X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

OPINIONS

Λούζεται η αγάπη μου στον Γουαδαλκιβίρ

Με αφορμή την κατάκτηση του ιστορικού «triplete» από την Ισπανία, ο Θανάσης Κρεκούκιας εξηγεί γιατί τον «κατέκτησε» τελικά η Furia Roja, μετά από μια παράλληλη πορεία 20 και πλέον χρόνων.

Την ομάδα σου, τη μία και μοναδική, την έχεις από μικρός και την ακολουθείς σε όλη σου τη ζωή.

Συνήθως δεν την έχεις διαλέξει εσύ, μάλλον την «επιβάλλει» το οικογενειακό περιβάλλον, τουλάχιστον στις περισσότερες των περιπτώσεων.

Και όταν δεθείς πλέον μαζί της, είναι αδιάφορο αν μεγαλουργεί ή αν σέρνεται, αν παίρνει κούπες ή όχι. Θα είσαι πάντα μαζί της στις χαρές και τις λύπες. Γιατί; Γιατί είναι αξίωμα, δεν αποδεικνύεται και δεν υπάρχει και λόγος να δώσεις εξηγήσεις. Είσαι η ομάδα που είσαι γιατί έτσι ήταν γραμμένο. Από εκεί και μετά, όταν μεγαλώσεις λίγο και αρχίσεις να καταλαβαίνεις τι είναι το ποδόσφαιρο, διαλέγεις και τις «συμπάθειες». Οι οποίες, σε αντίθεση με την ομάδα σου, όπου η σχέση είναι άνευ όρων, προκύπτουν συνήθως σε εποχές ακμής της κάθε πιθανής «υποψήφιας».

Εγώ, ας πούμε, «έγινα» Λίβερπουλ στη δεκαετία του ’70, γιατί από τα παιχνίδια της στην τηλεόραση, συνειδητοποίησα πόσο όμορφο πράγμα (μπορεί να) είναι το ποδόσφαιρο. Αρκετά χρόνια μετά θαύμασα τη Μπαρτσελόνα του Κρόιφ στα χρόνια της Dream Team, γιατί συνδύαζε ένα σωρό αρετές μαζί με μερικούς από τους πιο αγαπημένους μου παίκτες της εποχής. Όταν λοιπόν αποκτήσεις μια ποδοσφαιρική «συμπάθεια», συνήθως όταν αυτή αποδίδει κάτι ξεχωριστό, στη συνέχεια δένεσαι μαζί της και συνεχίζεις να την υποστηρίζεις ακόμα και στις περιόδους της παρακμής της.

ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ

Η Ισπανία του τελικού του EURO 1984

Με την Εθνική Ισπανίας τα πράγματα – σε ότι αφορά εμένα – ήταν λίγο διαφορετικά. Θα περίμενε κανείς, ότι έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια στην Ισπανία, η συμπάθεια για τη Roja θα ήταν και αναμενόμενη και φυσιολογική. Δεν συνέβη όμως έτσι. Είχα παρακολουθήσει αρκετές γενιές προικισμένων ποδοσφαιριστών που φόρεσαν το ισπανικό εθνόσημο. Τη μεγάλη ομάδα που έφτασε στον τελικό του EURO του 1984 με τους Βίκτορ, Καμάτσο, Γκαγιέγο, Σενιόρ, Λόμπο Καράσκο και Σαντιγιάνα, για να χάσει το τρόπαιο από το τραγικό λάθος του Αρκονάδα.

Δυο χρόνια αργότερα, στο Μουντιάλ του Μεξικού, είδα τη Roja της γενιάς του Γύπα να διαλύει 5-1 τη Δανία με το ρεσιτάλ του Μπουτραγκένιο (4 γκολ) και να αποκλείεται – άδικα – από τους Βέλγους στην καταραμένη για τους Ισπανούς φάση των «8». Το 1993, κάτοικος πλέον Σαλαμάνκας, έζησα από κοντά τη νύχτα της έκστασης με τη νίκη επί των Δανών και την πρόκριση στο Μουντιάλ των ΗΠΑ, τότε που η Roja είχε μείνει από νωρίς με 10 παίκτες λόγω αποβολής του Θούμπι. Με τον Κανιθάρες να κάνει ντεμπούτο αποκρούοντας το πέναλτι στην πρώτη του επαφή με τη μπάλα και την κεφαλιά του Ιέρο στα τελευταία λεπτά να προκαλεί το ντελίριο σε όλη τη χώρα.

Ο Λουίς Ενρίκε στο Μουντιάλ του 1994

Θυμάμαι τον επίσης άδικο αποκλεισμό από τους Ιταλούς, πάλι στον προημιτελικό το 1994, με την αγκωνιά του Τασότι στον Λουίς Ενρίκε στις καθυστερήσεις του αγώνα. Τον πρόωρο αποκλεισμό από το Μουντιάλ της Γαλλίας με το τραγικό λάθος του Θουμπιθαρέτα απέναντι στη Νιγηρία και το χαμένο πέναλτι του Ραούλ απέναντι στους Γάλλους στο τελευταίο λεπτό του προημιτελικού του Euro του 2000. Όπως επίσης τη «σφαγή» στο Μουντιάλ του 2002 απέναντι στους Κορεάτες, και πάλι στη φάση των «8», λόγω μιας ακατανόητης όσο και σαδιστικής σύμπτωσης. Την απογοήτευση του αποκλεισμού από τον όμιλο της Ελλάδας και της Πορτογαλίας το 2004 και την δίκαιη «τιμωρία» από τους Γάλλους και τον Ζιντάν στους «16» του Μουντιάλ του 2006.

Η ΕΤΙΚΕΤΑ ΤΟΥ "ΛΟΥΖΕΡ"

Αρνούμαι όλα αυτά τα χρόνια να δεχτώ τον όρο «λούζερ», έναν χαρακτηρισμό που ακολουθούσε για δεκαετίες τους Ισπανούς. Πώς γίνεται να είναι «λούζερ» ο Καμάτσο, ο Γκορδίγιο, ο Σαντιγιάνα, ο Μουνιόθ, ο Ιέρο, ο Μίτσελ, ο Μπουτραγκένιο, ο Θουμπιθαρέτα, ο Μαρτίν Μπάθκεθ, ο Μοριέντες, ο Λουίς Ενρίκε; Ας μου εξηγήσει κάποιος πώς είναι δυνατόν να είναι «λούζερ» ο Ραούλ και ο Γουαρδιόλα; Το θυμικό του φίλαθλου κολλάει πολύ εύκολα ετικέτες, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι άδικες.

Το άστοχο πέναλτι του Ραούλ στο EURO του 2000

Δεν πιστεύω ότι οι Ισπανοί υπήρξαν ποτέ ηττοπαθείς, όλοι οι παίκτες που έμπαιναν στο γήπεδο για να εκπροσωπήσουν τη χώρα τους, ήθελαν να νικήσουν, έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν, για να κατακτήσουν την κορυφή. Το ότι η κατάληξη ήταν πάντα η ίδια, ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Ατυχία, διαιτησία, κάποιες φορές κακές εμφανίσεις, κάποιες άλλες καλύτερος ο αντίπαλος, διαλέξτε όποιο θέλετε, όμως αυτοί οι ποδοσφαιριστές ήταν όλοι γεννημένοι νικητές. Επιτρέψτε μου να το πιστεύω 100%.

ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ "ΧΑΣΤΟΥΚΙ"

Υπάρχει όμως ένα παιχνίδι της Εθνικής Ισπανίας, που σηματοδοτεί ένα πριν και ένα μετά, που χωρίζει τις δεκαετίες των απογοητεύσεων από τους πρόσφατους θριάμβους. Πολλοί, οι περισσότεροι, θεωρούν ότι αυτό είναι ο προημιτελικός στο EURO του 2008, όταν η Roja απέκλεισε την Ιταλία στα πέναλτι, ξορκίζοντας το φάντασμα της φάσης των «8». Εγώ διαφωνώ. Για μένα, το ορόσημο για τους Ισπανούς είναι ο αποκλεισμός τους από τους Γάλλους στο Μουντιάλ του 2006. Αυτό ήταν το μεγάλο μάθημα για τη νεανική τότε ομάδα του Λουίς Αραγονές.

Ο Ζιντάν και η παρέα του έδωσαν το μεγάλο μάθημα στην Ισπανία το 2006

Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι το «χτύπημα» από τον Ζιντάν και την παρέα του, έγινε δίδαγμα για τον Τύπο και τους φίλαθλους. Η αλαζονεία με την οποία είχαν αντιμετωπίσει τότε τους «γέρους» των «τρικολόρ», με τα απαράδεκτα μέχρι γελοιότητας πρωτοσέλιδα «βγάλτε τον Ζιζού στη σύνταξη», έγιναν μπούμερανγκ, στέλνοντας ηχηρό χαστούκι σε όλους, το οποίο λειτούργησε ευεργετικά. Ο Αραγονές μετέτρεψε με τη σοφία και την πείρα του εκείνη την ήττα σε μια καινούργια αρχή, ενώ οι τόνοι έπεσαν γενικότερα.

ΑΠΟΦΟΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Όταν οι Ισπανοί, δυο χρόνια μετά, ταξίδεψαν στην Αυστρία, δεν τους συνόδευαν πια πρωτοσέλιδα που προεξοφλούσαν θριάμβους, αλλά τίτλοι προσγειωμένοι και φίλαθλοι που για πρώτη ίσως φορά συνειδητοποιούσαν ότι η Εθνική τους δεν ήταν ούτε το κέντρο του κόσμου, ούτε υποχρεωτικά η καλύτερη στην Ευρώπη. Αυτό, όσο και αν σε μερικούς φαντάζει ασήμαντο, αποφόρτισε τους παίκτες και τους άφησε να συγκεντρωθούν αποκλειστικά και μόνο στο να παίξουν μπάλα χωρίς να νιώθουν την πίεση που δημιουργούσαν τα προηγούμενα χρόνια οι χωρίς όρια απαιτήσεις από κάθε πλευρά.

Ο Κασίγιας αποκρούσει το πέναλτι του Ντε Ρόσι στο EURO του 2008

Αυτή η διαφορετική διάθεση βγήκε για πρώτη φορά και στο γήπεδο. Η αλαζονεία εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε η σεμνότητα. Ο Αραγονές έπλασε την ψυχολογία των νεαρών παικτών και με τη βοήθεια των βετεράνων της ομάδας, Κασίγιας, Πουγιόλ και Τσάβι, «θωράκισε» την όποια ανασφάλεια υπήρχε για τον φόβο της αποτυχίας. «Πάμε για να χαρούμε τη διοργάνωση», δήλωνε ο «σοφός της Ορταλέθα» στην αναχώρηση της αποστολής. Κάτι τελείως διαφορετικό από το συνηθισμένο «πάμε να το πάρουμε» των προηγούμενων χρόνων.

Όλα αυτά βγήκαν στον προημιτελικό με την Ιταλία. Το εμπόδιο των «8» ξεπεράστηκε για πρώτη φορά, έστω και στα πέναλτι. Ή μάλλον, ήταν τύχη για την Ισπανία που αυτό συνέβη στα πέναλτι. Γιατί η αποφόρτιση ήταν δέκα φορές μεγαλύτερη. Οι αποτυχίες όλων των προηγούμενων διοργανώσεων που συσσωρεύονταν στις πλάτες κάθε καινούργιας Εθνικής, εξαφανίστηκαν μέσα σε δέκα λεπτά, όσα χρειάστηκαν για να αποκρούσει ο Κασίγιας τα σουτ των Ντε Ρόσι και Ντι Νατάλε και να ευστοχήσει στο πέμπτο πέναλτι ο Σεσκ. Στη συνέχεια, οι πιτσιρικάδες μεταμορφώθηκαν σε πολεμιστές από ατσάλι, εξαφάνισαν τη Ρωσία και νίκησαν το μεγάλο φαβορί, τη Γερμανία.

Ο Σεσκ έχει ευστοχήσει στο τελευταίο πέναλτι και μια κατάρα δεκαετιών, αυτή του προημιτελικού, έχει σπάσει.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΝΤΕΛ ΜΠΟΣΚΕ

Από εκεί και μετά, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Το ασχημόπαπο μεταμορφώθηκε σε κύκνο και επί μια τετραετία σαρώνει ότι βρει στο δρόμο του. Η ισπανική ομοσπονδία με τα καλά και τα κακά της, πραγματοποίησε την κίνηση ματ, όταν ο Αραγονές παραιτήθηκε, προσλαμβάνοντας τον ικανότερο προπονητή – διαχειριστή των τελευταίων δεκαετιών. Ο Βιθέντε ντελ Μπόσκε, αδικημένος από πολλούς χωρίς επιχειρήματα, απέδειξε πόσο δύσκολο είναι να διατηρήσεις τις ισορροπίες σε μια ομάδα ατελείωτων αστέρων. Και το απέδειξε πετυχαίνοντας απόλυτα στη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του είναι ότι στα 4 χρόνια της παρουσίας του στον πάγκο της Εθνικής, ούτε μια φορά δεν έχει ακουστεί το παραμικρό παράπονο από παίκτη που είτε κλήθηκε είτε όχι στη Roja. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, τον λατρεύουν και πάντοτε ένα ποσοστό από αυτό που δίνουν στο γήπεδο, οφείλεται στον προπονητή τους. Και αυτό είναι τεράστια κατάκτηση για έναν άνθρωπο που πρέπει στην ουσία να φέρει βόλτα τη μικτή Κόσμου και να γεφυρώσει οποιαδήποτε διαφορά έχει δημιουργηθεί μέσα από εντάσεις στη διάρκεια όλης της περιόδου, κυρίως ανάμεσα στους παίκτες της Ρεάλ και της Μπαρτσελόνα.

Οι φωτογραφίες, οι δηλώσεις, οι φιλοφρονήσεις και η γενικότερη εικόνα των ποδοσφαιριστών της Roja τις τελευταίες μέρες (και όχι απαραίτητα μετά τον τελικό, όταν όλα είναι πιο εύκολα), δείχνουν την αφοσίωση όλων στον κοινό στόχο, την ομόνοια και το εκπληκτικό κλίμα που υπάρχει στην Εθνική, το πόσο απολαμβάνουν όλοι ανεξαιρέτως την παρουσία τους μέσα και έξω από το γήπεδο. Στην Ισπανία ωρίμασαν όλοι μαζί, η ομάδα, οι φίλαθλοι και ο Τύπος. Και πιστέψτε με, αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η ιδιοσυγκρασία τους είναι δύσκολη, ο εθνικισμός τους σχεδόν ανυπόφορος, ο τοπικισμός τους εκρηκτικό μείγμα.

Και όμως, το κατάφεραν. Και μετά από τόσες δεκαετίες απογοητεύσεων, έβαλαν χαλινάρι στην ιδιότροπη υπερβολή τους, στην αχαλιναγώγητη ποδοσφαιρική τους ωραιοπάθεια. Και πλέον μπορούν να απολαμβάνουν τους καρπούς αυτής της αλλαγής. Όχι μόνο τους τίτλους, αλλά την γενικότερη υγεία που αποπνέει ολόκληρη η έννοια Εθνική ομάδα. Για το ότι παίζουν το κορυφαίο ποδόσφαιρο στον πλανήτη, το πιο όμορφο, το πιο εντυπωσιακό, τα λόγια περισσεύουν. Με τους παίκτες που διαθέτουν, λογικό είναι και αναμενόμενο.

ΑΝΤΕ ΡΕ, ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ...

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σας παρουσιάσω το τίκι τάκα, ούτε ειδικός είμαι, ούτε αναλυτής. Αυτό που θέλω να πω, σαν απλός φίλαθλος, είναι ότι σε εκείνο το ματς με την Ιταλία, το 2008, έπιασα για πρώτη φορά τον εαυτό μου να λέει από μέσα του «άντε ρε, πάρτε την πρόκριση, είναι κρίμα να μη σας δούμε περισσότερο σε αυτή τη διοργάνωση». Εκεί γεννήθηκε η συμπάθεια για αυτή την ομάδα. Η οποία συμπάθεια εξελίχθηκε σε απέραντο θαυμασμό στα επόμενα 4 χρόνια. Οι στιγμές που μου έχει χαρίσει αυτή η Roja είναι με μια λέξη πολύτιμες.

Και δεν αναφέρομαι στα κύπελλα, αλλά στην ομορφιά και την απλότητα με την οποία στολίζουν και συγχρόνως υπηρετούν αυτό το άθλημα. Ο Τσάβι, ο Ίκερ, ο Αντρεσίτο, ο Σίλβα, ο Αλόνσο, ο Μπουσκέτς, ο Ράμος, ο Πικέ, ο Άλμπα, ο Σεσκ, ο Πεδρίτο, όλοι οι υπόλοιποι, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, μαζί και οι απόντες Πουγιόλ και Βίγια, θα ήταν τα είδωλά μου αν ήμουν πιτσιρικάς. Έτσι το νιώθω. Που σημαίνει ότι αυτή η «παρέα» με έχει κατακτήσει. Όπως παλιότερα η Λίβερπουλ και η Μπαρτσελόνα. Γι’ αυτό και δηλώνω πλέον φίλος της Furia Roja. Γιατί κοιτάζοντας ξανά και ξανά το πρώτο γκολ του τελικού, αν αγαπάς το ποδόσφαιρο, δεν γίνεται να μη νιώσεις ρίγος…

ΥΓ. Αρκετοί φίλοι μού έστειλαν μηνύματα μετά τον τελικό, υποστηρίζοντας ότι οι Ισπανοί δε σεβάστηκαν την Ιταλία, από τη στιγμή που έμεινε με 10 παίκτες. Η άποψή μου είναι ότι στο τελευταίο μισάωρο η Roja κατέβασε μια ταχύτητα, ακριβώς λόγω του fair play. Το τρίτο και το τέταρτο γκολ σημειώθηκαν σαν σε προπόνηση. Και δεν γίνεται να ζητήσεις από ποδοσφαιριστές που θα βρεθούν μπροστά στην εστία, να μη σκοράρουν. Θα ήταν άδικο και για τους ίδιους και για τα δισεκατομμύρια που παρακολουθούσαν τον αγώνα. Σε τελική ανάλυση, για όσους δεν έχουν πειστεί, ας δουν το βίντεο με τον Κασίγιας να φωνάζει στον διαιτητή να λήξει το ματς σεβόμενος την Ιταλία.

ΥΓ2. Κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσει αυτή η σαχλαμάρα του διαχωρισμού μεταξύ παικτών της Ρεάλ και της Μπαρτσελόνα, καθώς και η πολιτική προέκταση που επιμένουμε να δίνουμε εδώ στην Ελλάδα με τη συνεχή αναφορά στην Καταλονία και όσους παίκτες κατάγονται από εκεί. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε φορά που ο Πουγιόλ, ο Τσάβι, ο Σεσκ, ο οποιοσδήποτε Καταλανός φοράει τη φανέλα της Roja, τιμάει – είτε μας αρέσει είτε όχι – όλους τους Ισπανούς φίλαθλους, σε κάθε γωνιά της Ισπανίας, από τη Χώρα των Βάσκων μέχρι τα Κάναρια και από τη Γαλίθια μέχρι τη Θέουτα και τη Μελίγια. Και είναι υπερήφανος γι’ αυτό.

ΥΓ3. Ο πρώην αντιπρόεδρος της Μπαρτσελόνα – επί προεδρίας Λαπόρτα – Αλφόνς Γκοντάλ, απέδειξε την απέραντη ηλιθιότητά του, ανεβάζοντας στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter, το εξής μήνυμα πριν τον τελικό: «Οι απάτριδες μισθοφόροι παίκτες της Μπαρτσελόνα και το στιλ τους θα δώσουν τη νίκη στην Ισπανία. Και θα γαμηθούμε. Η ευθύνη όμως είναι δική μας που δεν έχουμε το δικό μας κράτος». Λίγο νωρίτερα είχε γράψει πως «αν χάσει η Ισπανία, θα παίξω μια μαλακία». Θα είχε πολύ ενδιαφέρον το σχόλιο όχι μόνο του Ινιέστα, του Πέδρο, του Βίγια κλπ αλλά και των ίδιων των Καταλανών παικτών της Μπάρτσα. Το δικό μου περιττεύει…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ