Ακαπούλκο α λα Μπιρμπίλα
Ο Θανάσης Κρεκούκιας θυμάται ένα περιστατικό στην Πλάθα Μαγιόρ της Μαδρίτης στις 24 Οκτωβρίου του 2007, λίγες ώρες πριν το ματς Ρεάλ – Ολυμπιακού και γράφει μερικές σκόρπιες σκέψεις για τον Μίτσελ.
Γεια σας. Τα έχω ξαναπεί. Αποφεύγω τις αρθρογραφίες. Για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί η λογική του ίντερνετ δε σηκώνει «σεντόνια» κι εμένα με γοητεύει να ξεκινάω και να ξεχνάω να τελειώσω.
Και δεύτερον γιατί δεν είναι πρέπον να χρησιμοποιούμε κακές λέξεις, ενώ εμένα με τρελαίνει να χώνω μπινελίκια δεξιά και αριστερά. Με αυτά ξεκαθαρισμένα από την αρχή, μπαίνω αμέσως στο θέμα.
Να γράψεις, λέει, για τον Μίτσελ. Και γιατί να γράψω για τον Μίτσελ; Γιατί, λέει, συνεχίζει να δίνει απαντήσεις. Γελάει ο κόσμος και γελιέται ταυτόχρονα αν νομίζει ότι ο Μίτσελ δίνει απαντήσεις. Ειδικά αν μιλάμε για τις «ερωτήσεις» που του απευθύνουν εδώ και μήνες οι ανισόρροποι που πληρώνονται για να φτιάχνουν τα πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων. Συμπαθάτε με, αλλά χέστηκε ο Μίτσελ για τις ασυναρτησίες που αναρτώνται καθημερινά στα περίπτερα. Εχέστηκε κι η βάρκα έγειρε, που λένε και στο χωριό μου.
Πάρτο αλλιώς Señor…!
Όταν έχεις «αντιμετωπίσει» επί 15 χρόνια την Marca, την As και την Mundo Deportivo, τί να σου πει ο κάθε γραφικός βλακόμετρος δημοσιογράφος που δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα; Και μη νομίζετε ότι ισχύει αυτό που ακούμε κατά καιρούς, ότι οι ξένοι δηλαδή προπονητές δεν ασχολούνται με τον ελληνικό Τύπο. Ασχολούνται και παρά-ασχολούνται. Να είστε σίγουροι ότι ο Μίτσελ παρέα με τον Βίκτορ διαβάζουν τα πρωτοσέλιδα, αυτά τα πουλιτζερικά «πάρτο αλλιώς Señor» ή «κ. Μίτσελ δεν είναι αυτός Ολυμπιακός, ΚΑΝΕ ΚΑΤΙ, σε 15 μέρες έχουμε πρωτάθλημα» και τα κρατάνε συλλογή για να γελάνε στα γεράματα, όταν θα παίζουν μους στα γραφεία του συνδέσμου των βετεράνων της Ρεάλ Μαδρίτης.
Όσο ασχοληθείτε με το τί θέλω να πω, αν μια μέρα βγω και γράψω κεντρικό τίτλο στην κεντρική σελίδα του Sport24.gr το «Ακαπούλκο α λα Μπιρμπίλα», άλλο τόσο θα ασχοληθεί και ο Μίτσελ – και θα πάρει στα σοβαρά – τις αναλύσεις, τις προτροπές και τις παπαρολογίες του κάθε ξερόλα, που σε τελική ανάλυση εκτελεί άνωθεν εντολές, άδειος από οποιαδήποτε διάθεση σοβαρής ή δημιουργικής κριτικής. Εδώ, βλέπετε, έχουμε μάθει, πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο, δυο πράγματα. Πρώτον, εμείς τα ξέρουμε όλα και δεύτερον, οι άλλοι – αν εμείς δεν γουστάρουμε – δεν ξέρουν τίποτα.
Κάπως έτσι ξεκίνησε από τη δεύτερη κιόλας μέρα μετά την άφιξη του Μίτσελ στην Ελλάδα, η μουρμούρα. Την πρώτη κάναμε κράτει, θυμηθήκαμε πόσο παιχταράς ήταν στη Ρεάλ, πετάξαμε μέσα και κανα δυο τρεις Μπουτραγκένιους, Σαντσήδες και Ούγκο Σάντσηδες και ξεκαυλώσαμε όλοι μαζί για να φτιάξουμε άλλοθι. Αλλά από την επόμενη αρχίσαμε την παραμύθα. Ναι ρε μάγκα, παιχταράς ο τσιές, μορφάρα όταν έπαιζε μπάλα, η γενιά του γύπα σου λέω (λες και οι περισσότεροι έχουν δει έστω ένα παιχνίδι εκείνης της ομαδάρας), αλλά ρε γαμώτο, είδες πώς έφυγε από τη Σεβίγια; Κακήν κακώς τον έστειλε ο Μόντσι και το πήραμε εμείς το σαπάκι.
Και το πήγαμε και πιο πίσω. Στην Καστίγια. Έλα μωρέ τώρα ο Μιτσελάκος που όπου πήγαινε έπαιρνε μαζί και τον γιό του που δεν ξέρει τι πα να πει κοντρόλ. Να δεις που θα μας τον φορτώσει κι εμάς τον άχρηστο. Και ξανά πίσω στην Καστίγια. Τη Ρεάλ Μαδρίτης Β, που την έριξε αύτανδρη κατηγορία και μετά την έκανε με ελαφρά. Κάνα δυο θυμήθηκαν και τη Ράγιο, τρέχα γύρευε δηλαδή και αμέσως μετά άρχισαν οι καλοθελητές: Πρόεδρε στείλτον, δεν κάνουμε προκοπή μ’ αυτόν, αλλιώς ονειρευόμαστε τον Ολυμπιακό, τα τύμπανα βαράνε δυνατά, αούα, κλιπιτκλόπ πατσιμπούμ καράκας.
Η βλακεία και η υπομονή
Δεν βρίσκομαι εδώ για να «(υπο)στηρίξω» τον Μίτσελ. Αλλά έχω βαρεθεί τη σαχλαμάρα που δέρνει τον Έλληνα, είτε είναι φίλαθλος, είτε είναι δημοσιογράφος, είτε είναι παράγοντας. Η υπομονή είναι τεράστια αρετή και δυστυχώς δεν την διαθέτουμε ως φυλή. Και όταν λέω υπομονή, δεν εννοώ πίστωση χρόνου, εννοώ υπομονή. Δε γίνεται ρε φίλε να κράζεις κάποιον από τη δεύτερη μέρα που ήρθε εδώ. Δε γίνεται να απαιτείς να δεις ξαφνικά μια ομάδα να μεταμορφώνεται μέσα σε λίγες εβδομάδες και να βαράει αλύπητα όποιον αντίπαλο βρει μπροστά της. Δε γίνεται ο Ολυμπιακός να τους σαρώνει όλους χωρίς έλεος επειδή έτσι σου την κάρφωσε εσένα βλαμμένε, όποιος και αν είσαι.
Όταν ο Ολυμπιακός ανακοίνωσε την απόκτηση του Μίτσελ, είχα γράψει ένα αφιέρωμα για την καριέρα του. Μέσα στο κείμενο είχα προσθέσει κάποια πράγματα που μου είχε πει σε παλαιότερη τηλεφωνική μας συνομιλία. Ήταν οι βασικές του προπονητικές αρχές. Διαβάστε.
1. Δεν θεωρώ ότι ο προπονητής είναι ανώτερος από τους παίκτες, μπορεί όμως να εμπνέει τον σεβασμό και την αποδοχή από τους παίκτες του ότι βρίσκεται σε ένα διαφορετικό πόστο το οποίο πρέπει οι ίδιοι να εκμεταλλευτούν σωστά για να έχουν τα ιδανικά αποτελέσματα.
2. Ο τεχνικός έχει σαν προτεραιότητά του την ενδελεχή ανάλυση των ικανοτήτων, του ψυχισμού και της προσωπικότητας του κάθε παίκτη ξεχωριστά, ώστε με την κατάλληλη αντιμετώπιση και προσέγγιση να τους φέρει όλους στο κοινό σημείο και να τους δώσει συλλογική συνείδηση.
3. Ο προπονητής πρέπει να πείσει τους παίκτες ότι η τεχνική και η στρατηγική είναι κάτι που απευθύνεται σε όλους και όχι μόνο στους περισσότερο προικισμένους. Τα μπακ, τα χαφ και οι επιθετικοί πρέπει να ξέρουν να κοντρολάρουν, να πασάρουν, να ντριμπλάρουν και να κινούνται έξυπνα στον χώρο με ή χωρίς τη μπάλα, και όλα αυτά να τα κάνουν με άνεση και ψυχραιμία.
Αν αυτές τις δέκα γραμμές δεν τις έχετε δει να εφαρμόζονται κατά γράμμα στα επίσημα παιχνίδια του Ολυμπιακού, τότε μπορούμε να σταματήσουμε κάθε συζήτηση. Αν όμως διακρίνετε μέσα σε αυτές την εικόνα που προσφέρουν οι «ερυθρόλευκοι» στον αγωνιστικό χώρο, τότε μπορείτε εύκολα να καταλήξετε στο ίδιο συμπέρασμα που κατέληξα κι εγώ. Ότι δηλαδή άξιζε η υπομονή. Για όσους την είχαν. Προφανώς και κανείς μας δεν γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί στα επόμενα ματς. Όμως οι εμφανίσεις του Ολυμπιακού στην Ευρώπη, έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται πολύ κοντά στο «πώς ονειρεύονται» οι φίλοι του την ομάδα τους.
Η χημεία, ο κορυφαίος και ο κατάλληλος
Πάντοτε θεωρούσα και υποστήριζα με θέρμη πως έναν προπονητή μπορείς να τον κρίνεις συνολικά μόνο όταν φτιάξει ο ίδιος την ομάδα. Όταν αποφασίσει αυτός ποιος θα φύγει, ποιος θα μείνει, ποιος θα έρθει, όταν κάνει αυτός τον σχεδιασμό και την προετοιμασία, όταν δηλαδή η όλη ευθύνη ανήκει στον ίδιο. Ο Μίτσελ δείχνει ότι βαδίζει σωστά. Και νομίζω ότι θα ήταν άδικο να μην του το αναγνωρίσουμε. Πολύ περισσότερο δε που έπαιξε πολλά ματς με την πλάτη στον τοίχο. Χωρίς να μασήσει. Χωρίς να χάσει την όρεξή του για δουλειά, χωρίς να σταματήσει να πιστεύει ότι μπορεί να κατακτήσει στόχους μαζί με τους παίκτες του.
Η εμφάνιση του δευτέρου ημιχρόνου στο «Ντα Λουζ» είναι ενδεικτική. Αν οι ποδοσφαιριστές δεν «πιστεύουν» στον προπονητή τους και κατ’ επέκταση σε αυτό που προσπαθεί να τους περάσει, δεν αγωνίζονται σα λυσσασμένα σκυλιά στην πορτογαλική λιμνοθάλασσα. Ήταν φανερό ότι έπαιζαν για τους εαυτούς τους, για την ομάδα τους, για τη φανέλα τους, για τις φιλοδοξίες τους. Όμως το ίδιο φανερό ήταν ότι έπαιζαν και για τον προπονητή τους. Η εικόνα του Μίτσελ να πανηγυρίζει έξαλλα το γκολ του Τσόρι, μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο από τη βροχή, αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Ισπανός θέλει σαν τρελός να πετύχει στην μεγαλύτερη πρόκληση της προπονητικής του καριέρας. Και αυτό πρέπει να είναι σεβαστό από όλους. Ειδικότερα όταν συνοδεύεται και από αποτελέσματα και από ωραίο ποδόσφαιρο.
Αν θέλετε τη γνώμη μου, ο Μίτσελ δεν είναι Βαλβέρδε. Καμία αξία όμως δεν έχει το να προβλέψουμε ότι «δεν θα γίνει ποτέ Βαλβέρδε». Αυτό που πραγματικά αξίζει είναι να τον στηρίξεις από τη στιγμή που βλέπεις ότι θέλει να φτάσει κάποια στιγμή σε αυτό το επίπεδο. Και ότι δουλεύει σκληρά γι’ αυτό. Μπορεί οι περισσότεροι να μην το έχουν πάρει χαμπάρι, μέσα και έξω από τον σύλλογο, αλλά αυτοί που το έχουν καταλάβει, είναι και οι πιο σημαντικοί από όλους: οι παίκτες. Ο Μίτσελ σίγουρα είναι εύκολο να γίνει αγαπητός. Από τη φύση του ευγενικός και χαρισματικός στην επικοινωνία, διαθέτει ένα ακόμα προσόν. Ξέρει να εμπνέει. Και αυτό φροντίζουν να το μεταφέρουν οι ποδοσφαιριστές στο γήπεδο.
Η προπονητική είναι τόσο μυστήρια όσο και το ποδόσφαιρο. Ένας από τους απαράβατους κανόνες της, λέει πως οι καλύτεροι τεχνικοί μπορεί να αποτύχουν εκεί που μπορεί να πετύχουν οι χαμηλότερου επιπέδου συνάδελφοί τους. Η χημεία σε μια ομάδα είναι πάντα το ζητούμενο. Αλλά είναι και ύπουλη. Δε συμβαδίζει με τον κορυφαίο, αλλά με τον κατάλληλο. Και ο Μίτσελ δείχνει ότι μπορεί να αποδειχτεί κατάλληλος. Όπως αποδείχτηκε ο Βαλβέρδε. Διαφορετικά επίπεδα σε ότι αφορά την εμπειρία, τις παραστάσεις, την σε βάθος χρόνου σταθερότητα και ποιοτική εφαρμογή των γνώσεων. Πολύ κοντά όμως σε ότι αφορά την αφοσίωση στη δουλειά, τη διαχείριση αλλά και την ετοιμότητα του έμψυχου δυναμικού, την ηρεμία και τη σοβαρότητα, τις φιλοδοξίες.
Για να πετύχει όμως το πλάνο, χρειάζεται στήριξη, υπομονή και εμπιστοσύνη. Από τον σύλλογο και τον κόσμο. Αν υπάρξει αυτή, τότε θα σταματήσει και ο Τύπος να αυνανίζεται και σε κάθε πιθανή στραβή να οργώνει την Ευρώπη για να βρει τον διάδοχο. Σοβαροί να είμαστε, αυτές είναι απλώς ισορροπίες. Και λειτουργούν αμφίδρομα μέσα στην ανισορροπία τους. Όταν η διοίκηση και η κερκίδα χειροκροτούν μια καλή προσπάθεια, ο παρλαπίπας της εφημερίδας δε θα μοστράρει κεντρικό με κεφαλαία γράμματα «διώξε τον Μίτσελ πρόεδρε». Γιατί αν το κάνει αυτό, θα πουλήσει το δεξί από τα cojones του Μίτσελ.
Τα βήματα και οι σωστές βάσεις
Να πω ότι η ομάδα πήγαινε από γκέλα σε γκέλα και ότι οι παίκτες κουτουλάγανε μεταξύ τους, να το καταλάβω. Εδώ όμως τον έχουν σταυρώσει δυο φορές. Μία στην περσινή σεζόν που δεν έκανε την ομάδα υπερηχητική και μία από την φετινή προετοιμασία, όπου τα είπαμε πριν, «τον παίζεις σενιόρ» και τέτοια. Η Ρεάλ Μαδρίτης έφερε τον Αντσελότι και αυτός στις πρώτες 6 αγωνιστικές πρόλαβε να βρεθεί πέντε βαθμούς πίσω από Μπαρτσελόνα και Ατλέτικο. Δεν είδα καμία ισπανική εφημερίδα να δημοσιεύει ονόματα του τάδε Μανόλο, του δείνα Ιγνάθιο και του παραπέρα Πέπε για να αντικαταστήσουν τον Κάρλο. Ούτε διάβασα σε καμία από αυτές «πρεσιντέντε, Αντσελότι λος πούλος».
Θα πουν πολλοί, ναι, αλλά αν έρθει εδώ η Μπενφίκα και κερδίσει 0-3 και πάρουμε το τρίτο το μακρύτερο; Καταρχήν δεν πιστεύω πως αυτός ο Ολυμπιακός μπορεί να χάσει 0-3 από τους Πορτογάλους. Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Η σωστή αξιολόγηση της προσπάθειας είναι το ζητούμενο. Και η Παρί κέρδισε 1-4, αλλά όταν ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του ημιχρόνου, το «Καραϊσκάκης» είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Τα πρόσωπα έλαμπαν από αυτό που είχαν δει και σε τελική ανάλυση, αυτή είναι η μαγεία του ποδοσφαίρου, να σε συνεπάρει η ομάδα σου. Κανείς δεν ήθελε να χάσει 1-4, όμως στο τέλος του αγώνα, κανείς δεν έφυγε απογοητευμένος. Είχε γίνει ένα βήμα και ο κόσμος το αναγνώρισε. Όταν ακολούθησε το 0-3 στο Βέλγιο, πολλοί μίλησαν για κωλοφαρδία. Ναι, ήταν τυχερός ο Ολυμπιακός, αλλά ήταν και ικανός, αποτελεσματικός, εκεί που η αντίπαλός του απέτυχε παταγωδώς. Ένα ακόμα βήμα.
Και ήρθε και το τρίτο βήμα, το καλύτερο μέχρι τώρα. Με ωραίο ποδόσφαιρο στο πρώτο μέρος, από αυτό που σου αρέσει να βλέπεις. Και ακολούθησε η επανάληψη για να μας θυμίσει ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ωραίοι συνδυασμοί, ντρίμπλες και γκολ, αλλά και ψυχή, συλλογική συνείδηση, αυταπάρνηση, μάχη. Πού θέλω να καταλήξω με όλα αυτά; Είναι απλό. Τα βήματα γίνονται, ο Ολυμπιακός και ο Μίτσελ θέλουν να ανέβουν μαζί επίπεδο και βρίσκονται σε σωστή πορεία. Πράγμα που σημαίνει ότι ένα αρνητικό αποτέλεσμα δεν θα φέρει την καταστροφή. Και ο λόγος είναι ότι χτίζονται σωστές βάσεις. Ο χρόνος θα δείξει το πόσο γερές είναι, όμως προς το παρόν είναι σωστές.
Ο Μίτσελ υπήρξε ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής με τεράστια πορεία σε Ρεάλ και Εθνική Ισπανίας. Πλέον προσπαθεί να φτιάξει ανάλογο προφίλ και ως τεχνικός. Δεν είναι δίκαιο να θυμόμαστε μόνο την Καστίγια και τη Σεβίγια. Η μισή προπονητική καριέρα του Ισπανού πριν έρθει στην Ελλάδα, ήταν το πέρασμα από την Χετάφε. Την οποία έσωσε την πρώτη του σεζόν, όταν ανέλαβε την ομάδα δυο μήνες πριν το τέλος του πρωταθλήματος και με την οποία την επόμενη χρονιά έφτασε στην έκτη θέση της Πριμέρα Ντιβισιόν, την καλύτερη στην ιστορία της, βγάζοντάς τη στην Ευρώπη. Δεν ήταν βλαξ η Χετάφε για να τον κρατήσει. Όπως δεν ήταν βλαξ και ο Μόντσι που τον ανανέωσε στη Σεβίγια, παρά το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να της εξασφαλίσει ευρωπαϊκό εισιτήριο.
Το ποτήρι δεν είναι άδειο, όπως θέλουν να το παρουσιάσουν διάφοροι στον χώρο. Ο Μίτσελ διανύει την έβδομη χρονιά της προπονητικής του καριέρας. Και τουλάχιστον μέχρι τώρα, δείχνει ότι είναι η καλύτερή του. Η φιλοσοφία του φαίνεται ότι συμβαδίζει με αυτήν των παικτών του. Και αυτό πρέπει να το εκμεταλλευτεί ο Ολυμπιακός. Να επενδύσει στην ψυχραιμία, την όρεξη, τη φιλοδοξία του Ισπανού. Το στοίχημα μέχρι στιγμής αποδίδει. Και μπορεί στο μέλλον να αποδώσει ακόμα καλύτερα. Μπορεί και όχι. Όμως ο δρόμος στον οποίο «περπατάει» η ομάδα, δείχνει πως είναι ο σωστός. Και δεν έχει νόημα να μπαίνουν τρικλοποδιές. Οι μεγάλοι παίκτες δεν γίνονται απαραίτητα και καλοί προπονητές. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλοι θα έχουν την κατάληξη του Ζίκο.
ΥΓ. Για να μην έχετε ερωτηματικά για τον τίτλο του κειμένου, θα ήθελα να σας αποκαλύψω από πού εμπνεύστηκε. Στις 24 Οκτωβρίου του 2007, μεσημεράκι, κάθομαι σε ένα καφέ της Πλάθα Μαγιόρ, στο κέντρο της Μαδρίτης. Το βράδυ παίζουν Ρεάλ Μαδρίτης – Ολυμπιακός για τους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, θυμάστε, εκείνο το 4-2 με την πολύ καλή εμφάνιση των «ερυθρόλευκων» και έχω πάει για να το καλύψω για το Sport24.gr. Καθώς λοιπόν απολαμβάνω τον ήλιο και τον καφέ μου, χαζεύω τους Έλληνες φίλαθλους που έχουν κατακλύσει την ιστορική πλατεία της ισπανικής πρωτεύουσας.
Κάποια στιγμή ένα παρεάκι από τρεις Ολυμπιακούς έρχεται και αράζει στο διπλανό τραπεζάκι. Λίγο μετά σηκώνεται ο ένας και μπαίνει μέσα στο καφέ. Επιστρέφει σε έξαλλη κατάσταση, κάθεται και λέει στους δικούς του: «Ρε μαλάκες, τι αγράμματοι είναι αυτοί οι μαλάκες οι Ισπανοί. Πήγα μέσα, ρωτάω τη γκόμενα στα αγγλικά πού είναι η τουαλέτα και μου απάντησε Ακαπούλκο α λα Μπιρμπίλα. Άντε τώρα να καταλάβω τι ήθελε να πει η χαρχάλω. Άσταδιάλα μεσημεριάτικα»!!!