Θέλει βαριά cojones
Ο Θανάσης Κρεκούκιας γράφει μερικές σκέψεις του για την Ατλέτικο, τον Σιμεόνε και τον κόσμο της Μπαρτσελόνα, συγκρίνοντας την εκεί αισθητική με τα δικά μας αδιέξοδα.
Γεια σας. Θα προσπαθήσω να μπω αμέσως στο θέμα, χωρίς να σας κουράσω με περιττούς προλόγους, που καμία θέση δεν έχουν όταν μιλάμε για την κρυστάλλινη ομορφιά του ποδοσφαίρου, από όπου και αν το κοιτάξει κανείς.
Το παιχνίδι του Σαββάτου στο «Καμπ Νόου» ήταν ένας πολλαπλός θρίαμβος και κυρίως μια ακόμα δικαίωση, όσων έχουν μοχθήσει ώστε το άθλημα να αποτελεί καθρέφτη μιας διαρκούς φροντίδας, η οποία προστατεύει κάθε δυνατό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται έννοιες όπως ο πολιτισμός, η ευγένεια και η παιδεία.
Η ΑΤΛΕΤΙΚΟ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ
Νομίζω ότι όσοι αγαπούν το ποδόσφαιρο, έμειναν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Η Ατλέτικο είναι η δίκαιη πρωταθλήτρια σε έναν μαραθώνιο 38 αγωνιστικών, όπου από το ξεκίνημά του πέταξε με θάρρος το γάντι στις δυο υπερδυνάμεις του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, σίγουρη ότι οι ουτοπίες της ταιριάζουν. Λίγες ώρες πριν τον «τελικό» της Λίγκας, ο Σιμεόνε δήλωνε στους δημοσιογράφους με μια θαυμαστή ηρεμία, ότι «αυτός και οι παίκτες του θέλουν να αποδείξουν πως τίποτα δεν είναι αδύνατο».
Ο Τσόλο και οι "πολεμιστές" του.
Ήδη αυτός και οι παίκτες του μας έχουν αποδείξει ότι όλα είναι δυνατά. Δεν χρειαζόταν να πάρουν το πρωτάθλημα για να πιστέψουμε σε αυτή την εκπληκτική παρέα που έκανε το θαύμα πραγματικότητα. Επί 9 μήνες οι «ροχιμπλάνκος» κοίταξαν στα μάτια Ρεάλ και Μπάρσα, δε λύγισαν σε καμία στιγμή, κατάπιαν την πίεση, διέλυσαν τα εμπόδια και στάθηκαν σα «σκυλιά του πολέμου» στα γήπεδα της Ισπανίας και της Ευρώπης, φτάνοντας να διεκδικούν τους δυο μεγάλους τίτλους: την Πριμέρα και το Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο Τσόλο κατάφερε να μεταμορφώσει τους ποδοσφαιριστές του σε αυτό που ήταν εκείνος όταν ακόμα έπαιζε μπάλα. Έχουμε πολλά χρόνια να δούμε στη Λίγκα τέτοιους μαχητές, τέτοια αυταπάρνηση, τέτοια υπερπροσπάθεια, τέτοια πίστη, τέτοια όρια πέρα από τα όρια, τέτοια χαλύβδινη ψυχολογία και αποφασιστικότητα. Ο Σιμεόνε ωρίμασε πολύ από τότε που έπαιζε μπάλα. Έγινε πιο συγκρατημένος, πιο σοβαρός, πιο συγκροτημένος, πιο ψύχραιμος. Η δίψα του όμως για επιτυχίες πολλαπλασιάστηκε. Το πείσμα και η θέληση σε συνδυασμό με τη γνώση και την πείρα, τον μεταμόρφωσαν σε μια «μηχανή» παραγωγής πολεμιστών.
Συγκλονιστική στιγμή, χωρίς άλλο σχόλιο.
Όταν παίζεις όλη τη χρονιά σου σε 90 λεπτά στο σπίτι του αντίπαλου και στο πρώτο 20λεπτο χάνεις τους δυο κορυφαίους παίκτες σου, τα πράγματα είναι εξ ορισμού δύσκολα. Όταν ένα τέταρτο αργότερα βρίσκεσαι πίσω στο σκορ και μάλιστα όχι εξαιτίας ενός οποιουδήποτε γκολ, αλλά ενός αριστουργήματος, τότε η συνέχεια ισοδυναμεί με βουνό. Είναι τελείως ανθρώπινο για τους υπόλοιπους παίκτες σου να «σπάσουν» βλέποντας τους Ντιέγκο Κόστα και Αρντά Τουράν να αποχωρούν κλαίγοντας. Να χάσουν την αυτοσυγκέντρωση, να σκεφτούν αρνητικά, να νιώσουν μέσα τους μια αδιαπραγμάτευτη πίεση.
"ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ"
Και όμως, τίποτα από όλα αυτά δε συνέβη. Το σενάριο του «Στάμφορντ Μπριτζ» επαναλήφθηκε. Είμαστε καλύτεροι, το ξέρουμε, το νιώθουμε, μας το έχει πει ο προπονητής. Αυτή η ελεγχόμενη οργή σε συνδυασμό με μια τόσο καλά χτισμένη ψυχολογία που δεν αφήνει περιθώρια σε αμφιβολίες και δισταγμούς, είναι η «πανοπλία» που χτίζει καθημερινά, εδώ και δυόμιση χρόνια ο Τσόλο Σιμεόνε. Την φοράει ο ίδιος από παλιά, σφυρηλατημένη στην Ισπανία και την Ιταλία, μέσα από τόσους τίτλους και διακρίσεις.
Η άλλη ομορφιά του ποδοσφαίρου.
Περισσότερο όμως από οτιδήποτε άλλο, μέσα από τις 106 συμμετοχές του με την «αλμπισελέστε». Είναι Αργεντίνος, άρα ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο, με έναν τρόπο μοναδικό σε όλο τον κόσμο, σίγουρα ιδιαίτερο και οπωσδήποτε διαφορετικό. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Σιμεόνε σε αυτή την Ατλέτικο, είναι ότι της άλλαξε το DNA. Δεν θέλησε να «χτίσει» πάνω σε αυτό που υπήρχε, όχι. Της επέστρεψε το πνεύμα του νικητή της εποχής του νταμπλ, την έκανε να ξαναθυμηθεί τις τρείς λέξεις του Λουίς Αραγονές που ήταν το ευαγγέλιο για δεκαετίες στον Μανθανάρες: ganar, ganar y ganar. Νικήστε, νικήστε και νικήστε.
Δεν επέτρεψε ούτε στους παίκτες ούτε στον κόσμο της ομάδας, να σκέφτονται ότι υπάρχουν η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ και μετά οι υπόλοιποι. Τους έκανε να πιστέψουν ξανά ότι η Ατλέτικο αποτελεί μέρος της κορυφής, μέλος της τριάδας. Και αφού το κατάφερε αυτό, τους ξαμόλησε στα γήπεδα για να το επιβεβαιώσουν. Τους υποσχέθηκε ότι αν θυμούνται κάθε στιγμή ποιοι είναι και πού ανήκουν, θα πάνε μακριά. Δεν τους είπε πού θα φτάσουν, τους άφησε να το ανακαλύψουν οι ίδιοι. Και αυτό το ταξίδι της σεζόν 2013/14 δείχνει να μην έχει ταβάνι. Μέσα σε 9 μήνες οι πολεμιστές του κάλυψαν ένα κενό 18 χρόνων. Και σε λίγες μέρες θα προσπαθήσουν να διαλύσουν τα φαντάσματα 40 χρόνων.
Η αγάπη του κόσμου για τον Τσόλο κρατάει από παλιά.
Είναι ένα όμορφο ποδοσφαιρικό παραμύθι αυτή η Ατλέτικο. Το καλύτερο όλων όμως, είναι ότι μετέτρεψε το παραμύθι σε πραγματικότητα. Η επιβράβευση για το δικό της σενάριο, είναι ότι όλοι ξέρουμε πλέον πως «είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα». Είναι οι άξιοι πρωταθλητές και αυτό δεν μπορεί να τους το αφαιρέσει κανείς. Αντίθετα, τους το αναγνωρίζουν όλοι. Ακόμα και οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Οι φίλαθλοι της Μπαρτσελόνα. Αυτοί που έχασαν μέσα στο δικό τους γήπεδο την τελευταία ευκαιρία να σώσουν τη σεζόν. Αυτοί στους οποίους ακυρώθηκε ένα γκολ του Μέσι, το οποίο ισοδυναμούσε με πρωτάθλημα. Δεν εξετάζω αν η απόφαση του διαιτητή ήταν σωστή ή όχι. Δεν έχει την παραμικρή σημασία.
ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ΝΑ…
Αυτό που είναι συγκλονιστικό, είναι τα χειροκροτήματα των 100.000 φιλάθλων και η μυριόστομη αποθεωτική κραυγή «Ατλέτι, Ατλέτι». Αυτό το σύνθημα, το όνομα της αντίπαλης ομάδας στα χείλη του κόσμου, ορίζει πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το πόσο μεγάλος είναι ένας σύλλογος. Υπάρχουν στιγμές στις οποίες δεν μετράνε ούτε το μπάτζετ, ούτε τα αστέρια που έχεις στη φανέλα σου, ούτε οι γεμάτες τροπαιοθήκες στο μουσείο σου. Το μεγαλείο μιας ομάδας και κατ’ επέκταση του κόσμου της ξεκινάει από τα βασικά. Και η ποδοσφαιρική παιδεία έχει σαν βάση της τον σεβασμό στον αντίπαλο και την αναγνώριση της ανωτερότητάς του όποτε αυτό συμβαίνει.
Βίντεο: Η αποθέωση της Ατλέτικο από τις κερκίδες του "Καμπ Νόου" (17/5/2014)
Σκεφτείτε για μια στιγμή μόνο, να παιζόταν εδώ στην Ελλάδα ένα πρωτάθλημα στην τελευταία αγωνιστική και ο γηπεδούχος να το έχανε λόγω ενός ακυρωθέντος γκολ. Και μόλις ο διαιτητής θα σφύριζε την λήξη, να σηκώνονταν όρθιοι οι φίλαθλοι των γηπεδούχων και να φώναζαν ρυθμικά το όνομα των πρωταθλητών, χειροκροτώντας. Να σας το κάνω ακόμα πιο γλαφυρό, χρησιμοποιώντας και παραδείγματα. Αφού το Σάββατο δεν είχαμε το ζευγάρι των Ισπανών «αιωνίων», να πάρω ας πούμε, τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ. Ή τον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ. Ή τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ. Ή τέλος πάντων, κάντε εσείς τον συνδυασμό που γουστάρετε.
Και φανταστείτε την ΑΕΚ να έχει κάνει ένα φοβερό πρωτάθλημα, να φέρνει 1-1 στο «Καραϊσκάκης» και 30.000 Ολυμπιακούς να χειροκροτούν και να φωνάζουν «ΑΕΚ, ΑΕΚ!». Ή μια Τούμπα ολόκληρη στο πόδι να φωνάζει «ΠΑΟ, ΠΑΟ» και να χειροκροτάει τους «πράσινους». Έβαλα στην εξίσωση τις δικές μας ομάδες γιατί στα σχόλια των διαφόρων κειμένων που αφορούν την κατάκτηση του πρωταθλήματος από την Ατλέτικο και την αντίδραση των Καταλανών, κυριαρχεί μια γενικότερη αποθέωση. Μια αποθέωση, η οποία όμως στα δικά μου μάτια είναι σχεδόν άχρηστη.
ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ…
Θέλει βαριά cojones για να κάνεις αυτό που έκαναν οι φίλαθλοι της Μπάρσα μετά τη λήξη του αγώνα.
Είναι πολύ εύκολο να παίρνεις θέση εξ αποστάσεως, εκ του ασφαλούς. Να επαινείς, να θαυμάζεις, να επικροτείς, να ταυτίζεσαι. Όμως την ώρα της αλήθειας, όταν πάει να συμβεί κάτι αντίστοιχο στα δικά μας γήπεδα, τότε δείχνουμε να ξεχνάμε ως δια μαγείας τα παραδείγματα του εξωτερικού, αυτά που εμείς έχουμε εξυμνήσει, και το γυρνάμε στο γνωστό παραμύθι. Πουστριλίκια, επεισόδια, φωτιές, σπασμένα καθίσματα, μολότοφ, ξύλο, ακόμα και επιθέσεις εναντίον των παικτών της αντίπαλης ομάδας. Δεν χρειάζεται να πάτε πολύ πίσω.
Θυμηθείτε τι έγινε φέτος στο «Καραϊσκάκης», όταν οι ούγκανοι, ανίκανοι να δεχτούν την καθαρή ήττα της ομάδας τους από τον Παναθηναϊκό, έκαναν το παιχνίδι μπουρδέλο καταστρέφοντας μια ολόκληρη θύρα. Θυμηθείτε τι έγινε στην Τούμπα, όταν οι παίκτες του Ολυμπιακού μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο για να παίξουν ποδόσφαιρο μέσα σε ένα κλίμα τρομοκρατίας και τυφλού οπαδικού φανατισμού, το οποίο υπήρξαν δημοσιογράφοι που είχαν το θράσος να το ονομάσουν «εκπληκτική ατμόσφαιρα». Και θυμηθείτε τι έγινε πριν λίγες μέρες στη Λεωφόρο, όταν κλήθηκαν με τις ευλογίες των διοικήσεων ΠΑΟ και ΠΑΟΚ να συνυπάρξουν στο ίδιο γήπεδο οι ψυχολογικά άρρωστοι και των δυο ομάδων.
Σεβασμός στον παίκτη της αντίπαλης ομάδας.
Για να χειροκροτήσεις τον αντίπαλο και να υποκλιθείς στην ανωτερότητά του, χρειάζεσαι βάσεις. Ο πολιτισμός δεν επιβάλλεται σε κανένα γήπεδο. Τον έχεις μέσα σου ή δεν τον έχεις. Στον έχουν διδάξει από όταν ήσουν μικρός ή όχι. Τα ισπανάκια όταν θα πάνε μικρά στο γήπεδο και δουν μια όμορφη φάση από τον αντίπαλο, θα μπορούν να χειροκροτήσουν αυθόρμητα, χωρίς να τα αγριοκοιτάξει κανένας. Και αυτό θα το κουβαλήσουν μέσα τους και όταν μεγαλώσουν. Είναι μια φυσική πορεία βασισμένη στην σωστή αθλητική παιδεία. Και αν θέλετε να το πάμε ακόμα παραπέρα, είναι οπωσδήποτε και θέμα αισθητικής.
Την οποία αισθητική την επιλέγει ο καθένας μας για τον εαυτό του. Θέλουμε τα γήπεδά μας να είναι φωλιές μίσους, τα συνθήματά μας να είναι το ένα πιο αισχρό από το άλλο, η οργή μας να είναι στοχευμένη πάνω στον αντίπαλο και η αδικία να αποτελεί την μόνιμη δικαιολογία για την τυχόν ήττα της δικής μας ομάδας. Η λοβοτομή είναι τόσο μεγάλη, που μας είναι αδύνατον, όχι να χειροκροτήσουμε, αλλά ούτε καν να παραδεχθούμε έστω μέσα μας ότι κάποια φορά/ές θα χάσουμε γιατί ο αντίπαλος θα έχει παίξει καλύτερα. Όχι. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα φταίνε ο διαιτητής, το σκληρό παιχνίδι, η ατυχία μας, η κωλοφαρδία των άλλων, τα δοκάρια, ο αντίθετος αέρας, η προπαγάνδα, το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Κίνα.
ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΙ…
Σεβασμός στην αντίπαλη ομάδα.
Διάβασα σε κάποια κείμενα, ότι αν στη θέση της Ατλέτικο ήταν η Ρεάλ, δεν θα υπήρχαν ούτε χειροκροτήματα, ούτε αποθέωση των «μερένγκες». Η απάντηση είναι απλή και έχω βαρεθεί να τη γράφω. Ας φτάσουμε στο επίπεδο του pasillo, ας μάθουμε πρώτα ότι ο σεβασμός και η αναγνώριση στον αντίπαλο μπορούν να χωρέσουν μέσα σε μερικά μέτρα, τα οποία σε τελική ανάλυση δεν είναι υποχρεωτικά και θα τα βρούμε και τα υπόλοιπα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (sic) κατακλύζονται καθημερινά από εκατέρωθεν μπινελίκια του στιλ «Μέσι πάρε τ’ αρχίδια του Κριστιάνο» ή «Κριστιάνο κλάψε μωρή λουμπίνα», αλλά κατά τ’ άλλα μας αρέσει που οι φίλαθλοι της Μπάρσα χειροκρότησαν την Ατλέτικο.
Που σημαίνει ότι είμαστε απροσάρμοστοι. Ή μάλλον πιο σωστά, σημαίνει ότι έχουμε προσαρμοστεί μέσα σε έναν δικό μας ηλίθιο μικρόκοσμο, ο οποίος επιτάσσει λογικές έξω από κάθε πολιτισμένη, φυσιολογική λογική, οι οποίες με τη σειρά τους διαιωνίζουν το δράμα του ελληνικού ποδοσφαίρου σε όλα του τα επίπεδα. Όταν δεν σου επιτρέπεται να έχεις ευαισθησίες απέναντι στο όμορφο, το ιδιαίτερο, το θεαματικό, αν αυτό προέρχεται από τη μεριά του αντίπαλου, τότε είσαι καταδικασμένος να αυνανίζεσαι (sic) καθηλωμένος μπροστά σε έναν καθρέφτη, αρνούμενος να δεχτείς ότι υπάρχουν και «οι άλλοι». Την ύπαρξη των οποίων δυστυχώς την αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν η εξίσωση λέει «εμείς και όλοι τους».
Ποδοσφαιρική παιδεία.
Το οποίο είναι ένα από τα πιο άρρωστα πράγματα που έχω συναντήσει ποτέ μου στον χώρο του ποδοσφαίρου μας. Όλοι οι και καλά «μεγάλοι» θεωρούν ότι είναι αιωνίως θύματα κάποιας συνομωσίας που εξυφαίνουν (sic) όλοι οι υπόλοιποι εναντίον τους. Ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ, όλοι τους σκάβουν τα «ηρωικά» τους χαρακώματα, μέσα από τα οποία σηκώνουν τα λάβαρα της αντίστασης. Χωρίς να τους ενδιαφέρει, αν και το γνωρίζουν πολύ καλά, ότι στην ουσία αυτό που σκάβουν είναι ο λάκκος στον οποίο παραχώνουν όλο και πιο βαθιά το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και πάνω απ’ όλα την (όποια) ελπίδα του να ανασάνει κάποια στιγμή και να απεγκλωβιστεί από κάθε είδους μέγγενη που το σφίγγει εγκληματικά από τον λαιμό, καταδικάζοντάς το σε ασφυξία.
Είναι πολύ όμορφο σε τελική ανάλυση, από όπου και αν το εξετάσει κανείς, να θέλεις να χειροκροτήσεις, όπως οι Καταλανοί, τον αντίπαλό σου και να αφήσεις αυθόρμητα τον εαυτό σου να φωνάξει «Ατλέτι». Και ακόμα πιο υπέροχο αν θέλει να το κάνει αυτό ένα ολόκληρο γήπεδο. Αυτό που είναι δύσκολο και που οπωσδήποτε απαιτεί βαριά κοχόνες (très sic), είναι να φτάσεις στο σημείο, όταν θα αποθεώνεις την κάθε «Ατλέτι» και τον κάθε «Σιμεόνε», να έχεις αναγκάσει όλους τους άρρωστους των «υπέροχων κόσμων» να μην τολμήσουν να κάνουν ούτε κιχ. Όπως συμβαίνει στο «Καμπ Νόου», στο «Μπερναμπέου» κλπ.
Εδώ δηλαδή τί να σχολιάσει κανείς;
Αυτό θα ήταν κατάκτηση. Αυτό θα ήταν αισθητική και πολιτισμός. Αυτό θα ήταν που θα έκανε έναν σύλλογο πραγματικά μεγάλο. Γιατί προς το παρόν οι σύλλογοι εδώ στην Ελλάδα είναι μικροί. Πολύ μικροί. Με το «μ» κεφαλαίο. Και όπως λένε και οι φίλοι μου οι Ισπανοί, πιο δυνατά μπορώ να το πω, πιο καθαρά όχι.