάνις, τι δεν είχα πάντα
Πέρα από το δόγμα ότι "ένας σουτέρ παίζει παντού" ο Στέφανος Τριαντάφυλλος ερμηνεύει την επιλογή του Ολυμπιακού. Το μεγάλο προσόν (πέρα από το σουτ), το παράδοξο στατιστικό και οι αγαπημένες κινήσεις του Γιάνις Στρέλνιεκς, καθώς κι η συντριπτική υπεροχή του έναντι του Έρικ Γκριν (VIDEO ANALYSIS).
Ο Γιάνις Στρέλνιεκς ήταν η πρώτη μεταγραφή του Ολυμπιακού . Μια εξέλιξη που όχι μόνο βγάζει νόημα, αλλά και μαρτυρά τον τρόπο που σκέφτονται οι "ερυθρόλευκοι". Το γεγονός ότι έκλεισαν τον παίκτη μερικές ημέρες μετά το τέλος του πρωταθλήματος, ανακοινώνοντας τον ως την πρώτη προσθήκη, δείχνει το πόσο σημαντικό θεωρούν έναν τέτοιον παίκτη για το ρόστερ τους.
Ο Ολυμπιακός που έχει αποφύγει εδώ και πολλά χρόνια την λογική των "μεταγραφών αεροδρομίου" κινήθηκε σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, σε σχέση τουλάχιστον με την επιλογή του προκατόχου του, Έρικ Γκριν. Οι Πειραιώτες φάνηκε ότι σημαδεύουν την ουσία και όχι τον εντυπωσιασμό αποκτώντας έναν παίκτη που είχε την περασμένη χρονιά 11.7 πόντους (89% στις βολές, 58% στα δίποντα, 46% στα τρίποντα), 3.5 ασίστ και 12.8 ranking σε 25 λεπτά. Για να ερμηνευτεί η λογική της επιλογής του Στρέλνιεκς θα πρέπει να πρώτα να υπογραμμισθούν τα αγωνιστικά του χαρακτηριστικά.
Από τους καλύτερους σουτέρ εκεί έξω
Είναι εξαιρετικός σουτέρ. Πρόταση, που ενδεχομένως, να αποτελεί και υποβάθμιση της ικανότητας του. Γιατί στην πραγματικότητα ο πρώην παίκτης της Μπάμπεργκ είναι ένας από τους καλύτερους σουτέρ στην Euroleague. Μπορεί να ξεφεύγει από το πλαίσιο του "κλασσικού σουτέρ" (Τζέισι Κάρολ), του παίκτη που του αρέσουν να βγαίνει από τα screen με ταχύτητα και να σουτάρει με ταχύτητα, ωστόσο, είναι ένας πολύ αποτελεσματικός παίκτης, που έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα ως κύριο χαρακτηριστικό.
Ο Στρέλνιεκς είχε πέρσι 46% από το τρίποντο ευστοχώντας σε 1.7 ανά παιχνίδι. Έχει παράλληλα εντυπωσιακά νούμερα σε επιμέρους προηγμένες στατιστικές κατηγορίες, όπως οι πόντοι/ανά κατοχή σε συνθήκες spot-up (στατικό σουτ) και catch-n-shoot (όταν καλείται να πιάσει τη μπάλα από πάσα και εκτελέσει). Στις δύο παραπάνω κατηγορίες βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των παικτών της Euroleague με 1.316 PPP στο spot-up και 1.443 PPP στο catch-n-shoot.
Διακρίνεται, δε και στο off the dribble shoot, έχοντας τη δυνατότητα να εκτελέσει τόσο μετά από δεξιά ντρίμπλα, όσο και μετά από αριστερή. Έστω κι αν είναι ξεκάθαρο ότι εμπιστεύεται περισσότερο το δεξί του χέρι, είτε για να σουτάρει με ντρίμπλα, είτε για να διεισδύσει, είτε για να βγει δεξιόστροφα από τα screen.
Σουτέρ που δημιουργεί
Το πρόβλημα του Έρικ Γκριν δεν ήταν ότι δεν ήταν αρκετά καλός για το επίπεδο του Ολυμπιακού. Ως σκόρερ ήταν από τους κορυφαίους στην Euroleague. Οι βασικότεροι (αγωνιστικοί) λόγοι που τον έφεραν στην έξοδο είναι το γεγονός ότι ήταν ένας μονοδιάστατος σκόρερ κι ένας παίκτης με μια τελικά θέση: την ίδια με αυτή που παίζει ο Βασίλης Σπανούλης. Υπήρχαν και άλλοι που αφορούν το βαθμό που είχε δεχτεί το ρόλο του, αλλά και τις υψηλές απολαβές του σε σχέση με όλα τα παραπάνω, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
Το καλύτερο στοιχείο του Γκριν ήταν να παίξει ένας-εναντίον-ενός στο αριστερό του χέρι. Για αυτό και συχνά ο Ολυμπιακός δημιουργούσε συνθήκες απομόνωσης (με το χαρακτηριστικό σινιάλο του "πιστολιού") για να δώσει χώρο στον Αμερικανό σκόρερ να εκτελέσει. Μπορούσε επομένως να δημιουργήσει για τον εαυτό του, αλλά όχι και για την υπόλοιπη ομάδα. Και είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στην περσινή Euroleague ο Γκριν δεν είχε δώσει ούτε... μισό πόντο σε ψηλό συμπαίκτη του στο ρολάρισμα μετά το pick. Και όχι μόνο αυτό: ήταν ο λιγότερο αποδοτικός pick-n-roll χειριστής με περισσότερες από 60 φάσεις (2 ανά παιχνίδι) στην Euroleague με μόλις 0.786 πόντους/ανά κατοχή!
Ο Στρέλνιεκς από την άλλη στην Μπάμπεργκ έπαιζε συχνά και στη θέση "1". Ο Αντρέα Τρινκέρι τον έφερνε πολύ συχνά σε θέση να "τρέχει" τα pick-n-roll της ομάδας του, ποντάροντας α) στην ικανότητα του να σουτάρει μετά από ντρίμπλα, γεγονός που θα υποχρεώσει την άμυνα να επικεντρωθεί πάνω του β) στο καλό του "διάβασμα". Ο Ιταλός τεχνικός αρέσκεται στο να χρησιμοποιεί καλούς σουτέρ σ' αυτό το ρόλο, έστω κι αν δεν είναι η φυσική τους θέση, όπως έκανε και με τον Τζιανλούκα Μπαζίλε στην Καντού. Στην Μπάμπεργκ είναι ενδεικτικό ότι ήταν δεύτερος σε pick-n-roll κατοχές πίσω από τον Νίκο Ζήση.
Η Μπάμπεργκ χρησιμοποιούσε πολλά διαφορετικά είδη pick-n-roll: άλλα για να δώσει χώρο για σουτ στον χειριστή, άλλα για να προκαλέσει βοήθειες στην άμυνα, άλλα για να δώσει σουτ στον ψηλό και άλλα που λειτουργούσαν ως "δόλωμα" για να βγει ένα σουτ από άλλον παίκτη. Ο Στρέλνιεκς από την μεριά του δεν είχε ως βασική επιλογή μόνο το σουτ, αλλά αντίθετα δημιουργούσε και για τους συμπαίκτες του. Απόδειξη; Το 40.6% αυτών των κατοχών κατέληξαν σε δική του προσπάθεια, ενώ στο 59.4% η μπάλα έφτανε σε άλλον παίκτη. Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε με τον Γκριν: ο Αμερικανός γκαρντ εκτελούσε ο ίδιος στο 59.5% των φάσεων και πάσαρε μόλις στο 40.5%.
Η καλή πάσα είναι χαρακτηριστικό των καλών σουτέρ. Το γεγονός ότι βλέπουν διαρκώς μια άμυνα να προσαρμόζεται πάνω τους, δημιουργεί χώρους και ευκαιρίες για τους συμπαίκτες τους. Οι περισσότεροι σουτέρ, όμως, αρέσκονται αποκλειστικά στο παιχνίδι δύο παικτών (2-man game), όπως για παράδειγμα ο Τζέισι Κάρολ ή ο Τζον Ντίμπλερ, που δεν παίζουν pick-n-roll. Ο Στρέλνιεκς ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, σ' αυτή που δεσπόζει για παράδειγμα ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο, ένας σουτέρ που ξέρει να πασάρει και στο pick-n-roll. Εξ ου και οι 3.5 πάσες ανά παιχνίδι που μετράει.
Είναι clutch, αλλά αυτό το ξέραμε ήδη
Οι 11.7 πόντοι του Στρένλνιεκς μοιράζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες. Στους πόντους από δικά του pick-n-roll, στα στατικά σουτ (από δημιουργία άλλων παικτών) και στα σκριν μακριά από τη μπάλα. Το βασικότερο του όπλο ήταν το pick-n-roll, από όπου αντλούσε το 36.4% των πόντων του. Στη συνέχεια στηριζόταν κατά 26% στο spot-up και κατά 12% στις φάσεις που έβγαινε από screen.
Για τον Στρέλνιεκς το μενού του Αντρέα Τρινκέρι στην Μπάμπεργκ είχε διάφορες τέτοιες φάσεις. Και αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι η εμπιστοσύνη που έδειχνε ο Ιταλός προπονητής στο "κρύο αίμα" του συγκεκριμένου παίκτη. Για αυτό και χρησιμοποιούσε πολλές φορές "τρικ" για να βρει σουτ σε συγκεκριμένα σημεία του παιχνιδιού: από επαναφορά της μπάλας, είτε στα τελευταία δευτερόλεπτα.
Μην ξεχνάμε ότι ο Λετονός ότι αυτός που είχε εκτελέσει πριν από δύο σεζόν τον Ολυμπιακό επί γερμανικού εδάφους. Στο special play του Τρινκέρι (από τη σειρά "hummer" του Γκρεγκ Πόποβιτς) ήταν αυτός που είχε σχεδιαστεί να εκτελέσει, όπως και έγινε.
Το μεγαλύτερο του προσόν
Πέρα από το σουτ το μεγαλύτερο του προσόν είναι η οικονομία. Είναι ένας παίκτης που παίζει στα "σίγουρα". Πατάει στα δυνατά του σημεία, δεν ρισκάρει και ξέρει πως να μην εκτίθεται, κάτι που αφορά την απόδοση του και στις δύο πλευρές του παρκέ. Σπάνια παίρνει τραβηγμένες προσπάθειες και ακόμη σπανιότερα δοκιμάζει κάτι εκτός ρεπερτορίου. Για αυτό και τον βλέπουμε στα περισσότερα pick-n-roll να πασάρει γρήγορα τη μπάλα, χωρίς να την "κουράζει" ψάχνοντας την ασίστ, ή απλά την θεαματικότερη πάσα.
Δείγμα οικονομίας και αποτελεσματικότητας είναι το αστραφτερό 1.168 PPP (πόντοι ανά κατοχή). Είναι μια από τις καλύτερες επιδόσεις στην διοργάνωση και η καλύτερη μεταξύ των περιφερειακών με περισσότερες από 6 κατοχές το παιχνίδι!
Ένα ακόμπη λαμπερό παράσημο στο πέτο του είναι ο συντελεστής ασίστ/λαθών. Έχει 3.5 ασίστ για 1.2 λάθη. Αυτό το 292% των κατατάσσει πρώτο στην σχετική λίστα (assist/turnover ratio) σε ολόκληρη την Euroleague! Αυτό το στοιχείο της οικονομίας από μόνο του είναι ένας βασικός λόγος για να τον αποκτήσει μια ομάδα σαν τον Ολυμπιακό, που περιστρέφεται γύρω από τον Βασίλη Σπανούλη. Βάσει της επιθετικής φιλοσοφίας που έχει χαρακτεί στην εποχή Σφαιρόπουλου, είναι ελάχιστες οι μπάλες που δεν θα περάσουν από τα χέρια του Σπανούλη ή του Πρίντεζη στο spot. Οπότε ball-hogs, παίκτες που μονοπωλούν τη μπάλα, δεν χωράνε.
Αντίθετα ο Στρέλνιεκς είναι ένας παίκτης με υψηλά ποσοστά, που κάνει σπάνια λάθος και δεν χρειάζεται να χαραμίσει σουτ, ντρίμπλες και πολλές φάσεις για να "ζεσταθεί", να βρει ρυθμό και εντέλει να είναι αποδοτικός. Βλέπουμε ότι συχνά παίκτες-ρυθμού δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε μια τέτοια ομάδα. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια το σύνολο να τους περιμένει και επί της ουσίας να κολυμπήσει στα δικά τους νερά.
Το παράδοξο στατιστικό
Θα πρέπει για μια στιγμή να σκεφτούμε τον Steph Curry. Ο καλύτερος σουτέρ του πλανήτη είναι παράλληλα από τους γκαρντ που σκοράρουν με τη μεγαλύτερη συχνότητα και αποτελεσματικότητα μες στη ρακέτα. Όχι επειδή είναι εκρηκτικός ή δυνατός, αλλά επειδή ακριβώς είναι τόσο καλός σουτέρ, που ο αμυντικός προτιμά να ρισκάρει την ισορροπία του και να επιτρέψει την πρόσβαση στο καλάθι, παρά να επιτρέψει ένα αμαρκάριστο σουτ. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Στρέλνιεκς. Επειδή είναι ακριβώς τόσο καλός σουτέρ, συχνά βρίσκει διαδρόμους προς το καλάθι απέναντι σε άμυνες που προσπαθούν πάση θυσία να του αποτρέψουν την εκτέλεση από μακριά. Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι ο Λετονός έχει τα καλύτερα τελειώματα μες στη ρακέτα σε όλη την Euroleague!
Το 1.667 που μετράει είναι το καλύτερο στη διοργάνωση, καλύτερο ακόμη και από ψηλούς όπως ο Άλεξ Τάιους, ο Οθέλο Χάντερ ή ο Άντρια Ζίζιτς που συνηθίζουν να τελειώνουν τέτοιες φάσεις με κάρφωμα. Ο Σπανούλης για παράδειγμα που είναι ένα γκαρντ με δυνατό κορμό και έκρηξη έχει 1.17 πόντους/ανά κατοχή, καταλαμβάνοντας την 99η θέση στη λίστα.
Ο Στρέλνιεκς αρέσκεται να διεισδύει με δεξιά ντρίμπλα. Γνωρίζοντας τις αδυναμίες του έχει εξελίξει μια σειρά από γρήγορα τελειώματα, έτσι ώστε να προλαβαίνει την αντίδραση της άμυνας. Δεν είναι ούτε γρήγορος, ούτε αλτικός, ούτε εκρηκτικός για να εμπιστευτεί τα προσόντα του σε ότι αφορά τα τελειώματα μες στο καλάθι. Για αυτό έχει τελειοποιήσει το floater του, στέλνοντας τη μπάλα πάνω από τα υψωμένα χέρια του αμυντικού, προλαβαίνοντας επί της ουσίας τον παίκτη βοήθειας.
Η άλλη αγαπημένη του κίνηση είναι να τελειώνει φάσεις στο ένα βήμα. Δεν κάνει με άλλα λόγια το "παραδοσιακό" μπάσιμο, αλλά αιφνιδιάζει την άμυνα τελειώνοντας σε πρώτο χρόνο, είτε με το αριστερό, είτε με μια μικρή αλλαγή χεριού, που του επιτρέπει παράλληλα να βάζει το σώμα για να προστατεύσει τη μπάλα.
Ο ρόλος του στον Ολυμπιακό
Αν η 12άδα είναι στο μυαλό μας ως γράφημα τότε "χοντρικά" ο Γιάνις Στρέλνιεκς θα έπαιρνε τη θέση του Έρικ Γκριν. Αυτό έχει βάσει αν σκεφτούμε ότι ο άλλος γκαρντ που θα αποκτηθεί θα έχει περισσότερα από τα χαρακτηριστικά του Χάκετ, δηλαδή αθλητικότητα, αμυντικές ικανότητες, δημιουργία. Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια; Ο Άαρον Τζάκσον. Αν το πάρουμε έτσι, τότε ναι ο Λετονός είναι ο αντι-Γκριν, καλύπτοντας όμως και σε ένα μεγάλο βαθμό τα πράγματα που έκανε και ο Ματ Λοτζέσκι, έστω κι αν παίζει αποκλειστικά στο "1" και στο "2".
Αν όμως θέλουμε να είμαστε περισσότερο ακριβείς θα πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή στην περσινή γραμμή, γιατί φέτος το ρόστερ σχεδιάζεται διαφορετικά. Ο Στρέλνιεκς θα είναι μια επιλογή τόσο για το"1", όσο και για το "2". Επειδή είναι ένας καλός στατικός σουτέρ θα μπορέσει να ανοίξει το γήπεδο για τον Βασίλη Σπανούλη και τα pick-n-roll του, κουβαλώντας τη μπάλα και παίρνοντας μια θέση για spot-up. Παράλληλα, μπορεί να παίξει και έναν δημιουργικό ρόλο, είτε ως χειριστής pick-n-roll, είτε ως παίκτης που βγαίνει από off-ball screens. Θα δώσει, δηλαδή, μια άλλη διάσταση στο παιχνίδι του Ολυμπιακού, που στους φετινούς τελικούς έδειξε ότι χρειάζεται περισσότερα αποκούμπια στις κακές ημέρες του Σπανούλη και του Πρίντεζη.
Το μειονέκτημα του
Αν ο Έρικ Γκριν είναι από τους κορυφαίους παίκτες στην Euroleague σε ότι αφορά το instant scoring, στη δημιουργία του δικού του σουτ, με άλλα λόγια (όπως οι Λάγκφορντ και Τζέιμς), ο Στρέλνιεκς είναι από τους χειρότερους. Είχε πολύ χαμηλά νούμερα σε συνθήκες isolation (ένας-εναντίον-ενός) και για την ακρίβεια ήταν ο 3ος χειρότερος παίκτης της διοργάνωσης μπροστά μόνο από το 3άρι του Ερυθρού Αστέρα, τον Ντάνγκουμπιτς και τον Τζέιμς Φελντέιν (!!).
Η απουσία του ένας-ένας και της ευκολίας στο να "ορμήξει" στο αντίπαλο καλάθι φαίνεται και από τα μικρό νούμερο στα κερδισμένα φάουλ. Ο Λετονός κερδίζει μόνο 2 το παιχνίδι και έτσι δεν έχει την ευχέρεια να στηθεί πολλές φορές στη γραμμή, όπου είναι άκρως αποτελεσματικός (89%).
Αλλά αυτό ενδεχομένως να μην είναι από τα βασικά προβλήματα του Ολυμπιακού. Οι "ερυθρόλευκοι" παίρνουν κυρίως τον Λετονό για το σουτ, το διάβασμα και την οικονομία του. Το βασικότερο ερώτημα και το μεγάλο στοίχημα αφορά την άμυνα και κυρίως τα αθλητικά προσόντα του συγκεκριμένου παίκτη, ειδικά από τη στιγμή που μιλάμε για μια ομάδα α) που βασίζεται στο αμυντικό της πρόσωπο β) καλείται πολλές φορές να "κρύψει" τον Σπανούλη. Το τελευταίο έχει μεγάλο σημασία, καθώς οι υπόλοιποι παίκτες δεν πρέπει να είναι απλά συμβατικά καλοί στην άμυνα, αλλά να πρέπει να καλύψουν τρύπες, είτε μιλάμε για περιφερειακούς, είτε για ψηλούς.
Ο Στρέλνιεκς δεν είναι σε καμία περίπτωση κακός αμυντικός. Έχει δυνατό κορμί και οξυδέρκεια, έστω κι αν στερείται μεγέθους (είναι 1.93). Είναι όμως ένας παίκτης που δίνει βάσει στην άμυνα, έχει πειθαρχεία, στηρίζεται στην τακτική σκέψη και έχει δείξει καλά δείγματα γραφής, ειδικά σε ότι αφορά την άμυνα σε on-ball screens. Αν τον παρακολουθήσει κανείς θα εντυπωσιαστεί από τον κοντρολαρισμένο τρόπο που κινείται και την πονηριά που χρησιμοποιεί τα χέρια του. Δεν είναι παίκτης που θα κάνει εύκολα φάουλ, ή που θα νικηθεί από τον προσωπικό του αντίπαλο, επειδή δεν νικήθηκε.
Και πάλι επομένως μιλάμε για upgrade σε σχέση με τον Γκριν, που ήταν ακόμη μικρότερο κορμί. Το "μείον" του πρώην παίκτη της Μπάμπεργκ είναι το γεγονός ότι περιορίζεται και πάλι μόνο στις δύο θέσεις των γκαρντ. Ούτε αυτός, ούτε ο Σπανούλης μπορούν να παίξουν ως "3" σε κοντά σχήματα, κάτι που μπορούσε ενδεχομένως να κάνει ο Ντάνιελ Χάκετ με το μέγεθος του. Επομένως ο Στρέλνιεκς από μόνος του δεν είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, όσο είναι ο συνδυασμός του με τον 35χρονο γκαρντ.
Φαίνεται, όμως, ότι ο Ολυμπιακός στοχεύει να καλύψει την έλλειψη αθλητικότητας στην περιφέρεια με έναν γκαρντ που θα έχει τέτοια χαρακτηριστικά και με ένα αντίστοιχο 4άρι.
Συμπέρασμα:
Ο Ολυμπιακός κινήθηκε τόσο γρήγορα και αποφασιστικά που έδειξε πολύ σίγουρος για την επιλογή του. Και έτσι φαίνεται εκ πρώτης, από (εμάς) τους κριτές που παρακολουθούμε έξω από τον χορό. Ο Στρέλνιεκς είναι μια άκρως αναβαθμισμένη βερσιόν των μονοδιάστατων σουτέρ που είχε στο παρελθόν. Δεν έχει καμία σχέση με τον Γιοτάμ Χαλπερίν, ή τον Μαρτίνας Γκετσεβίτσιους. Προέρχεται από μια καλή ομάδα, όπου έδειξε ότι μπορεί να είναι πρωταγωνιστής και γρανάζι μαζί μιας καλοδουλεμένης μηχανής. Η παρουσία στη Μπάμπεργκ αποτελεί περγαμηνή και για αυτό οι παίκτες της (Μέλι, Τάις, Μίλερ) γίνονται περιζήτητοι. Δεν είναι παίκτης που έλαμψαν μόνο μέσω των στατιστικών τους, αλλά έλαμψαν παίζοντας σωστό και ομαδικό μπάσκετ. Είναι η καλύτερη απόδειξη ότι μπορούν να προσαρμοστούν, να εγκλιματισθούν και να αποδώσουν στο επόμενο επίπεδο.
Εξάλλου, είναι κανόνας: ο καλός σουτέρ μπορεί να παίξει οπουδήποτε. Είναι κοινό μυστικό ότι το σουτ ξεκλειδώνει όλες τις πίστες του σύγχρονου μπάσκετ και είναι απαραίτητο. Αν προσθέσουμε το γεγονός ότι μιλάμε για έναν αποτελεσματικό -πλην οικονομικό παίκτη- που δεν παίζει εις βάρος της ομάδας, αλλά την κάνει καλύτερη, αλλά και έναν περιφερειακό που δένει πολύ με τους υπάρχοντες (Μάντζαρη-Σπανούλη) είτε ως αντικαταστάτης, είτε ως παρτενέρ, τότε βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ο Ολυμπιακός πέτυχε διάνα.