Eurobasket 1987, η ιστορία ενός εισιτηρίου
Ο Θανάσης Κρεκούκιας γυρίζει 28 χρόνια πίσω, στην 11η Ιουνίου του 1987 και θυμάται την ιστορία ενός εισιτηρίου. Οι 14 ώρες αναμονής, η ηλίαση, οι λιποθυμίες, οι κάμερες της ΕΡΤ, τα δελτία ειδήσεων, ο Φίλιππας Συρίγος και ο "δρόμος προς τη δόξα" (pics & video)
Ήταν έκρηξη το '87. Ήταν κάτι τελείως πρωτόγνωρο, ποτέ πριν δεν είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο. Όλα εκείνα που ακολούθησαν είχαν πάντα κάποιο σημείο αναφοράς. Και το '87 υπήρξε το πρώτο τέτοιο σημείο. Η τρέλα και η αποθέωση. Ένα ντελίριο που ξέφευγε από κάθε πλαίσιο. Ήταν τα δάκρυα χαράς όλης της φυλής. Που μέσα σε εκείνο το μαγικό 12ήμερο έμαθε τον Γκάλη, τον Γιαννάκη και τ' άλλα παιδιά. Καμία άλλη επιτυχία δεν μπόρεσε να συγκριθεί μαζί της, ούτε καν το 2004. Ούτε νομίζω ότι θα συμβεί κάτι ανάλογο στο μέλλον. Και αυτό γιατί το '87 είχε ένα συστατικό που το έκανε να ξεχωρίσει. Ένα συστατικό που στη συνέχεια εξαφανίστηκε και δεν πρόκειται να το ξαναδούμε. Την αθωότητα. Ο Έλληνας (φίλαθλος ή όχι, αδιάφορο) δεν είχε βρεθεί ποτέ μέχρι τότε σε κάποια αθλητική κορυφή τέτοιας εμβέλειας. Και έζησε εκείνες τις δώδεκα ημέρες, σαν κάτι τελείως ξεχωριστό και καινούργιο. Βίωσε την πορεία προς την κορυφή βήμα-βήμα, αφέθηκε να τον παρασύρει το ταλέντο και η αποφασιστικότητα των παικτών, ταυτίστηκε μαζί τους στον υπερθετικό βαθμό, τους έβαλε μέσα στην καθημερινότητά του με τον πιο φυσικό τρόπο, ένιωσε την αγωνία, το δράμα, την αδικία, τον θρίαμβο, την προσπάθεια, τη δικαίωση και τελικά την κατάκτηση της κορυφής, σαν να βρισκόταν ο ίδιος μέσα στο γήπεδο.
Σαν να ήταν τα δικά του παιδιά που πατούσαν το παρκέ, σαν να μπαινόβγαινε αυτός στα αποδυτήρια, σαν να καθόταν ο ίδιος στον πάγκο, σαν να κρατούσε εκείνος τη μπάλα στις βολές του Αργύρη Καμπούρη. Όλα αυτά όμως, με μια αίσθηση τόσο ιδιαίτερη και μοναδική, γιατί ο καθένας μας τότε, ανακάλυπτε όρια, συγκινήσεις και άθλους, με την παιδική αθωότητα του καινούργιου. Μάθαμε να χαμογελάμε όλοι σαν μικρά παιδιά, γι' αυτό και ο ενθουσιασμός ήταν αυθόρμητος, αληθινός, αυθεντικός. Σήμερα, που ξεκινάει ένα καινούργιο Eurobasket, με μια ελληνική ομάδα που θέλει και πάλι να διακριθεί, όπως είναι φυσικό, ο χρόνος γυρίζει πίσω και οι αναμνήσεις επιστρέφουν, το ίδιο ζωντανές σαν τότε, τον Ιούνιο του 1987, πριν 28 χρόνια. Επιτρέψτε μου λοιπόν, να σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία από εκείνες τις μέρες. Μια μικρή ιστορία που συνέβη στις 11 Ιουνίου, την παραμονή του ημιτελικού αγώνα με την Γιουγκοσλαβία. Από εκείνες τις ιστορίες που κάθε φορά που τις θυμάμαι, επιστρέφει μαζί και το παιδικό χαμόγελο, για το οποίο σας έγραψα πιο πριν.
Ημιλιπόθυμος μπροστά στα εκδοτήρια (11/6/1987)
Το ξεκίνημα του Eurobasket της Αθήνας, με βρήκε στην Πάρο, να δουλεύω σε ένα σουβλατζίδικο, το όνομα του οποίου δεν θα σας αποκαλύψω, για να μπορέσω χωρίς τύψεις να βγάλω στη σέντρα τα δυο αφεντικά του. Εκείνη την εποχή ήταν από τα πιο γνωστά μαγαζιά στην Παροικιά, όμως ανήκε σε δυο ρεμάλια, εκ των οποίων ο ένας την είχε ακούσει καμάκι και έτρεχε συνέχεια πίσω από ξένες γκόμενες, ενώ ο άλλος την είχε ακούσει χασικλής και με το πρώτο μονόφυλλο που έσκαγε το πρωί, ήταν μαστουρωμένος μέχρι το βράδυ. Εκεί λοιπόν, όλο το κουπί, από τα μέσα Απρίλη που είχε ανοίξει το μαγαζί, το τραβούσαμε εγώ και ένας ακόμα φουκαράς, Χρήστο νομίζω τον λέγανε, από την Κόρινθο. Κάναμε κάτι 12ωρες και 15ωρες βάρδιες που μας έβγαινε η Παναγία ανάποδα. Το καλύτερο απ' όλα ήταν ότι οι δυο χαραμοφάηδες που είχαμε για αφεντικά, δεν μας πλήρωναν για να μην τα ξοδέψουμε! Θα μας τα έδιναν, έλεγαν, όταν θα τελείωνε η σεζόν. Και παίρναμε κάτι ψιλά για τα τσιγάρα μας και για καμιά γκαζόζα.
Στο σουβλατζίδικο δεν είχαμε τηλεόραση, αλλά βάζαμε ένα ραδιοφωνάκι και έτσι ακούγαμε και τα παιχνίδια, ενώ πότε ο ένας και πότε ο άλλος, πεταγόμασταν στο δίπλα καφέ και χαζεύαμε στα πεταχτά τα τελευταία λεπτά. Θυμάμαι το σούσουρο που είχε γίνει στην πρώτη νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας και το ακόμα μεγαλύτερο στην ήττα από τους Σοβιετικούς ελέω Κοτλέμπα. Εκείνο το βράδυ, τα δυο ρεμάλια παύλα αφεντικά έκαναν το μεγάλο λάθος. Με φώναξαν και μου είπαν ότι ήθελαν να πάω επειγόντως στην Αθήνα για να πάρω και να φέρω πίσω στο νησί μια μεγάλη παραγγελία από πιάτα, μαχαιροπήρουνα και διάφορα άλλα σκεύη, γιατί ήθελαν να κάνουν επέκταση, βγάζοντας τραπέζια στην παραλία, αφού η δουλειά πήγαινε μια χαρά λόγω των κορόιδων που ξημεροβραδιάζονταν πάνω από τα κάρβουνα, τυλίγοντας πιτόγυρα και φτιάχνοντας τζατζίκια. Εγώ έκανα τον μαλάκα, ναι παιδιά, ότι θέλετε, αλλά μέσα μου είχε αρχίσει να λειτουργεί το σατανικό σχέδιο.
Το ίδιο βράδυ, όταν έφυγε το δίδυμο της επιτυχίας, ο ένας για καμάκι και ο άλλος για ρούκουνες, φώναξα τον Χρήστο και όταν κλείσαμε, τον κάθισα σε ένα τραπέζι για κατήχηση. Λοιπόν φίλε, εγώ δεν αντέχω άλλο με αυτά τα παρτάλια, θα σηκωθώ να φύγω. Κι εγώ το ίδιο, μου λέει ο Χρηστάκης, που ήταν τελείως χαμηλών τόνων, αλλά όχι χαζός. Του λέω, αυτά τα γίδια θα μου δώσουν αύριο λεφτά για την παραγγελία τους, θα βγάλω εισιτήρια και για τους δυο μας, τα φράγκα τα υπολόγισα, είναι κάτι λιγότερο από αυτά που μας χρωστάνε σε μεροκάματα, οπότε Λούηδες και να πάνε να πνιγούνε. Μέσα, απαντάει ο Χρηστάκης, με πονηρό χαμογελάκι, ναι με τις κουφάλες. Και έτσι έγινε. Την άλλη μέρα πήρα το μπαγιόκο και τη λίστα (η οποία πήγε στον σκουπιδοτενεκέ του πλοίου), συνάντησα και τον Χρηστάκη στην προκυμαία και γεια σου χαρά σου Βενετιά. Επάνω στο πλοίο, το "Νάξος" αν θυμάμαι σωστά, εκείνο το πορτοκαλί που μου άρεσε, μοιράσαμε τα λεφτά, χαλαρώσαμε απολαμβάνοντας τη φρίκη που θα παθαίνανε οι ιδιοκτήτες και στον Πειραιά χωρίσαμε. Τον Χρηστάκη δεν τον ξαναείδα, καλή του ώρα όπου και να βρίσκεται.
Τα μπουγέλα για να αντέξουμε τον καύσωνα (11/6/1987)
Πήγα στο σπίτι που νοίκιαζα τότε, τη θρυλική καβάτζα (ένα πεντάρι στον έκτο όροφο μιας παμπάλαιας πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ στο Μοναστηράκι), μίλησα τηλεφωνικά με τους κολλητούς και δώσαμε ραντεβού πού αλλού, στο ΣΕΦ. Η Ελλάδα έδινε το τελευταίο ματς του ομίλου με τους Γάλλους. Θρίλερ στο πρώτο ημίχρονο (38-38), περίπατος στο δεύτερο, τελικό σκορ 82-69 υπέρ μας και φιέστα στο γήπεδο, αφού είχαμε πάρει την πρόκριση στους "8". Τρεις μέρες αργότερα, ο προημιτελικός με τους Ιταλούς. Εισιτήρια βρήκαμε σχετικά εύκολα, έξω από το γήπεδο, πριν το παιχνίδι και είδαμε ακόμα μια νίκη του Γκάλη (38 πόντοι) και της παρέας του. 90-78 και στον ημιτελικό θα βρίσκαμε τους "πλάβι" που είχαμε κερδίσει ήδη μια φορά στον όμιλο. Πριν φύγουμε από το ΣΕΦ, πήγα στο Γραφείο Τύπου και ρώτησα αν υπήρχαν εισιτήρια προς διάθεση για το ματς με την Γιουγκοσλαβία. Ναι, βέβαια, γύρω στις 2.000 κομμάτια που θα διατεθούν αύριο από τις 9 το πρωί στα εκδοτήρια του "Καραϊσκάκη", μου απάντησε με χαρακτηριστική άνεση και σιγουριά ένας διαπιστευμένος και με γέμισε ενθουσιασμό.
Μάγκα μου, σκέφτηκα, αυτό δεν το χάνω. Θα πάω αξημέρωτο να στηθώ εκεί, το πολύ μέχρι τις 9.30 θα έχω πάρει τα εισιτήρια και στις 10 θα είμαι στο σπίτι για να ξανακοιμηθώ. Η γνωστή κούνια που με κούναγε. Θα μάθαινα για αυτήν την επόμενη μέρα. Εκείνο το βράδυ πήγα για καφέ στο Παγκράτι, στον Λέντζο και αποφασίσαμε να πάμε στον ημιτελικό εγώ και δυο φίλοι μου, ο Νικολάκης ο Μοιρέας και ο Γιαννάκης ο Βαρκάς. Μου έδωσαν τα χρήματα (το κάθε εισιτήριο κόστιζε 2.000 δραχμές, από τα καλά, στη μέση, όχι στα πέταλα) και πήγα σπίτι για ύπνο, έχοντας καταστρώσει το σχέδιο, ένα σχέδιο που απέτυχε παταγωδώς, αλλά με έκανε γνωστό στο πανελλήνιο. Είχα αποφασίσει ότι θα πήγαινα όσο πιο νωρίς γινόταν στο Φάληρο. Πράγματι, ξύπνησα στις 4.30, πήγα στον ηλεκτρικό που ξεκινούσε δρομολόγια στις 5 και μισή ώρα μετά βρισκόμουν μπροστά στο πρώτο εκδοτήριο. Θέλετε πιστέψτε το, θέλετε μην το πιστέψετε, ήμουν ο πρώτος που έφτασε εκεί. Εγώ και κάνα δυο αδέσποτοι σκύλοι που σουλατσάριζαν κοιτώντας με σαν χάνοι.
Είχα πάει οργανωμένος. Μέσα στην τσάντα μου, εκείνες τις παλιές και καλά στρατιωτικού τύπου που κρέμονταν από τον ώμο και γράφαμε πάνω τους Doors, Peace και λοιπά τέτοια γραφικά, είχα νερό, walkman, ακουστικά, μια Ελευθεροτυπία της προηγούμενης μέρας και καμιά δεκαριά κασέτες. Μετά από μια ώρα έσκασε μύτη ο δεύτερος, πιάσαμε και κουβεντούλα και σιγά-σιγά, καθώς ξημέρωνε, ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Για να μην τα πολυλογώ, στις 9, την ώρα δηλαδή που υποτίθεται ότι θα άνοιγαν τα εκδοτήρια, πρέπει να ήμασταν κάνα πεντάρι χιλιάδες άτομα. Το πρόβλημα ήταν ότι τα πίσω βόδια, έσπρωχναν προς τα μπροστά και πολύ γρήγορα καταλήξαμε συνωστισμένοι, χωρίς χώρο ανάμεσά μας, σαν τα σφαχτά. Βγήκε και ο ήλιος, είχαμε καύσωνα εκείνες τις μέρες, τέλειωσε και το μπουκαλάκι με το νερό και άρχισαν να έρχονται και οι πληροφορίες, όλες "διασταυρωμένες", ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Σε λίγο θα ανοίξουν, όχι, δεν θα ανοίξουν γιατί οι απατεώνες τα έδωσαν σε μαυραγορίτες, μην ανησυχείτε έρχονται, εδώ θα λιώσουμε αλλά εισιτήριο δεν υπάρχει ούτε για δείγμα κλπ.
Τελείως λιπόθυμος μπροστά στα εκδοτήρια (11/6/1987)
Η ώρα περνούσε, η θερμοκρασία ανέβαινε, πρόσβαση σε νερό δεν υπήρχε, τα βόδια από πίσω συνέχιζαν να σπρώχνουν και στις δυο το μεσημέρι, οι πέντε χιλιάδες είχαν γίνει πλέον είκοσι. Τα εκδοτήρια συνέχιζαν ερμητικά κλειστά, κανένας καργιόλης από τη διοργάνωση δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται και το πάρτυ βρισκόταν σε εξέλιξη. Ευτυχώς κάποιοι ευλογημένοι άνθρωποι ανέβηκαν πάνω στις στέγες των εκδοτηρίων και άρχισαν να μας μπουγελώνουν με νερό με κάτι κουβάδες, αλλά κι αυτό ποιον να πρωτοβρέξει και ποιον να πρωτοδροσίσει. Στις πέντε το απόγευμα ένιωθα σαν τηγανητή πατάτα που έχει γίνει αλλά κανείς δεν την βγάζει από το τηγάνι. Το ίδιο φαντάζομαι και άλλες είκοσι χιλιάδες τηγανητοί, αλλά κανείς δεν κούναγε ρούπι. Πού θα πάει, λέγαμε, θα έρθουν, θα ανοίξουν. Στις 6 το απόγευμα πλάκωσαν τα ΜΑΤ. Ένας γαλονάς με μια ντουντούκα ανήγγειλε ότι "δεν υπάρχουν εισιτήρια, διαλυθείτε ησύχως". Δέκα λεπτά αργότερα και ενώ δεν είχε κουνηθεί κανείς, ξεκίνησε το ντου από τους Ματατζήδες. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος και μετά από μισή ώρα, από τις 20 χιλιάδες, είχαν απομείνει στο χώρο καμιά 500ριά νοματαίοι.
Το πήρα απόφαση, δεν υπήρχαν εισιτήρια. Και ξεκίνησα να φύγω. Κατεβαίνοντας όμως τα σκαλιά για τον ηλεκτρικό, λιποθύμησα και έφαγα μια μεγαλοπρεπέστατη σαβούρδα. Αμέσως έτρεξαν πάνω μου οι ένστολοι, με τράβηξαν στην άκρη, μου έριξαν νερά στο πρόσωπο και ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου. Άνοιξα τα μάτια και είδα σκυμμένο μπροστά μου έναν γαλονά αστυνομικό, ο οποίος αποφάνθηκε αμέσως: "ηλίαση". Με ρώτησε πόσες ώρες ήμουν εκεί και του είπα, δεν με νοιάζει αν θα το πιστέψεις, είμαι ο πρώτος που έφτασε εδώ, πριν το ξημέρωμα. Μου είπε να φωνάξει ασθενοφόρο και του απάντησα "εισιτήρια". Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, πλησίασε λίγο περισσότερο και μου είπε εμπιστευτικά. Περιμένουμε να φύγουν και αυτοί που έχουν απομείνει, υπάρχουν 200 εισιτήρια. Όταν είναι, θα σου πω και θα σε πάω εγώ στο εκδοτήριο. Παρά την εξάντληση, βρήκα τη δύναμη να σκάσω χαμόγελο. Πράγματι, ένα δεκάλεπτο μετά, ο γαλονάς με πήρε, ανεβήκαμε τις σκάλες και πήγαμε στο εκδοτήριο. Με το που με άφησε από το χέρι του, σωριάστηκα ξανά. Καινούργια λιποθυμία, αυτή τη φορά όμως μπροστά στις κάμερες της ΕΡΤ.
Τρεις αστυνομικοί με σήκωσαν και με ξαναπήγαν σε ένα σημείο με σκιά, ενώ ο γαλονάς που το είχε πάρει πατριωτικά το θέμα, μου έδωσε ένα μπουκάλι νερό και μου είπε, δώσε μου τα χρήματα να σου πάρω το εισιτήριο. Τα 200 τα έδιναν αυστηρά από ένα στον καθένα, όμως εγώ έδωσα τις 6.000 δραχμές και ψέλλισα "τρία". Ακόμα θυμάμαι το αυστηρό βλέμμα του αξιωματικού, ο οποίος όμως δεν είπε τίποτα, έφυγε και λίγο μετά επέστρεψε με τα τρία εισιτήρια. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μου τα έδωσε, τα έβαλα στην τσάντα μου και μου επανέλαβε ότι χρειαζόμουν ασθενοφόρο. Όχι, του απάντησα, ένα ταξί χρειάζομαι να με πάει στο σπίτι. Μου είπε να καθίσω ακόμα λίγο για να συνέλθω και πράγματι μετά από ένα τέταρτο, είπε σε δυο δικούς του να με πάνε στο δρόμο και να μου βρουν ταξί. Αν δεν τον βάλετε μέσα, δεν θα τον αφήσετε! Του είπα "ευχαριστώ για όλα" και σηκώθηκα σιγά-σιγά. Περισσότερο σερνόμουνα παρά περπατούσα, η ταλαιπωρία που είχα περάσει ήταν επική. 14 ώρες όρθιος και στριμωγμένος και από αυτές, οι 10 σε καύσωνα και χωρίς νερό.
Το εισιτήριο με τις υπογραφές του Γκάλη και του Γιαννάκη. Πλέον, εδώ και λίγες μέρες, προστέθηκε και η υπογραφή του Φάνη
Τα δυο τζιμάνια με βάλανε στο ταξί, ο ταρίφας με κοίταξε σαν να ήμουνα ούφο, πήγε να μου πιάσει την κουβέντα, αλλά εγώ είχα ήδη αποκοιμηθεί. Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, με ξύπνησε, τον πλήρωσα, ανέβηκα μέσα σε μια αιωνιότητα τους έξι ορόφους και πήγα γραμμή στο κρεβάτι, από το οποίο σηκώθηκα την επόμενη μέρα το μεσημέρι. Ένιωθα ακόμα την εξάντληση, αλλά είχα συνέλθει από τις ζαλάδες και τις ναυτίες. Ντύθηκα και κατέβηκα να πάρω ένα ταξί για να πάω στον Λέντζο, όπου ήξερα ότι θα βρισκόταν η παρέα. Αυτό που δεν ήξερα όμως, ήταν ότι τα δελτία ειδήσεων είχαν παίξει κατ' επανάληψη το επίμαχο βιντεάκι και πως είχα γίνει ρεντίκολο στο πανελλήνιο. Ο ταξιτζής με κοιτούσε περίεργα από τον καθρέφτη, αλλά δεν είπε τίποτα. Όταν όμως έφτασα στον τίγκα γεμάτο μέσα-έξω Λέντζο, κατάλαβα το σούσουρο που απλώθηκε μεμιάς. Όλα τα τραπέζια γύρισαν προς το μέρος μου και δεν ήξερα γιατί. Μόλις κάθισα, οι κολλητοί μού έλυσαν τις απορίες. Το και το, μαλάκα, σε δείχνουν από χθες όλα τα δελτία ειδήσεων, έχεις γίνει φίρμα. Πώς τα κατάφερες πάλι, ηλίαση ρε όργιο; Ναι ρε, ηλίαση, αλλά με εισιτήρια!
Ο Νίκος και ο Γιάννης δεν πίστευαν στ' αυτιά τους. Εισιτήρια; Ναι ρε, είπαμε, εισιτήρια. Το βράδυ γήπεδο. Πράγματι λοιπόν, το βραδάκι συναντηθήκαμε στον σταθμό του ηλεκτρικού, κατεβήκαμε τα σκαλιά, αυτή τη φορά χωρίς να τα μετρήσω, και περάσαμε κάτω από το τούνελ που βγάζει στο ΣΕΦ. Εκεί υπήρχαν πολλοί απελπισμένοι που έψαχναν εισιτήριο για το ματς, πληρώνοντας όσο-όσο. Μέχρι και 100.000 δραχμές μας είπε ένας ότι έδινε. Μιλάμε για τρελά φράγκα για εκείνη την εποχή. Έβγαζες ένα τρίμηνο βασιλιάς. Αλλά μετά από όσα τράβηξα για να το πάρω στα χέρια μου, δεν θα το έδινα ούτε με ένα εκατομμύριο. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η Ελλάδα έχανε με δέκα πόντους στο ημίχρονο, αλλά πραγματοποίησε έναν άθλο στην επανάληψη, πετυχαίνοντας την ανατροπή. Η νίκη με το 81-77 μας έστειλε στον τελικό. Όταν έληξε το παιχνίδι, θυμάμαι ότι στήθηκε μια φοβερή φιέστα μέσα στο ΣΕΦ και μετά καταλήξαμε στην Ομόνοια κάνοντας τη νύχτα μέρα. Όπως εύκολα μπορείτε να καταλάβετε, δεν πέρασε καν από το μυαλό μου να ρωτήσω αν υπήρχαν εισιτήρια για τον τελικό. Για μένα ο "τελικός" ήταν εκείνος ο αγώνας με τους πλάβι, που είχε διαρκέσει κυριολεκτικά 48 ώρες.
Το πίσω μέρος του εισιτηρίου με τις υπόλοιπες 9 υπογραφές. Έχουμε και λέμε, Φασούλας, Καμπούρης, Ανδρίτσος, Ιωάννου, Φιλίππου, Ρωμανίδης, Σταυρόπουλος, Λινάρδος και Καρατζάς
Τον άλλο τελικό, με τη Σοβιετική Ένωση, τον είδαμε μαζεμένοι όλοι οι κολλητοί στην βεράντα στο πατρικό μου στο Παγκράτι. Με την τηλεόραση έξω, το κασετόφωνο να παίζει στη διαπασών δυο ώρες πριν την έναρξη συνεχώς το Final Countdown και τον γείτονα απέναντι να εισπράττει τα μπινελίκια του, επειδή μας έκανε παρατήρηση να κάνουμε λιγότερη βαβούρα, διότι προσπαθούσε να δει με την παρέα του (δυο γκόμενες) μια ελληνική ταινία! Οι κραυγές μας στη διάρκεια του ματς θύμιζαν κάτι μεταξύ βρυκολάκων και ψυχασθενών. Και όταν ο Αργύραρος (τον οποίο βρήκα δυο χρόνια μετά στην Αστυπάλαια και τον αγκάλιασα σαν παραλυμένος) έβαλε τις βολές και ο Γιοβάισα έχασε το τρίποντο, γίναμε όλοι ένα κουβάρι στο μωσαϊκό, πανηγυρίζοντας σαν τρελοί το ευρωπαϊκό. Δεν κατεβήκαμε στο κέντρο, αλλά ξημερώσαμε στη βεράντα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε κι εμείς τί είχαν καταφέρει οι 12 υπέροχοι στο τουρνουά. 28 χρόνια μετά, το εισιτήριο υπάρχει ακόμα, ως το πολυτιμότερο αθλητικό κειμήλιο που έχω στη συλλογή μου. Λίγους μήνες μετά το Ευρωμπάσκετ του '87, ο αείμνηστος Φίλιππας Συρίγος έφτιαξε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "ο δρόμος προς τη δόξα", όπου σε δική του περιγραφή εμφανίζεται ο υπογράφων, λιπόθυμος και φορώντας το μπλουζάκι με τον Ολύμπιο, την μασκότ της διοργάνωσης.
Πριν δυο χρόνια, τον Μάιο του 2013, όταν ο Άρης τίμησε τον Νίκο Γκάλη για την προσφορά του, είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να καλύψω το γεγονός για το Sport24.gr και είχα πάρει μαζί μου το εισιτήριο. Το υπέγραψαν οι 11 από τους 12 εκείνης της ομάδας (έλειπε μόνο ο Φάνης), ανεβάζοντας την συναισθηματική του αξία σε δυσθεώρητα ύψη. Τη στιγμή που διαβάζετε αυτό το κείμενο, η μαγεία έχει ολοκληρωθεί. Πριν λίγες μέρες, ένας φίλος και συνάδελφος, ο Θάνος Σαρρής, το πήρε μαζί του στην Πάρο και μπήκε και η τελευταία τζίφρα που απέμενε, αυτή του Χριστοδούλου. Ήταν γραφτό βλέπετε, αυτή η ιστορία να ξεκινήσει και να τελειώσει στην Πάρο. Δεν ξέρω πόσοι στην Ελλάδα έχουν κάτι παρόμοιο, αλλά εγώ δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Γιατί μου θυμίζει τον θρίαμβο του '87 και εκείνη την 11η Ιουνίου, που τα νιάτα και η τρέλα έφτιαξαν την μικρή ιστορία που σας διηγήθηκα.
Βίντεο: Το χάλι μου σε περιγραφή Φίλιππα Συρίγου από το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ, "Ο δρόμος προς τη δόξα". Βέβαια, ο Συρίγος κάνει εδώ ένα λάθος, το παιχνίδι με την Γιουγκοσλαβία δεν ήταν την ίδια μέρα, αλλά την επόμενη . Οπότε όσα συνέβησαν στα εκδοτήρια, ήταν την 11η Ιουνίου
Βίντεο: Ολόκληρο το ντοκιμαντέρ, για όσους θέλουν να το δουν